Φοίβος Γκικόπουλος
Αν, όπως συνήθως λέγεται, περισσότερο από τη γραμματική αξίζει η πρακτική, η γνώση, η σύγκριση, δεν χωρά αμφιβολία, ότι η πράξη του να γράφεις, είναι στενά συνδεδεμένη με την πράξη της ανάγνωσης: μέσω της οποίας συγγραφέας και αναγνώστης καταλήγουν στο να...
ανταλλάσσουν τις σκέψεις τους και τις επιθυμίες τους.
Κάποιος που γράφει είναι άξιος εκτίμησης∙ αλλά, όχι και σπάνια, κάποιος που διαβάζει, αξίζει τα διπλά. Και πρόσεξε καλά: το να διαβάζεις δεν είναι σίγουρο, ότι είναι πιο εύκολο από το να γράφεις.
Το να διαβάζεις από πάθος, επιθυμία έρευνας και ανακάλυψης, ως ευχαρίστηση να βρεις νέες αισθήσεις και εντυπώσεις, δεν είναι καθόλου λιγότερο από την ίδια τη ζωή, το γνωστικό ντεπόζιτο και μια βάση για κάθε πράξη γραφής. Γι’ αυτό, διάβαζε κατά τρόπο «ενεργό», δηλαδή με κριτική σκέψη και διαλεκτική ανάλυση (ψάχνοντας να μορφοποιείς τις διαβαθμίσεις των λέξεων, των φράσεων, των παραγράφων κι ολόκληρη τη δομή ενός κειμένου), όχι μόνο τους κλασικούς και τους σύγχρονους αλλά κι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, ένα κόμικ ποιότητας κι αυτές ακόμη τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Δεν υπάρχει η λεγόμενη ανάγνωση απόδρασης. Γιατί δεν μπορείς να αποδράσεις από τον εαυτό σου…
Έναν πρωτότυπο τρόπο ανάγνωσης προτείνει, στο περιοδικό «Edison Square» το Γενάρη του 2004, ο Amilcare Di Francesco, βιβλιοπώλης, συνεργάτης του εκδοτικού οίκου Feltrinelli, υπεύθυνος του βιβλιοπωλείου Edison της Φλωρεντίας: «Εγώ τα βιβλία τα αγάπησα πάρα πολύ. Πράγματι, δεν τέλειωσα ποτέ ούτε ένα, γιατί δεν θα άντεχα ποτέ να τα βάλω στην άκρη και έτσι να τα ξεχάσω. Πάντα έφτανα μερικές σελίδες πριν από το τέλος, μία ή δύο ίσως, για να τ’ αφήσω εκεί, δίπλα μου, που θα μπορούσαν να συνεχίζουν να με συντροφεύουν και να με περιμένουν, ενώ θ’ άρχιζα να διαβάζω κάποιο άλλο και κάποιο άλλο ακόμη».
Δεν υπάρχει συγγραφέας, που να μην είναι, πρώτα απ’ όλα, μανιώδης αναγνώστης. Τότε, το να διαβάζεις (που είναι πάντα κερδισμένος χρόνος, γιατί αφαιρείται από τον «χαμένο χρόνο» της άκριτης ασυνειδησίας) είναι μια παράλληλη εξάσκηση, γιατί είναι απαραίτητη για τη συγγραφή.
Πότε αντιλαμβάνεσαι, ότι η ανάγνωση έχει μια στενή σχέση με την συγγραφή; Όταν, διαβάζοντας προσεκτικά μια φράση, σου έρχεται σχεδόν αυθόρμητα να διορθώσεις τη φόρμα της, για να ξεκαθαρίσεις καλύτερα το νόημά της.
Βέβαια, το διάβασμα δεν πρέπει να είναι μια υποχρέωση.
Το διάβασμα είναι ένα δικαίωμα, θα τολμούσαμε να πούμε, «ανθρώπινο». Περισσότερο απλά, είναι μια προϋπόθεση κάθε ατόμου, που μπορεί, αν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για την αγορά ενός βιβλίου, να χρησιμοποιήσει τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Οι οποίες, κυρίως αυτές, έχουν την υποχρέωση να βρίσκονται στη διάθεση του κάθε αναγνώστη: φυσικά χωρίς να τον απομακρύνουν μέσα από γραφειοκρατικές συμπληγάδες. Αυτές οι συμπληγάδες είναι μια πληγή, που μπορούμε να αποφύγουμε αν ξοδέψουμε κάτι (τελικά, πολύ λιγότερα από το να πάμε διακοπές), για να δημιουργήσουμε μια προσωπική βιβλιοθήκη, που δεν θα είναι μια συλλογή από χάρτινα αντικείμενα, για βιβλιόφιλους που θαυμάζουν τα περίτεχνα εξώφυλλα και τα δερμάτινα δεσίματα, αλλά εργαλεία δουλειάς και διαλόγου με ζωντανούς συνομιλητές. Ο ιστορικός Τόμας Καρλάιλ (1795-1881) γράφει στους «Ήρωες» ότι: «Το πραγματικό πανεπιστήμιο σήμερα είναι μια καλή συλλογή από βιβλία». Από ένα βιβλίο πρόσεξε να διαλέγεις πάντα όχι τις πρώτες αλλά τις τελευταίες εκδόσεις: είναι περισσότερο ενημερωμένες, πιο οικονομικές και δεν έχουν τα λάθη και τις αβλεψίες των πρώτων.
Αν το διάβασμα είναι ένα δικαίωμα, όπως είναι και το μη διάβασμα, το γράψιμο είναι ένα δικαίωμα, αλλά δεν αποτελεί καθήκον. Αλλά αν το γράψιμο δεν στο επιβάλλει ο γιατρός, το διάβασμα (ακόμη κι αυτό που δεν σε ενθουσιάζει) ποτέ δεν βλάπτει την υγεία σου.
Φυσικά, διαβάζοντας δεν σημαίνει, ότι μαθαίνεις και να γράφεις: διαβάζεις για την ευχαρίστηση, να διαβάζεις και γράφεις για την ευχαρίστηση να γράφεις… «Διαβάζετε για να ζείτε» έλεγε ο Φλομπέρ…
Για μια ειδική, και ευπρόσδεκτη αλχημεία, μπορεί να συμβεί ότι μια καλή ανάγνωση ερεθίζει την όρεξη να γράψεις και η γραφή, από την άλλη, να διαβάσεις (θυμήσου το σκύλο που πασχίζει, στριφογυρίζοντας, να δαγκώσει την ουρά του).
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο πράξεις υπάρχει παραγωγική οικειότητα σκέψεων και ιδεών, που διασταυρώνονται και εισβάλλουν η μία στην άλλη και αμοιβαία ενδυναμώνουν.
Ο Προυστ ισχυρίζεται, ότι από τη φιλία με τους ανθρώπους προτιμά τη φιλία με τα βιβλία: γιατί μ’ αυτά δεν υπάρχει ο κίνδυνος απροόπτων. Εξάλλου δεν είσαι εσύ που πρέπει ν’ αρέσεις σ’ εκείνα, αλλά εκείνα σ’ εσένα. Επέλεξε λοιπόν καλά. Περισσότερο από ένα όμορφο έπιπλο, είναι η παρουσία τους που κάνει το σπίτι κατάλληλο για κατοίκηση.
Ένα σπίτι «άδειο», δηλαδή χωρίς βιβλία; Ένα σπίτι σαν ένα άδειο μυαλό.
*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ