Του Δημήτρη Κουλάλη
Μετά τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας μπορούμε πλέον να το πούμε με βεβαιότητα: Η νέα περιλάλητη «κανονικότητα» του νεοδημοκρατικού ρεβανσισμού στρέφει τα πυρά της όχι μόνο...
στον έτερο, φανερά αποδυναμωμένο, κομματικό πόλο της εξουσίας των αγορών, αλλά, κυρίως ενάντια στην ίδια την ελληνική κοινωνία.
Εκατομμύρια στους κολλητούς, μικρούς και μεγάλους. Λεφτόδεντρα που φυτρώνουν μόνο στους κήπους εφοπλιστών, καναλαρχών, εργολάβων και βιομηχάνων. Έπαρση. Ειρωνεία κι βλέμμα αφ‘ υψηλού, συνεπικουρούμενα από παιδαριώδεις δικαιολογίες για τις ουκ ολίγες φορές που η κυβέρνηση πιάστηκε με τη γίδα στην πλάτη.
Την ίδια ώρα, η άλλη Ελλάδα συνεχίζει να «μένει σπίτι».
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα:
* Το 25% των συμμετεχόντων δήλωσε, ότι δε θα πάει φέτος διακοπές, γιατί δεν φτάνουν τα χρήματα.
* Ενώ, στο ερώτημα για ποιον λόγο δεν σχεδιάζει να κάνει διακοπές φέτος το καλοκαίρι, το 36% και πάλι δίνει αποστομωτική απάντηση: Λόγω έλλειψης χρημάτων.
[Έρευνα Marketing Lab, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Πηγή: Εφ. Συν.]
Φυσικά, η αφραγκία έχει μητέρα: Την πανδημία. Όπως καταγράφουν τα πρόσφατα στατιστικά δεδομένα του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη», το οποίο σημειώνει τις ροές προσλήψεων και απολύσεων, το πρώτο εξάμηνο του 2020 χάθηκαν 253.073 θέσεις εργασίας σε σχέση με την ίδια χρονική περίοδο του 2019. Μάλιστα, αν και τον Ιούνιο το ισοζύγιο προσλήψεων- απολύσεων ήταν θετικό κατά 6.161 θέσεις περισσότερες συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα την περσινή χρονιά, το «πλεόνασμα» δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει τις μεγάλες απώλειες εργασιακών θέσεων.
Έχει, όμως και πατέρα: Το μείγμα πολιτικής και αυτής της κυβέρνησης. Ένα μείγμα που εδώ και δέκα χρόνια παράγει σταθερά ανεργία και υποαπασχόληση, ελαστικοποεί τις σχέσεις εργασίας και καταβαραθρώνει τις μισθολογικές απολαβές των εργαζόμενων.
Ως εκ τούτου, πριν τον φονικό κορονοϊό, η χώρα πλήττονταν απ’ τον ιό της εκμετάλλευσης. Όπως σημειώνεται στο 6ο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «η απασχόληση, που αποτελεί το πιο κρίσιμο μέγεθος στην αγορά εργασίας, μειώνεται σταδιακά, κυρίως μετά τον Νοέμβριο του 2019, ενώ η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών έχει ως αφετηρία τον Δεκέμβριο του 2019. Τους πρώτους δύο μήνες του 2020, πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών αυξήθηκε κατά περίπου 102 χιλιάδες άτομα, ενώ μόνο τον Μάρτιο του ίδιου έτους σημειώθηκε αύξηση της τάξης των 173 χιλιάδων ατόμων.
Επομένως, η κατάσταση στην αγορά εργασίας είχε αρχίσει να επιδεινώνεται από το τελευταίο τρίμηνο του 2019, ενώ η εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης φαίνεται να οδηγεί σε περαιτέρω επιδείνωση εντείνοντας, την επισφάλεια και την αβεβαιότητα των εργαζομένων».
Συμπληρωματικά να αναφέρουμε, ότι η Ελλάδα φιγουράρει στην πρώτη θέση των κρατών- μελών της Ευρωζώνης με το μεγαλύτερο ποσοστό ευάλωτης απασχόλησης (26,7%), ενώ καταλαμβάνει την 63η θέση παγκοσμίως, σε ό τι έχει να κάνει με την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Τέλος, κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης στους ευάλωτους (όπως απέδειξε η πανδημία) κλάδους της εστίασης και των καταλυμάτων (33,5%), όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 22,1%.
Πρόληψη ή και διαχείριση των αναταραχών;
«Ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να προσαρμοστεί στο δύσκολο εργασιακό περιβάλλον και να επιδείξει υπομονή και αντοχή μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση».
Αυτά δήλωνε τον περασμένο Μάρτη ο υπουργός οικονομικών κ. Σταϊκούρας, όταν η κυβέρνηση μοίραζε τα χρήματα των έγκλειστων στα σπίτια τους φορολογουμένων ακόμη και σε ανύπαρκτα ΜΜΕ (βλ. Τηλεόραση Ένα Μαγνησίας), προκειμένου να μας μάθει να «καθαρίζουμε τα χέρια μας».
[Πηγή: Η ΑΥΓΗ]
Όπως έκανε και με τα συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα: Τα καθάρισε. Πολύ σχολαστικά. Με την ακροδεξιά φρασεολογία του υπ. Προστασίας του Πολίτη να πλαισιώνει το δοκιμασμένο από το 2009 δόγμα της «μηδενικής ανοχής» και την κάπνα των δακρυγόνων που έπνιξαν την πρόσφατη συγκέντρωση απέναντι στην απαγόρευση των διαδηλώσεων.
«Το καθεστώς του κεφαλαίου τρέμει τις επερχόμενες κοινωνικές εκρήξεις και σπεύδει να θωρακιστεί με όρους προληπτικού ταξικού, αντεργατικού-αντικομμουνιστικού πολέμου», λέει στον Ημεροδρόμο ο Δημήτρης Πατέλης, διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας και του Πολυτεχνείου Κρήτης. «Θεσπίζει λοιπόν ως σφόδρα κολάσιμο «ιδιώνυμο» αδίκημα-έγκλημα: την συμμετοχή σε μη εγκεκριμένη (δυνητικά σε κάθε) κινητοποίηση, αλλά και ως «ιδεολογία της βίας», την ίδια την επιστήμη, την κριτική σκέψη και κάθε ιδέα που θέτει εν αμιφιβόλω την ωμή βία της καθημερινής εκμετάλλευσης, καταπίεσης και καταστολής του καθεστώτος του κεφαλαίου, κάθε προοπτική επαναστατικής διεξόδου από τη σήψη».
Ο αδιάκοπος πολλαπλασιασμός των κατασταλτικών μηχανισμών φανερώνει μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική εννοιολόγηση, σε σημείο που μπορούμε δικαιολογημένα να επαναφέρουμε το ερώτημα της Le monde diplomatique πριν μερικά χρόνια, όχι μόνο για το αν οι κοινωνίες μέσα στις οποίες ζούμε, μπορούν ακόμη να χαρακτηρίζονται δημοκρατικές (δεν μπορούν), αλλά, επίσης και πάνω απ’ όλα, αν μπορούν ακόμη να θεωρούνται πολιτικές οι κοινωνίες εντός των οποίων η ιδιότητα του πολίτη περιορίζεται αυστηρά σε ένα απλό «νομικό καθεστώς και στην άσκηση ενός δικαιώματος ψήφου που όλο και περισσότερο προσομοιάζει με σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης».
Επομένως, η μία πλευρά των νεοφιλελεύθερων εγχειριδίων διαχείρισης κρίσεων, από τα οποία ξεπατικώνει ιδέες η κυβέρνηση, επιτάσσει το βορίδειο «το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας». Ως μηχανισμός υπεράσπισης των υφιστάμενων σχέσεων παραγωγής σε καιρό κρίσης. Ένα «υπερόπλο» του κράτους, δηλαδή για την συμμόρφωση και την πειθαρχία του κοινωνικού σώματος.
Η άλλη πλευρά, όμως, στοχεύει στη διαχείριση και τον έλεγχο της αταξίας.
Πριν δέκα χρόνια το προπαγανδιστικό σκέλος της επιβολής της μνημονιακής βαρβαρότητας είχε ως βάση του το «μαζί τα φάγαμε». Σήμερα, έχει την «ατομική ευθύνη». Μια ευθύνη που ξεκινά από την μετατροπή της Υγείας των πολιτών σε αγοραίο είδος και φτάνει ως και τη διαπόμπευση στα τηλεοπτικά πλατό όσων τολμούν να αισθάνονται ακόμη άνθρωποι κι όχι ρινόκεροι. Με την ταμπέλα του «διασαλευτή της κοινωνικοοικονομικής ζωής του τόπου» να έχει αντικαταστήσει αυτήν των «τεντιμπόηδων» του ν. 4.000. Γιατί, δεν φτάνει το κλομπ του ΜΑΤατζή, για να πειστείς ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Πρέπει εσύ ο ίδιος να το πιστέψεις.
Γι’ αυτό το εν λόγω νομοσχέδιο ήρθε τώρα. Ως φόβητρο και ινστρούχτορας μαζί. Μόνο που οι εμπνευστές του ξεχνούν, ότι τα όρια του (κοινοβουλευτικού) αυταρχισμού καθορίζονται πάντα, από την ανοχή αυτών που καταπιέζονται. Και, συνήθως, αυτοί που αποφασίζουν, να επαναφέρουν στο προσκήνιο την… κανονικότητα του κόσμου της εργασίας δεν είναι περιθωριακές ομαδούλες.
ΠΗΓΗ: imerodromos,gr