Νίκος Ξυδάκης
Ίσως ακουστώ υπερβολικός, αλλά δεν βλέπω τον Τζόκερ ως µεµονωµένο φαρσικό επεισόδιο. Βλέπω µια ολόκληρη σκοτεινή τράπουλα να µοιράζεται κωµικοτραγικά, σαν µαύρη φάρσα.
Βλέπω ασφαλώς πρώτα πρώτα τις µπούκες Αστυνοµίας και κυριών του Πολιτισµού στις κινηµατογραφικές αίθουσες προς άγραν...
παράνοµων ανηλίκων, βλέπω τις διυπουργικές παλινωδίες, τα ρουφιανιλίκια, τις αυτοδιαψεύσεις, την αυτογελοιοποίηση.
Αλλά βλέπω και πόσο αδιάβροχο είναι αυτό το φαιό σύστηµα στη γελοιοποίηση, προσώρας τουλάχιστον, και πόσο σταθερά επιρρεπές στην υπονόµευση του ορθού λόγου, και πόσο αποτελεσµατικό στην επιµόλυνση του δηµόσιου χώρου µε κατινιά.
Κυρίως, όµως, βλέπω το φιάσκο Τζόκερ ως σύµπτωµα ενός αναδυόµενου πουριτανισµού και µιας συντηρητικής αναδίπλωσης, τέτοια που δεν είχαµε δει µες στην κορύφωση της κρίσης. To βλέπω σε συνδυασµό µε ορισµένα ταυτόχρονα συµβάντα και την υποδοχή τους: την προληπτική λογοκρισία µιας αθώας αφίσας του Θεατρικού Φεστιβάλ Ερασιτεχνικών Θεάτρων· την οργίλη αντίδραση των κατοίκων Βρασνών Θεσσαλονίκης κατά της εγκατάστασης προσφύγων σε ξενοδοχεία της περιοχής, µαζί µε την ανατριχιαστική δήλωση ότι οι κάτοικοι Βρασνών είναι «γηγενείς», όχι µιαροί πρόσφυγες από τη Μικρασία, τον Πόντο ή την Ανατολική Ρωµυλία.
Το βλέπω σε συνδυασµό µε τη ρουτινιάρικη αποδοχή του πνιγµού του τρίχρονου παιδιού στο Αιγαίο, µε τη βεβιασµένη προσαγωγή της χαροκαµένης µάνας του από το νοσοκοµείο στις υπηρεσίες διακρίβωσης· το βλέπω σε συνδυασµό µε τους δεκάρικους κυβερνητικών για λαθροµετανάστες-που-δεν-είναι-πρόσφυγες, τα βλέπω όλα αυτά κι άλλα τόσα σε συνδυασµό µε την αποχαλινωµένη, απενοχοποιηµένη γλώσσα νεοσυντηρητικών και νεοδεξιών που τρολάρουν το σύµπαν και αυτοτρολάρονται από την ηχηρή σιωπή των φιλελεύθερων και των ισαποστάκηδων του «αλλά»: των «ναι µεν, αλλά» και των «εγώ δεν είµαι ρατσιστής, αλλά...».
Τα βλέπω, µάλλον τα νιώθω σωµατικά, στον αέρα που αναπνέουµε, σαν αντιδράσεις ανθρώπων ενδεών, έµφοβων, µε παράλυτη σκέψη από το παρατεταµένο σοκ της κρίσης, της πτώχευσης, του κλονισµού, της ανάγκης.
∆εν θα τους πω συλλήβδην σκοταδόψυχους και φασίστες, όχι. Ανθρωποι πλάι µας είναι, που έχασαν τις µικροβεβαιότητές τους, έχασαν την περιβόητη κανονικότητα της Ισχυράς Ελλάδος, που τους ηµιπεριελάµβανε µε µια δανειοκάρτα και τώρα λαχταρούν µια κανονικότητα που θα τους ξαναχωρέσει στην αγκάλη της, µια ισχυρή κοινότητα αίµατος που θα µοιράζει απλόχερα συνανήκειν, ταυτότητα, ίσως και στολές και δάδες – ας είναι λοιπόν και µια κανονικότητα φόβου και µίσους, κανονικότητα ρουφιανιάς, υποταγής, καθολικών απαγορεύσεων, γενικευµένης χειραγώγησης.
Τα βλέπω όλα αυτά τις µέρες που συντρίβεται ηθικά και ανθρωπολογικά το ναζιστικό µόρφωµα της Χρυσής Αυγής στα δικαστήρια.
∆είλαια ανθρωπάκια, µπράβοι, υπεξαιρετές και προγλωσσικοί φραγκοφονιάδες που αλληλοκαρφώνονται. ∆εν προλαβαίνω να χαρώ. Γιατί βλέπω τον σπόρο του ναζιστικού µίσους να βυθίζεται προσώρας, αλλά να µην ξεραίνεται, να βυθίζεται στην ιλύ της µεταδηµοκρατίας, της αδιαφορίας και της κόπωσης, στην ιλύ του αταβισµού και της νεοδεξιάς ανάκαµψης: κοίταζε τη δουλίτσα σου (αν έχεις), µην εµπιστεύεσαι τον διπλανό σου, κανείς δεν είναι ίσος µε εσένα, φοβού τον ισχυρό, πάτα στον λαιµό τον αδύναµο, θαύµαζε τους πρίγκιπες του πλούτου, µάζευε την καταφρόνια που λούζεσαι και σκόρπα την ολούθε, σκόρπα όλο το µίσος σου στον ξένο, τον άλλο, τον κατατρεγµένο, τον ανήµπορο.
Αναλογίζοµαι: περάσαµε κοντά µία δεκαετία µέσα από µια ιστορική δοκιµασία και δεν αποθηριωθήκαµε σαν κοινωνία. Βαστήξαµε. Με απώλειες, αιµορραγούντες ακόµη, αλλά βαστήξαµε απέναντι στη φτώχεια και την ξενηλασία. Τώρα ίσως χαράζουν κάποιες ευνοϊκότερες υλικές δυνατότητες.
Τώρα, λοιπόν, φτιάχνουµε τη νέα κανονικότητα της απανθρωπιάς; ∆εν σκέφτοµαι καν, ριγώ.
ΠΗΓΗ: Έθνος