Νικόλ Λειβαδάρη
Δύο είναι οι προκλήσεις, και ισάριθμες oι παγίδες, για την Ελλάδα στην σημερινή σύνοδο κορυφής της Ε.Ε:
Η ανοιχτή απειλή για ένα νέο, άτυπο Μνημόνιο (λιγότερο ή περισσότερο… light) υπό τον μανδύα των προγραμμάτων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και ο (επίσης ορατός) κίνδυνος μιας «μεταχρονολογημένης» και εν τέλει αναποτελεσματικής επιταγής σε ότι αφορά τον ορίζοντα εκταμίευσης και αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων για την αντιμετώπιση της κορονο-ύφεσης.
Ως προς το πρώτο σκέλος οι οιωνοί από Βερολίνο και Βρυξέλλες είναι θολοί και αμφίσημοι: Άπαντες ξορκίζουν την περίφημη «αιρεσιμότητα», κοινώς την επιβολή συγκεκριμένων όρων και προαπαιτούμενων για την εκταμίευση των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ουδείς όμως την αποκλείει. «Τα σχέδια ανάκαμψης δεν είναι μνημόνια» δήλωσε στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πάολο Τζεντιλόνι, για να αναγνωρίσει όμως αμέσως μετά, πως κάποιο είδος προαπαιτούμενων δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σημαιοφόρος του δόγματος της αιρεσιμότητας είναι ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος ηγείται και της ομάδας των σκληρών, των λεγόμενων «φειδωλών του Βορρά», που απαρτίζουν η χώρα του, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία. Δοθέντος δε, του ότι το κεντρικό διακύβευμα της συνόδου είναι, να διατηρηθεί τόσο το τελικό ποσό του Ταμείου στα 750 δις ευρώ όσο και η αναλογία 2 προς ένα σε επιχορηγήσεις και δάνεια (500 δις και 250 δις αντίστοιχα), κοινοτικές πηγές δεν αποκλείουν μια υπαναχώρηση Μέρκελ και Μακρόν στο θέμα της αιρεσιμότητας, προκειμένου να καμφθούν οι αντιρρήσεις Ρούτε και λοιπών βορείων.
Μια τέτοια εξέλιξη θα σημαίνει, ότι η Ελλάδα, η οποία με βάση το καλό σενάριο θα έχει λαμβάνει 32 δις ευρώ (22,5 δις σε επιδοτήσεις και 9 σε δάνεια) θα πρέπει να εκπληρώνει συγκεκριμένες «μεταρρυθμίσεις» πριν από κάθε εκταμίευση (γεγονός που παραπέμπει ευθέως σε πρακτικές Μνηνονίου).
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στις επικοινωνίες που είχε με την Άνγκελα Μέρκελ και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, φέρεται να έθεσε ως «κόκκινες γραμμές» για την Αθήνα τη διατήρηση της προτεινόμενης από την Κομισιόν αναλογία επιχορηγήσεων και δανείων και την μη επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων για την ενίσχυση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, πέραν όσων ήδη προβλέπονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, κυβερνητικές πηγές διαρρέουν, ότι η δέσμευση και στόχευση σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις είναι «ευπρόσδεκτη», καθώς «η μεταρρυθμιστική ατζέντα αποτελεί προγραμματική θέση και επιλογή» της κυβέρνησης. Εάν σ’ αυτή τη διαρροή προστεθεί και το χθεσινό μήνυμα Ρούτε, που εστίασε στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων στα ασφαλιστικά συστήματα και στην αγορά εργασίας, τότε ο κίνδυνος είναι μάλλον οφθαλμοφανής. Και, όπως προσδιορίζεται από πηγές της αντιπολίτευσης στην Αθήνα, μπορεί να ονομάζεται «Μνημόνιο ελληνικής ιδιοκτησίας» - κοινώς, η ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης και η πλήρης αποσάρθρωση των εργασιακών σχέσεων μπορούν να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα «ιδιόκτητων μεταρρυθμίσεων», που δεν κατέστησαν δυνατές ούτε στις εποχές των τριών Μνημονίων.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι εκείνος είτε της μετάθεσης για το φθινόπωρο των τελικών αποφάσεων για το Ταμείο Ανάκαμψης, είτε της υιοθέτησης ενός οπισθοβαρούς προγράμματος εκταμιεύσεων, που θα μεταθέτει τον κύριο όγκο της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης μετά το 2022. Ήδη, ακόμη και το καλό σενάριο που δίνει έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πιο αισιόδοξη προοπτική είναι, το 2021 να απορροφήσουν τα κράτη-μέλη το 10% των διαθεσίμων του Ταμείου, δηλαδή, 75 δισεκατομμύρια, με προοπτική το ποσοστό αυτό να ανέβει στο 20% το 2022. Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε, ότι η Ελλάδα θα πάρει (πάντοτε στο καλό σενάριο) το 2021 μόλις 3,2 δις ευρώ, ποσό το οποίο μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό, μετά από μια ύφεση που φέτος η Κομισιόν υπολογίζει, ότι θα ξεπεράσει το 9%.
Πρόκειται για μια προοπτική που δεν θέλουν ούτε η Ιταλία, ούτε η Ισπανία, όμως ειδικά για την Ελλάδα η καθυστέρηση στις εκταμιεύσεις θα έχει ακόμη μεγαλύτερες συνέπειες λόγω των δομικών αδυναμιών της οικονομίας της, όπως η βαθιά εξάρτηση από τον τουρισμό. Επιπροσθέτως, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει επιδείξει μέχρι στιγμής ιδιαίτερη θέρμη για ενεργοποίηση στον άξονα του Νότου, του οποίου ηγείται ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ. Είναι ενδεικτικό, ότι ενώ τα τελευταία 24ωρα ο Πέδρο Σάντσεθ έχει οργώσει κυριολεκτικά την Ευρώπη και είχε σειρά συναντήσεων με Μέρκελ, Ρούτε, Μισέλ και την ηγεσία της Κομισιόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε ούτε μία τηλεφωνική επαφή μαζί του. Κοινώς, η όλη διπλωματική κινητικότητα της κυβέρνησης εν όψει της συνόδου περιορίστηκε σε δύο τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρωθυπουργού με τη Γερμανίδα καγκελάριο και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Πέραν τούτων, για μια ακόμη φορά η Αθήνα φαίνεται να έχει απλώς εναποθέσει τις προσδοκίες της στην ατζέντα Μακρόν…