Της Μαρίνας Αλεξανδρή
To «Oruc Reis» μπήκε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα επειδή το παρέσυρε ο άνεμος, όπως είχε ενημερώσει το ελληνικό υπουργείο Άμυνας. Τα τουρκικά αλιευτικά...
ψαρεύουν από το πρωί ανοιχτά της Μυκόνου (έξω από το… Αγράρι) επειδή τα πήρε και τα έφερε ο αέρας, όπως ανακοίνωσε το ελληνικό υπουργείο Ναυτιλίας.
Και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί «δεν είναι ελληνοτουρκικό ζήτημα, αλλά παγκόσμιο» όπως δήλωσε σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, αλλά εν τέλει μπορεί να είναι… και ελληνοτουρκικό εάν πάρουμε τις μετρητοίς άλλες κυβερνητικές δηλώσεις – εκείνες του Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάκη Βορίδη. Διότι ο μεν πρώτος είπε ότι η Αγία Σοφία «είναι και ελληνοτουρκικό θέμα επειδή δηλώνει τις προθέσεις του Ερντογάν για το μέλλον», ο δε δεύτερος πρότεινε να κλείσουμε το μουσείο του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη και να το μετατρέψουμε σε Μουσείο μνήμης της Γενοκτονίας του ελληνισμού.
Έως ότου αποφασίσει η κυβέρνηση περί ποίου ακριβώς διπλωματικού ζητήματος πρόκειται, ο Ερντογάν, με αρωγό τα… μποφόρ, μπορεί να έχει στείλει και γεωτρύπανο εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.
Και έως ότου αποφασίσει – σοβαρά και ουσιαστικά και όχι για εσωτερική επικοινωνιακή χρήση – να απαιτήσει από την Ευρώπη κυρώσεις κατά της Αγκυρας, τα τουρκικά μαχητικά μπορεί να κάνουν και υπερπτήσεις πάνω από την Μύκονο.
Ο συναγερμός για το δόγμα της αδράνειας και του «προβλέψιμου συμμάχου» έρχεται με ένταση από διπλωματικούς κύκλους, όχι μόνον για το θέμα της Αγίας Σοφίας που – για μια ακόμη φορά – αιφνιδίασε το Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά για την εικόνα διεθνούς αποστασιοποίησης έναντι της Αθήνας και ανοχής προς την Άγκυρα που γίνεται όλο και πιο εμφανής σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για τα ελληνοτουρκικά.
Μετά τη χλιαρή αντίδραση του Στέητ Ντηπάρτμεντ, πρώτη η Βρετανία και σήμερα και η Ρωσία έδωσαν ουσιαστικά «λευκή κάρτα» στον Ερντογάν χαρακτηρίζοντας «εσωτερική υπόθεση» της Τουρκίας την απόφαση για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Στο δε ευρωπαϊκό πεδίο, και το Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών σπεύδουν να απενεργοποιήσουν το όπλο των κυρώσεων πριν καν το αξιοποιήσουν.
Όπως λένε οι ίδιες διπλωματικές πηγές αυτό δείχνει το μήνυμα που έστειλε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, την ώρα που θεωρητικά ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας θα ζητούσε, από το συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών, κυρώσεις κατά της Άγκυρας προς ανάσχεση της γενικής τουρκικής προκλητικότητας.
«Η Ελλάδα ζητά από την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει έτοιμο κατάλογο ισχυρότατων μέτρων σε περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα», δήλωσε σήμερα ο Στέλιος Πέτσας. Δηλαδή, η Αθήνα διαπραγματεύεται στην Ευρώπη το αυτονόητο – την επιβολή κυρώσεων όταν παραβιαστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα ενός μέλους της Ε.Ε.
Έμπειροι διπλωμάτες τονίζουν πως η δήλωση και μόνον του κυβερνητικού εκπροσώπου σηματοδοτεί δημόσια υπεκφυγή, και η Αθήνα δείχνει να αποδέχεται εκ προοιμίου την άρνηση χωρών όπως η Γερμανία και η Ολλανδία για άμεση επιβολή οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία.
Επισημαίνουν, δε, πως οι κυρώσεις μπορούν να έχουν αξία μόνον ως προληπτικό μέτρο, καθώς είναι και το μοναδικό όπλο μέσω του οποίου η Άγκυρα μπορεί να πιεστεί και να προσέλθει σε διάλογο όχι με βάση την ατζέντα Ερντογάν αλλά με βάση τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου όπως παγίως επιδιώκει η Ελλάδα.
Ως εκ τούτων, παραμένει απορίας άξιο γιατί η κυβέρνηση εδώ κι έναν χρόνο επιμένει να μην αξιοποιεί και να μην πιέζει για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής απόφασης για επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας που είχε εξασφαλίσει από το 2019 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μετά τις παράνομες γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Όπως επίσης, κατά τους ίδιους διπλωματικούς κύκλους, αποτελεί ερώτημα και το γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στην τακτική του «προβλέψιμου συμμάχου» και έναντι της Ουάσιγκτον, η οποία είναι και ο μοναδικός παίκτης που μπορεί επί της ουσίας να ασκήσει διεθνή πίεση στον Ταγίπ Ερτογάν.