Του Βασίλη Ξυδιά
Η ανάγκη ακόμα πιο ευρηματικών κινημάτων σε μια όλο και πιο σύνθετη περίοδο
Μπροστά στο ισχυρό ενδεχόμενο ενός νέου αγωνιστικού ξυπνήματος της κοινωνίας ή...
τμημάτων της, το μεγάλο ερωτηματικό είναι η πολιτική Aριστερά· η Aριστερά ως φορέας πολιτικής εκπροσώπησης των αγώνων και ως ηγετική δύναμη διεξόδου για την κοινωνία συνολικά. Μια τέτοια Aριστερά, ικανή να παίξει αυτόν τον ρόλο, όχι μόνο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή, αλλά και δεν φαίνεται να μπορεί να αναδειχθεί στο άμεσο μέλλον.
Για τον νέο ΣΥΡΙΖΑ δεν συζητάμε. Αυτός έχει να τραβήξει το δικό του ευχάριστο μαρτύριο, ανακαλύπτοντας, μέρα με τη μέρα, την κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας. Όμως και η άλλη πλευρά της Aριστεράς βρίσκεται πολύ μακριά απ’ αυτό που απαιτούν οι καταστάσεις. Θα ήταν πολύ εύκολο, αλλά και πολύ στενάχωρο, να αρχίσουμε να απαριθμούμε τα χαρακτηριστικά της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς που την καθιστούν πολιτικά ανεπαρκή.
Ίσως, το πιο θλιβερό είναι, όταν διαπιστώνει κανείς, πως το κομμάτι της Αριστεράς που ενδιαφερόταν πραγματικά να ηγηθεί πολιτικά της κοινωνίας είναι τελικώς αυτό που παραδόθηκε στον αντίπαλο και που έχει πλέον ενσωματωθεί στις κρατικές δομές· ενώ η άλλη Αριστερά, αυτή που δεν παραδόθηκε, αποτελεί ένα σύμφυρμα από αποκλίνουσες συνιστώσες, που στην πλειοψηφία τους ούτε θέλησαν ποτέ, ούτε ήταν σε θέση να λειτουργήσουν ηγετικά οδηγώντας την «υπαρκτή» ελληνική κοινωνία έξω από την κρίση.
Οι δύο όψεις
Από την άποψη αυτή φαίνεται πως και οι δύο πλευρές που λειτούργησαν ως αντίπαλοι πόλοι στον ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα, δεν ήταν παρά οι δύο αντιθετικές όψεις του ίδιου κατά βάση φαινομένου: της αδυναμίας της συγκεκριμένης Αριστεράς -τόσο στη «δεξιά» όσο και στην «αριστερή» εκδοχή της- να διανοηθεί άλλο είδος διακυβέρνησης από τη συστημική ενσωμάτωση. Και οι μεν αναδέχθηκαν τελικώς το βαρύ φορτίο, οι δε άρχισαν να σφυρίζουν κλέφτικα, νομίζοντας ότι μπορούν να αποκτήσουν πολιτική υπόσταση απλώς καταγγέλλοντας τους πρώτους.
Τι θα μπορούσε να υπάρξει πέρα απ’ όλα αυτά, και με ποιο τρόπο; Δεν είναι ζήτημα προγραμμάτων, αξόνων και κατευθύνσεων. Τα έχουμε πει αυτά: δημοκρατία, παραγωγική ανασυγκρότηση, διεθνής αναπροσανατολισμός της χώρας κ.λπ. Όμως, η «υπαρκτή» αντιμνημονιακή Αριστερά δεν έχει πλησιάσει σ’ αυτά τα ζητήματα ούτε κατά ένα χιλιοστό. Κουβέντες ακούγονται από δω κι από κει για «μεταβατικά προγράμματα», αλλά με όρους ενός επαναστατικού παλαιοημερολογητισμού (άλλοτε τροτσκιστικού κι άλλοτε σταλινικού) χωρίς καμία γείωση στο παρόν και στην αυθεντική δυναμική του.
Για το θέμα της δημοκρατίας, για παράδειγμα, πέρα από την καταγγελία του μεταδημοκρατικού αυταρχισμού, καμιά άμεση δυνατότητα και κανένας προβληματισμός δεν υπάρχει για περισσότερη και πιο ουσιαστική δημοκρατία εδώ και τώρα, είτε μέσα από θεσμούς και διαδικασίες πολιτικής συμμετοχής, είτε μέσα από τον δημοκρατικό έλεγχο του κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου.
Το ίδιο ισχύει και για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Παραδέρνει ανάμεσα στη σκύλλα του κρατισμού και στη χάρυβδη του περιθωριακού νεοεποχήτικου εναλλακτισμού. Καμία συγκεκριμένη ελπίδα δεν προσφέρεται, στις εκατοντάδες-χιλιάδες των mainstream μικρομεσαίων που κατεδαφίζονται.
Κι όσον αφορά τον γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό, όλη η συζήτηση περιορίζεται μονότονα και αδιέξοδα στο ζήτημα του νομίσματος, που έχει μεταβληθεί σε κάτι σαν το νέο αριστερό Πιστεύω.
Η συζήτηση θ’ ανοίξει…
Και το πράγμα γίνεται ακόμα πιο δύσκολο, αν αναλογιστεί κανείς, ότι σε όλα αυτά, που υπήρχαν έτσι κι αλλιώς ως ανοικτά ερωτηματικά όλη την προηγούμενη περίοδο, τώρα προστίθεται η ανάγκη ακόμα πιο ευρηματικών κινημάτων αντίστασης και επιβίωσης της κοινωνίας που πλήττεται από το 3o Mνημόνιο. Όχι «διεκδικώντας» απλώς από το κράτος που καταρρέει, αλλά ανιχνεύοντας και οικοδομώντας νέους εναλλακτικούς τρόπους ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, στα όρια μεταξύ κράτους και μη-κράτους.
Θα ανοίξει η συζήτηση για όλα αυτά. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ανοίξει. Όμως το ζήτημα είναι, πόσο γρήγορα θα προχωρήσει, ώστε να οδηγήσει σε πολιτικές δομές και πολιτικά δίκτυα που θα συνδέονται με τα κινήματα και τα αντιστασιακά ξεσπάσματα της κοινωνίας και κατά πόσον όλα αυτά θα συγκροτήσουν ένα πολιτικό ρεύμα διεξόδου από την κρίση.
Βιάζομαι μάλλον· και αυτό δεν βγάζει πουθενά. Ίσως το κρίσιμο σ’ αυτή τη φάση για την αμήχανη ριζοσπαστική Aριστερά δεν είναι να ηγηθεί, αλλά να μάθει να κολυμπάει μαζί με τον λαό. Να γίνει πραγματικό τμήμα του. Να μην τον σνομπάρει. Να προσπαθήσει να τον κατανοήσει τόσο στη δύναμή του όσο και στην αδυναμία του. Και κυρίως να μη βιαστεί να προκαταλάβει τα αναμενόμενα κοινωνικά ξεσπάσματα, προδιαγράφοντάς τα με τους τυφλοσούρτηδες που έχει στην κωλότσεπη*.
* Πλατωνική υποσημείωση: Ο ηγέτης είναι ένα είδος εραστή. Όμως πραγματικός εραστής είναι αυτός που είναι ερωτευμένος με τον ερωμένο του κι όχι με τον εαυτό του. Το ίδιο κι ο πραγματικός ηγέτης. Γι’ αυτό σε τούτη τη φάση το ζητούμενο για την Αριστερά είναι να ερωτευτεί πραγματικά τον λαό στο όνομα του οποίου μιλά, κι όχι τον εαυτό της.
ΠΗΓΗ: e-dromos.gr