Tου Βασίλη Αυλωνίτη
¨Μαϊάμι¨ αποκαλούσαν οι Κορίνθιοι μία διαμορφωμένη λωρίδα παραλίας που εκτεινόταν από το τέρμα της οδού Περιάνδρου έως την νοητή προέκταση της Εθν. Αντιστάσεως (τότε Βασ. Κωνσταντίνου) (βλ. σημείο 2 στην φωτο).
Η υψομετρική διαφορά, 2,50 περίπου μέτρων, μεταξύ της πλατείας του Φλοίσβου (και της προέκτασης της προς την Περιάνδρου) και του επιπέδου της θάλασσας και της αμμώδους παραλίας, καλυπτόταν με ένα επικλινή τοιχίο από ημιδιαμορφωμένη πέτρα και αρμούς από τσιμέντο. Ο καλαίσθητος αυτός τοίχος διακοπτόταν σε τρία σημεία από πέτρινες σκάλες, που σε κατέβαζαν στο επίπεδο της παραλίας και την θάλασσα.
Από την μια μεριά και σε βάθος 50 – 60 μέτρων υπήρχε ο μόλος του λιμανιού και δεξιά, προς την μεριά του Αγ, Νικολάου, σε βάθος αντίστοιχο, ο κεντρικός μόλος. Σ’ αυτό το δεξί όριο υπήρχαν ποντισμένοι βράχοι από την άκρη της παραλίας έως το ύψος του ογκόλιθου.
Ο ογκόλιθος (βλ. σημείο 3 στην φωτο) ήταν μια σειρά από τσιμεντένιους κυβόλιθους τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, οι οποίοι συνέδεαν το δεξί άκρο του μόλου με το αριστερό, στην πλευρά του Αναξαγόρα και του λιμανιού. Ο ογκόλιθος είχε σαν ρόλο να σπάει το κύμα και να προστατεύει την παραλία. Το τεχνητό αυτό όριο, μόλις 20 – 30 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εγγυόταν την ήρεμη θάλασσα σε όλη την παραλία.
Στα μορφολογικά στοιχεία της περιοχής θα πρέπει να αναφέρουμε μια σειρά από αθάνατους (σ.σ. κακτώδι φυτά με παχύσαρκα φύλα) φυτεμένους ανά τακτές αποστάσεις στις λωρίδες πρασίνου από σπαθάκι, που διακοσμούσαν την άκρη του επικλινούς τοίχου. Υπήρχαν ακόμη και παγκάκια για όσους ήθελαν να ξεκουραστούν θαυμάζοντας την θέα.
Η ομορφιά αυτής της άκρως επιτυχημένης παρέμβασης ήταν τέτοια, έξω από τα γνωστά ελληνικά και τοπικά δεδομένα, που οι Κορίνθιοι, με το γνωστό χιούμορ τους, έδωσαν άτυπα, το όνομα Μαϊάμι, κατά τα πρότυπα της γνωστής αμερικανικής παραλιακής πόλης. Έτσι έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μας αυτή η παραλία.
Από το Μαϊάμι πέρασαν όλοι. Στην παραλία δεν υπήρχαν, φυσικά ούτε ομπρέλες ούτε ξαπλώστρες κλπ χαρακτηριστικά μιας σημερινής οργανωμένης παραλίας. Αυτή ανήκε σε όλους. Τους καλοκαιρινούς μήνες γινόταν το αδιαχώρητο. Ολόκληρες οικογένειες με τις γιαγιάδες και τα παιδιά απολάμβαναν το μπάνιο τους στα ήσυχα και ριχά νερά. Η διαμόρφωση της παραλίας επέτρεπε σε πολλούς πιτσιρικάδες να μάθουν να κολυμπούν. Το στοίχημα ήταν ποιος θα μπορούσε να φτάσει κολυμπώντας μέχρι τον ογκόλιθο και να γυρίσει πίσω. Ο ογκόλιθος σε όλο σχεδόν το μήκος του ήταν γεμάτος από κόσμο. Οι πολύχρωμες παρέες νέων, με τα παιχνίδια τους, έδιναν ιδιαίτερη ζωή ενώ το θέαμα ήταν πραγματικά απίστευτο. Η πλευρά με τα βραχάκια ανήκε στα παιδιά που σκαρφάλωναν και βουτούσαν στο νερό. Οι μαμάδες φώναζαν από την παραλία. Οι γιαγιάδες έκαναν αμμόλουτρα ή καθόταν στα παγκάκια εποπτεύοντας τον χώρο.
Στο τέρμα του δεξιού μόλου και στο ύψος του ογκόλιθου υπήρχε μία δέστρα για πλοία (βλ. σημείο 4 στην φωτο). Στην σειρά οι πιτσιρικάδες ανέβαιναν σ’ αυτόν τον βατήρα για να κάνουν μια βουτιά. Η βουτιά (με το κεφάλι παρακαλώ) από την δέστρα και το κολύμπι από την άμμο μέχρι τον ογκόλιθο ήταν τα απαραίτητα τέστ, προκειμένου να απονεμηθεί σε κάποιον ο τίτλος του κολυμβητή! Θα έλεγα η συντριπτική πλειοψηφία των νεαρών, τότε, κορίνθιων πέρασε από αυτό το τέστ παρά την σθεναρή άρνηση των μαμάδων. Στιγμές αξέχαστες. Καλοκαίρια αξέχαστα.
Εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε το γεγονός, ότι το Μαϊάμι (αν και παλαιότερη κατασκευή) ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το Τουριστικό(βλ. σημείο 1 στην φωτο). Αποτελούσαν μια ενότητα πολεοδομική, υψηλής στάθμης. Παράδειγμα εφαρμοσμένης αρχιτεκτονικής με απόλυτη κοινωνική αποδοχή και ενσωμάτωση. Και όταν η ενότητα αυτή έσπασε, το Τουριστικό γκρεμίστηκε και το Μαϊάμι θάφτηκε από τόνους τσιμέντου, θάβοντας μαζί του και ένα κομμάτι από την ψυχή μας.
Άξιζε άραγε, κύριοι, τον κόπο;
Και η ερώτηση προκύπτει αβίαστα. Αν υπήρχε ακόμα το Μαϊάμι, ως δημόσια παραλία, ποιος θα τολμούσε να μιλήσει σήμερα με ανόητα musterplan για εμπορικό ή άλλο λιμάνι.
Βασίλης Αυλωνίτης (2011)
¨Μαϊάμι¨ αποκαλούσαν οι Κορίνθιοι μία διαμορφωμένη λωρίδα παραλίας που εκτεινόταν από το τέρμα της οδού Περιάνδρου έως την νοητή προέκταση της Εθν. Αντιστάσεως (τότε Βασ. Κωνσταντίνου) (βλ. σημείο 2 στην φωτο).
Η υψομετρική διαφορά, 2,50 περίπου μέτρων, μεταξύ της πλατείας του Φλοίσβου (και της προέκτασης της προς την Περιάνδρου) και του επιπέδου της θάλασσας και της αμμώδους παραλίας, καλυπτόταν με ένα επικλινή τοιχίο από ημιδιαμορφωμένη πέτρα και αρμούς από τσιμέντο. Ο καλαίσθητος αυτός τοίχος διακοπτόταν σε τρία σημεία από πέτρινες σκάλες, που σε κατέβαζαν στο επίπεδο της παραλίας και την θάλασσα.
Από την μια μεριά και σε βάθος 50 – 60 μέτρων υπήρχε ο μόλος του λιμανιού και δεξιά, προς την μεριά του Αγ, Νικολάου, σε βάθος αντίστοιχο, ο κεντρικός μόλος. Σ’ αυτό το δεξί όριο υπήρχαν ποντισμένοι βράχοι από την άκρη της παραλίας έως το ύψος του ογκόλιθου.
Ο ογκόλιθος (βλ. σημείο 3 στην φωτο) ήταν μια σειρά από τσιμεντένιους κυβόλιθους τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, οι οποίοι συνέδεαν το δεξί άκρο του μόλου με το αριστερό, στην πλευρά του Αναξαγόρα και του λιμανιού. Ο ογκόλιθος είχε σαν ρόλο να σπάει το κύμα και να προστατεύει την παραλία. Το τεχνητό αυτό όριο, μόλις 20 – 30 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας εγγυόταν την ήρεμη θάλασσα σε όλη την παραλία.
Στα μορφολογικά στοιχεία της περιοχής θα πρέπει να αναφέρουμε μια σειρά από αθάνατους (σ.σ. κακτώδι φυτά με παχύσαρκα φύλα) φυτεμένους ανά τακτές αποστάσεις στις λωρίδες πρασίνου από σπαθάκι, που διακοσμούσαν την άκρη του επικλινούς τοίχου. Υπήρχαν ακόμη και παγκάκια για όσους ήθελαν να ξεκουραστούν θαυμάζοντας την θέα.
Η ομορφιά αυτής της άκρως επιτυχημένης παρέμβασης ήταν τέτοια, έξω από τα γνωστά ελληνικά και τοπικά δεδομένα, που οι Κορίνθιοι, με το γνωστό χιούμορ τους, έδωσαν άτυπα, το όνομα Μαϊάμι, κατά τα πρότυπα της γνωστής αμερικανικής παραλιακής πόλης. Έτσι έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μας αυτή η παραλία.
Από το Μαϊάμι πέρασαν όλοι. Στην παραλία δεν υπήρχαν, φυσικά ούτε ομπρέλες ούτε ξαπλώστρες κλπ χαρακτηριστικά μιας σημερινής οργανωμένης παραλίας. Αυτή ανήκε σε όλους. Τους καλοκαιρινούς μήνες γινόταν το αδιαχώρητο. Ολόκληρες οικογένειες με τις γιαγιάδες και τα παιδιά απολάμβαναν το μπάνιο τους στα ήσυχα και ριχά νερά. Η διαμόρφωση της παραλίας επέτρεπε σε πολλούς πιτσιρικάδες να μάθουν να κολυμπούν. Το στοίχημα ήταν ποιος θα μπορούσε να φτάσει κολυμπώντας μέχρι τον ογκόλιθο και να γυρίσει πίσω. Ο ογκόλιθος σε όλο σχεδόν το μήκος του ήταν γεμάτος από κόσμο. Οι πολύχρωμες παρέες νέων, με τα παιχνίδια τους, έδιναν ιδιαίτερη ζωή ενώ το θέαμα ήταν πραγματικά απίστευτο. Η πλευρά με τα βραχάκια ανήκε στα παιδιά που σκαρφάλωναν και βουτούσαν στο νερό. Οι μαμάδες φώναζαν από την παραλία. Οι γιαγιάδες έκαναν αμμόλουτρα ή καθόταν στα παγκάκια εποπτεύοντας τον χώρο.
Στο τέρμα του δεξιού μόλου και στο ύψος του ογκόλιθου υπήρχε μία δέστρα για πλοία (βλ. σημείο 4 στην φωτο). Στην σειρά οι πιτσιρικάδες ανέβαιναν σ’ αυτόν τον βατήρα για να κάνουν μια βουτιά. Η βουτιά (με το κεφάλι παρακαλώ) από την δέστρα και το κολύμπι από την άμμο μέχρι τον ογκόλιθο ήταν τα απαραίτητα τέστ, προκειμένου να απονεμηθεί σε κάποιον ο τίτλος του κολυμβητή! Θα έλεγα η συντριπτική πλειοψηφία των νεαρών, τότε, κορίνθιων πέρασε από αυτό το τέστ παρά την σθεναρή άρνηση των μαμάδων. Στιγμές αξέχαστες. Καλοκαίρια αξέχαστα.
Εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε το γεγονός, ότι το Μαϊάμι (αν και παλαιότερη κατασκευή) ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το Τουριστικό(βλ. σημείο 1 στην φωτο). Αποτελούσαν μια ενότητα πολεοδομική, υψηλής στάθμης. Παράδειγμα εφαρμοσμένης αρχιτεκτονικής με απόλυτη κοινωνική αποδοχή και ενσωμάτωση. Και όταν η ενότητα αυτή έσπασε, το Τουριστικό γκρεμίστηκε και το Μαϊάμι θάφτηκε από τόνους τσιμέντου, θάβοντας μαζί του και ένα κομμάτι από την ψυχή μας.
Άξιζε άραγε, κύριοι, τον κόπο;
Και η ερώτηση προκύπτει αβίαστα. Αν υπήρχε ακόμα το Μαϊάμι, ως δημόσια παραλία, ποιος θα τολμούσε να μιλήσει σήμερα με ανόητα musterplan για εμπορικό ή άλλο λιμάνι.
Βασίλης Αυλωνίτης (2011)