24 Μαΐ 2020

Οι παραστάσεις των παιδικών μου χρόνων


Της Μαρίνας Παπαδοπούλου

Είχα βγάλει ντελάλη -που λέει ο λόγος- στην γειτονιά.
Αύριο το απόγευμα όλοι στην αυλή μας, να δούμε τον ΚΑΡΑΓΚΙΌΖΗ και την ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ.


Έτσι γινόντουσαν τα καλέσματα στις γειτονιές. Ραντεβού με την γειτονιά χωρίς ώρα. Ποιάν ώρα; Από την ώρα πού το έλεγες στον ένα, το ίντερντέτ της γειτονιάς έπαιρνε φωτιά.
Η αυλή μας στο σπίτι το πατρικό ήταν η πιο μεγάλη της γειτονιάς κι είχε και κήπο. 
Δεν χώραγε μόνο την μαρίδα της γειτονιάς μου, αλλά πλάκωνε και το φιλοθεάμον κοινό κι από άλλες γειτονιές. 
Το απόγευμα ήταν μεθερμηνευόμενο στους παιδιάτικους κύκλους, ένα περίπου οκτάωρο. 
Άρχιζε δηλαδή από το μεσημέρι και τελείωνε το βράδυ. 
Η πιτσιρικαρία όμως, έπιανε στασίδι από νωρίς, γιατί όσο πέρναγαν οι ώρες άρχισαν να έρχονται " οι μεγάλοι ".Οι μεγάλοι ήταν οι συμμαθητές κι οι συμμαθήτριες των τριών μεγάλων μου αδελφών και αδελφές και αδελφοί των πιτσιρικάδων. Μία γειτονιά μαγική. 
Το κέρασμα ήταν δωρεάν... 
Έφτιαχνε από το πρωί η μάνα μου κουλουράκια, τηγανίτες πασπαλισμένες με ζάχαρη και κανέλλα και καραμέλες που τις έφτιαχνε μόνη της κι από το τηγάνι τις άπλωνε σ' ένα άσπρο μάρμαρο για να κρυώσουν . Ποτέ δεν κρύωναν, γιατί εμείς τα παιδάκια δεν είχαμε υπομονή και φοβόμασταν μην τελειώσουν. 
Τα αδέλφια μας οι " μεγάλοι " δεν πλησίαζαν γιατί μεγαλώνοντας μάθαιναν τρόπους.

Από τότε εμπέδωσα ότι η Ελευθερία είναι ένα άγριο και συνάμα υπέροχο δικαίωμα στη ζωή. 
Κι αυτό το δικαίωμα το είχαμε μόνο ΕΜΕΊΣ τα παιδιά...
Κι ήρθε η ώρα του θεάματος, της μαγείας.

Η αδελφή μου κι ο μεγάλος μου αδελφός έφεραν το άσπρο σεντόνι(η σκηνή) και το στερέωσαν στην βερυκοκιά που είχε φυτρώσει από κάτι κουκούτσια που είχε πετάξει η αδερφή μου στον κήπο...
Είχε πέσει το σκοτάδι. Η παράσταση άρχιζε.

Οι υπέροχες φιγούρες που είχε ζωγραφίσει ο μεγάλος μου αδελφός άρχισαν να παίζουν το παιχνίδι του Καραγκιόζη, να κουτουλάνε, να πατάει ο ένας τον άλλον ,ο κολυτήρης να ψάχνει τον πατέρα του για να φάει, ο Καραγκιόζης να προσπαθεί να κοροϊδέψει τον πολυχρονεμένο πασά, ο μπάρμπα Γιώργος κι ο Χατζιαβάτης να πέφτουνε κάτω από το ξύλο και η βεζηροπούλα να κάθεται σ' ένα παράθυρο, κάπως όμορφη, κάπως ανέκφραστη και να μην έχει ρόλο εξόν! του καφασωτού παραθύρου του μεγάλου Σεράϊ...

Το έργο ήταν όλο δημιουργία του μεγάλου μου αδελφού, οι πανέμορφες δημιουργίες των συμμετεχόντων δημιουργήματα των χεριών του. 
Οι ιστορίες που κάλυπταν την παράσταση δικές του, όπως και οι φωνές που άλλαζε χρωματισμό δικές του κι αυτές...
Σα να τον ακούω,
- Τί σου είπα να κάνεις ωρέ Χατζιαβάτη; Έλα κοντά να σου δώσω και τούτη και κείνη...
- Πεινάω μπαμπάκο, του φώναζε ο κολυτήρης...

Πάντα θα τις θυμάμαι αυτές τις φωνές του αδερφού μου, αυτό το κέφι που είχε για δημιουργία. Αυτή την αύρα της χαράς για ζωή που τον περιέβαλλε...

Σας το έχω πεί, με την Καραντίνα ξεσκόνισα και τα κουτιά των αναμνήσεων. Και πίσω από ένα πακέτο γράμματα του θείου μου που ήταν στην Αμερική, ξεφύτρωσε διπλωμένη σ'ενα γαλάζιο σεντόνι η ζωγραφιά του ΚΑΡΑΓΚΙΌΖΗ... Την φύλαξε καλά η μάνα μου μαζί με άλλα θυμητήρια...

Τα ωραία χρόνια πέρασαν. Ο αδελφός μου ο Δημήτρης , παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, εγγόνια, κι έγινε Αγιογράφος .
Είναι εκείνος που είναι πίσω από την φωτογραφία στο προφίλ μου. Και ποτέ, μα ποτέ μέχρι σήμερα δεν μπορώ να το χωνέψω ότι έφυγε...
Η παράσταση τελείωσε. Η Αυλαία έπεσε.
Τέλος.