του Μάνου Μανουσάκη
Η πρώτη σύνοδος ηγετών της ΕΕ μετά το Brexit έλαβε χώρα στην Μπρατισλάβα πριν ένα μήνα, στις 16 Σεπτεμβρίου. Η«διακήρυξη της Μπρατισλάβα» ανέδειξε ως πρώτες προτεραιότητες για την ΕΕ το κλείσιμο των συνόρων, την σκλήρυνση της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας & τη...
δημιουργία κοινού σχεδίου για την άμυνα και την ασφάλεια.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης εμφανίστηκε μόνο ως τελευταίος στόχος, και ως τρόπος αντιμετώπισης προτάθηκε μόνο η ενίσχυση της εμπορικής ενοποίησης της ΕΕ. Η γενικόλογη και χωρίς ουσία αναφορά στους νέους στην τελευταία φράση του κειμένου εντείνει την αλγεινή εντύπωση, που προκαλεί το κείμενο στο σύνολο του. Σύμφωνα με τον Ιταλό πρωθυπουργό, η σύνοδος αυτή ήταν μια χαμένη ευκαιρία για την ΕΕ, «μια συζήτηση για τα σημεία στίξης».
Η συντριπτική πλειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ ανήκει στο πολιτικό στρατόπεδο που υπερασπίζεται τη συνεχή λιτότητα ως μόνο έγκυρο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Το στρατόπεδο αυτό όμως στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών σε όλα τα κράτη της ΕΕ έχει πλέον καταποντιστεί, παρά το ότι κερδίζει ακόμη στα σημεία των συνόδων και των συμβουλίων της ΕΕ. Δύο στρατόπεδα αναδύονται σήμερα από τις στάχτες του παλιού πολιτικού σκηνικού και αυτά θα ορίσουν το νέο πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη για τα επόμενα χρόνια.Το ένα στρατόπεδο μάχεται τη λιτότητα και υπερασπίζεται τη δημοκρατία, δεν έχει όμως αναπτύξει ακόμη συγκεκριμένο εναλλακτικό πρόγραμμα απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό.Το άλλο είναι το στρατόπεδο της φασίζουσας ξενοφοβικής δεξιάς, η οποία είτε εμφανίζεται ως νέα πολιτική δύναμη, είτε προκύπτει από μεταμφίεση της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Το «μαύρο» αυτό στρατόπεδο προσπαθεί να πείσει τα πιο πληγωμένα κομμάτια της κοινωνίας, ότι για όλα τα δεινά τους ευθύνονται οι πρόσφυγες και γενικότερα οι μετανάστες και όχι η μόνιμη λιτότητα.
Η κοινή ανακοίνωση της συνόδου της Μπρατισλάβα αναδεικνύει έναν αγώνα δρόμου ανάμεσα στα δύο αυτά στρατόπεδα, στον οποίο συμμετέχουμε όλοι μας ως πολίτες της ΕΕ, είτε θέλουμε, είτε όχι. Προς το παρόν, δυστυχώς για όλους μας, όπως προκύπτει σαφώς από το κείμενο της διακήρυξης, προηγείται το στρατόπεδο του εκφασισμού της Ευρώπης, καθώς οι ηγέτες της λιτότητας ενστερνίζονται τις βασικές πολιτικές του θέσεις. Ο αγώνας όμως δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ο πολιτικός και κοινωνικός αυτός αγώνας διεξάγεται σε πολλαπλά επίπεδα, και στα πολιτικά όργανα της ΕΕ, και μέσα σε κάθε κράτος της ΕΕ. Τους τελευταίους μήνες λόγω της πολιτικής αποτυχίας του στρατοπέδου της λιτότητας και της πίεσης που ασκείται στο στρατόπεδο αυτό από το ακροδεξιό/νεοφασιστικό μέτωπο της Ευρώπης, η έκφανση της πολιτικής σύγκρουσης, που λαμβάνει χώρα μέσα σε κάθε κράτος, τείνει να αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική σημασία, από τις συγκρούσεις και τις ζυμώσεις που λαμβάνουν χώρα στο επίπεδο των οργάνων της ΕΕ. Όπως δείχνουν οι εξελίξεις στη Βρετανία, την Ισπανία και την Ιταλία, η κατάληξη της μάχης στις εθνικές πολιτικές σκηνές θα έχει μεγάλο βάρος στη διαμόρφωση των διεθνών συσχετισμών. Επίσης, οι επερχόμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία θα ενισχύσουν την τάση της «εθνικής αναδίπλωσης» μεσοπρόθεσμα.
Μέρος αυτού του αγώνα δρόμου ανάμεσα στην επέλαση ενός φασισμού νέου τύπου και στο τέλος της λιτότητας είναι και η εξέλιξη του «ελληνικού ζητήματος». Η Ελλάδα έχει πάψει να αποτελεί την μετωνυμία για την κρίση στο διεθνή τύπο μετά την συνθηκολόγηση του καλοκαιριού του 2015. Όμως, όπως πρώτη από όλους η κυβέρνηση γνωρίζει, η ηρεμία είναι φαινομενική. Ήδη διαφαίνεται, ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2017 είναι οριακά βιώσιμο από οικονομική και πολιτική άποψη. Η συμφωνία όμως εμπεριέχει το πλεόνασμα 3,5% του 2018, και ακόμη χειρότερα, τη δημοσιονομική αβεβαιότητα για τη συνέχεια, στοιχεία τα οποία υπονομεύουν, αν όχι ναρκοθετούν, την πολιτική βιωσιμότητά της.
Ο αγώνας δρόμου που διεξάγεται την τρέχουσα περίοδο στην Ελλάδα αφορά, το αν θα προλάβει η κυβέρνηση α) να πετύχει σαφή οδικό χάρτη μείωσης των πλεονασμάτων και άρα της λιτότητας που επιβάλλεται μέσω αυτών και β) να δώσει στην κοινωνία το σήμα, ότι πράγματι μάχεται το παλιό σύστημα και είναι διατεθειμένη να κάνει τις απαραίτητες τομές, ώστε, όταν αποκτήσει η χώρα ξανά την εθνική της κυριαρχία (δηλαδή όταν θα δανείζεται από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου), η κοινωνία να είναι πιο δίκαια και πιο δημοκρατικά οργανωμένη.
Η πρώτη έκφανση του ελληνικού αγώνα δρόμου εξαρτάται περισσότερο από τη λεγόμενη «σύγκρουση των βουβαλιών, Γερμανίας και ΗΠΑ, στο βάλτο». Ακόμη και αν η Γερμανία επικρατήσει ξανά, η νίκη της θα είναι πύρρειος, καθώς θα αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο η πολιτική εικόνα της ΕΕ στα μάτια των διεθνών αγορών, οι οποίες θα σιγουρευτούν πλέον, ότι δεν υπάρχει πραγματική διάθεση σωτηρίας της ΕΕ από την πλευρά της Γερμανίας. Η μεταβολή των συσχετισμών από τον Ιούνιο του 2016 δημιουργεί μια πιθανότητα υποχώρησης της Γερμανίας για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους. Το σαθρό επιχείρημα του «ηθικού κινδύνου» για την επιβολή του σκληρού συνδυασμού λιτότητας-χρέους στρέφεται πλέον ανοικτά ενάντια στη Γερμανία, ακόμη και από τον πρώην σύμμαχο της Α. Μέρκελ, πρωθυπουργό της Ιταλίας, ο οποίος υπενθυμίζει, ότι η Γερμανία επίσης δεν τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες και καταθέτει προϋπολογισμό για το 2017, ο οποίος παραβιάζει ανοικτά το σύμφωνο σταθερότητας. Η ρητορική του Ρέντσι το τελευταίο διάστημα δείχνει, ότι σήμερα, σε αντίθεση με το 2015, έχει δημιουργηθεί χώρος για τα επιχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στη λιτότητα και ότι η πιθανότητα υποχώρησης των δανειστών από τα ακραία μέτρα λιτότητας, που απαιτούν για τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, δεν είναι πλέον μηδαμινή.
Η δεύτερη έκφανση του αγώνα δρόμου όμως είναι σήμερα πολιτικά εξίσου σημαντική με την εξέλιξη του δημοσιονομικού ζητήματος της Ελλάδας, γιατί συνδέεται με το μεγάλο αγώνα ανάμεσα στον εξελισσόμενο εκφασισμό και την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Ο κίνδυνος που προκύπτει από την εφαρμογή του 3ου μνημνονίου από μια κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συμβαίνει ταυτόχρονα με την αύξηση των προσφυγικών ροών, είναι η συνολική απαξίωση της πολιτικής σκηνής και η στροφή μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας προς το φασισμό. Η έντιμη προσπάθεια για δικαιότερη κατανομή των βαρών που επωμίζεται η πλειοψηφία της κοινωνίας από τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα του 3ου μνημονίου, δεν είναι αρκετή για να ξεπεραστεί ο κίνδυνος αυτός. Ο εξαναγκασμός των καναλαρχών να πληρώσουν, για να έχουν άδεια εκπομπής, επίσης δεν είναι αρκετός.
Η ελληνική κοινωνία αναμένει την υλοποίηση του συνθήματος «ξεμπερδεύουμε με το παλιό, κερδίζουμε το αύριο», με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, στο επίπεδο των μεταρρυθμίσεων και των καθημερινών σχέσεων των πολιτών με τις κρατικές δομές. Οι πολίτες αναμένουν τη δημιουργία ενός νέου τύπου κράτους, το οποίο δε θα μοιάζει σε τίποτα με το αλαζονικό, αυταρχικό και εσωστρεφές κράτος που παρέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ.Το πραγματικό τέλος του παλιού δεν είναι άλλο από το τέλος της διακυβέρνησης της δοσοληψίας και των προσωπικών εξαρτήσεων, και η απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας από την απαρχαιωμένη, φεουδαρχικού τύπου σχέση κράτους-πολίτη που επικρατεί ακόμη σήμερα.
Αυτό το ζήτημα θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό, τον αγώνα δρόμου που διεξάγεται στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα στον εκδημοκρατισμό και τον εκφασισμό νέου τύπου. Αν το κράτος παραμείνει ως έχει, η παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος, με πολύ πιο άγρια, ακροδεξιά χαρακτηριστικά είναι πλέον πιθανή. Ο πολιτικός χρόνος είναι περιορισμένος και το κρίσιμο σταυροδρόμι, σχετικά με το σήμα που θα δοθεί στην κοινωνία, είναι πολύ κοντά.
ΠΗΓΗ: thepressproject.gr