29 Μαΐ 2020

Δικαίωμα!


Σπύρος Γεωργάτος

Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μένος και ο ρεβανσισμός έχουν οδηγήσει σε μια σκοτεινή και επικίνδυνη κατάσταση: όλα τα fora διαλόγου, από την τηλεόραση έως την ολομέλεια της Βουλής, έχουν υποκατασταθεί από μια κακάσχημη απομίμησή τους.


Με τον παραμορφωτικό φακό των ΜΜΕ και τα παραπλανητικά των «ψιθυριστών» και των δημοσκόπων, ο αντιπολιτευτικός λόγος ακυρώνεται πάραυτα, μετατρεπόμενος είτε σε γραφικότητες (π.χ., «λεφτόδεντρο»), είτε σε μικροδιορθώσεις (petty edits) του κυβερνητικού λόγου, που ίσως θα ήταν καλό να ληφθούν υπ’ όψη, αλλά κι αν δεν ληφθούν, δεν πειράζει. 
Εκείνο που διασώζεται από αυτές τις μεταμορφώσεις, είναι μόνο η δημόσια κατακραυγή για θέματα όπως η περίπτωση Δημάκη, τα vouchers των νέων επιστημόνων και τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Στα θέματα αυτά, οι ενεργοί πολίτες και η αντιπολίτευση προέβαλαν πράγματι αξιέπαινη αντίσταση, αξιοποιώντας τα ρήγματα του συστήματος και ανατρέποντας τελικά τις κυβερνητικές ασχημίες. Αλλά, δυστυχώς, μ΄ αυτόν τον «αντάρτικο» και κατά περίπτωση τρόπο δεν αποκαθίσταται ούτε η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών ούτε ο δημοκρατικός διάλογος. 

Ο κυνικός αντίλογος στα παραπάνω είναι γνωστός: καπιταλισμό έχουμε· η πολιτική εξουσία είναι στα χέρια της Δεξιάς· το σύστημα (και κυρίως η ιδεολογία του) κυριαρχεί. Δεν θα περίμενε κανείς κάτι άλλο. Δώρα στην αντιπολίτευση και στις μειοψηφίες δεν γίνονται πουθενά στον κόσμο. Συμβαίνει μάλιστα το ακριβώς αντίθετο: όταν αυτοί που επικρατούν, καταλάβουν τις αδυναμίες του αντιπάλου τους, δεν χαλαρώνουν, αλλά εντείνουν την πίεση μέχρι να συνθλιβεί τελείως η πολιτική του και να εξοβελιστεί ο λόγος του απ’ το προσκήνιο. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταφέρει το αδύνατο, χωρίς να καταφύγει (τυπικά τουλάχιστον) στον ορμπανισμό. 
Πρώτον, νομιμοποίησε τον πολιτικό καιροσκοπισμό, προσεταιριζόμενος (αυτός, ο φιλελεύθερος par excellence) τους ακροδεξιούς του κόμματός του, τους «μακεδονομάχους» και την εκκλησία. Κανένα πρόβλημα για τα ΜΜΕ και τους «μετριοπαθείς» της Νέας Δημοκρατίας· το κεντροδεξιό προφίλ του δεν αμφισβητείται από κανέναν. 
Δεύτερον, προχώρησε με ταχύτατο ρυθμό στην αποκατάσταση των ημετέρων αναγορεύοντας αυτή την πρακτική σε σταθερά του «επιτελικού κράτους».  (Τί ντροπή για τα τέως στελέχη του Ποταμιού που τώρα σφυρίζουν αδιάφορα.) 
Τρίτον, από τη θέση του πρωθυπουργού, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τους τεχνοκράτες και τις προσωπικότητες που προέρχονται από τον κεντρώο χώρο, για να οικοδομήσει ένα προστατευτικό κέλυφος, που απορροφά εν τη γενέσει τους πολιτικούς κραδασμούς. Τίποτε δεν περιγράφει πιο καλά αυτή τη μεθόδευση από την πονηρή επιλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου για την προεδρία της Δημοκρατίας και την αριστοτεχνική αξιοποίηση του Σωτήρη Τσιόδρα στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης. Η Νέα Δημοκρατία καταλαβαίνει (και χρησιμοποιεί) την ανθρώπινη ματαιοδοξία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.

Η πολιτική ελευθεριότητα που χαρακτηρίζει τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν είναι φιλελευθερισμός. Είναι μια πολιτικά αθέμιτη (unfair) στάση, που αντανακλά και αντανακλάται στη λειτουργία των ΜΜΕ. Παλαιότερα, τα Μέσα ήταν πιο συγκρατημένα (και πιο αξιόπιστα), γιατί αυτό επέβαλαν οι άγραφοι κανόνες και το πολιτικό ανάστημα των ιθυνόντων στην κυβέρνηση. Υπήρχε τσίπα. Η κατάσταση εκτροχιάστηκε με τον «αυριανισμό» και κυρίως με όσα ακολούθησαν στην εποχή Σημίτη, όπου τα όρια ανάμεσα στην κυβερνητική πολιτική, τη δημοσιογραφία και τα ιδεολογήματα του εύκολου κέρδους, που διακινούσαν οι παρατρεχάμενοι και τα «νέα τζάκια», έγιναν δυσδιάκριτα. Σήμερα ζούμε μια παραφθορά ακόμα κι αυτής της απίθανης κατάστασης που δημιουργήθηκε επί ΠΑΣΟΚ. Κι έτσι, μπορεί τώρα ο γνωστός ευθυμογράφος, που υποδύεται τον δημοσιογράφο, να λοιδορεί ελεύθερα τον τέως πρωθυπουργό και να προσβάλει δημόσια την πρόεδρο του ΚΙΝ.ΑΛ., χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί σε κανέναν.

Η αντικειμενική παρουσίαση των εναλλακτικών προτάσεων για την κοινωνική πολιτική και την οικονομία είναι βασικό ζήτημα για μια Δημοκρατία. Αλλά δεν είναι το μόνο, ούτε το κυριότερο. 
Το πιο σημαντικό έλλειμμα, που προκύπτει από τη απολογητική (για να μην πω στρατευμένη) λειτουργία του έντυπων και ηλεκτρονικών Μέσων, είναι η έλλειψη αντικειμενικής πληροφόρησης και η παραμόρφωση της  πραγματικότητας. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η παρουσίαση του νέου «σχεδίου Μάρσαλ», που εισηγείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. 

Ακόμα κι οι μη εξοικειωμένοι με τα διαβούλια των Βρυξελλών καταλαβαίνουν με την πρώτη ματιά, ότι το εντυπωσιακό ποσόν των 32 δις που υπόσχεται στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (22 δις σε επιδοτήσεις και 9,5 δις σε δάνεια) είναι ένα προκάλυμμα. Στα ψιλά γράμματα αυτής της πρότασης βρίσκεται η παράλληλη (και πιθανότατα αναγκαστική) απορρόφηση των επιδοτήσεων μαζί με τα δάνεια, δηλαδή η υιοθέτηση όρων και προϋποθέσεων (conditionalities) που κατατείνουν σε μια περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Τυπικά έχουμε απαλλαγεί από τα μνημόνια· πλην όμως, κουμάντο θα κάνουν και πάλι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους κι ο Πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδος, σε αγαστή συνεργασία με τις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη.

Αυτό το άκρως επικίνδυνο ενδεχόμενο δεν σχολιάζεται και δεν αξιολογείται από τα φιλοκυβερνητικά Μέσα, που δοξολογούν, παρουσιάζοντας την κατάσταση ιδανική. Εν τω μεταξύ, ευσχήμως αποσιωπάται και ένα  άλλο στοιχείο, που έκανε εντύπωση από την αρχή: ότι το νέο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνοδεύεται από πρόνοιες νέων φόρων στις εκπομπές άνθρακα (βλέπε τέλη κυκλοφορίας) και στις ψηφιακές τεχνολογίες. 
Η «πράσινη οικονομία» για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: εξαγωγές ηλεκτρικών αυτοκινήτων, πωλήσεις υλικών για εναλλακτικές πηγές ενέργειας  και προμήθειες εξοπλισμού «επόμενης γενεάς» από τις χώρες του Βορρά στον Νότο, δηλαδή έμμεση επιστροφή όσων διατέθηκαν και μάλιστα μ’ ένα ευχαριστήριο. Οι πλούσιες χώρες κερδοσκοπούν εις βάρος των φτωχών, καθώς το σύστημα προσαρμόζεται, τελειοποιείται, εμπεδώνεται. Το «μένουμε Ευρώπη» γίνεται πλέον το ισοδύναμο μιας δήλωσης μετανοίας, που επίσης διαβεβαιώνει, ότι «μένουμε σπίτι» και -κυρίως- ότι «μένουμε ήσυχοι».

Ποια εργαλεία διαθέτει η Αριστερά, για να αντιμετωπίσει την επικοινωνιακή απομόνωση και την παραφθορά του πολιτικού της λόγου που τείνουν να γίνουν κανόνας; Το εξής ένα: τη διεύρυνση του διαλόγου στη βάση (του πραγματικού διαλόγου, στην πραγματική βάση, για τα πραγματικά επίδικα). Αν αυτό ακούγεται πολύ γενικό ή πολύ λίγο για τις περιστάσεις, φοβάμαι, ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ισχύει το «έχουμε καπιταλισμό»· καιρός να (ξανα)ακουστεί και το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».  

Για να καρποφορήσουν, οι παραγωγικές αντιπροτάσεις της αντιπολίτευσης χρειάζονται ένα περίγραμμα, που θα δίνει συγκεκριμένη μορφή στις επιμέρους επεξεργασίες, αναβιβάζοντας τον λόγο της σε πολιτικό πρόσταγμα. 
Το 1981 το περίγραμμα αυτό ήταν η «Αλλαγή!» και το 2014 η «Ανατροπή!».  Τώρα θα πρέπει ίσως να πούμε «Δικαίωμα!». Δικαίωμα στη Ζωή και στην Ευτυχία. Τίποτα λιγότερο.


ΠΗΓΗ: tvxs.gr