Του Άρη Χατζηστεφάνου
«Tο γαλλικό αεροπλανοφόρο “Charles de Gaulle” θα κατευθυνθεί στην ανατολική Μεσόγειο, για να ενισχύσει τις συμμαχικές επιχειρήσεις εναντίον του ISIS» ανέφεραν εφημερίδες και ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Απόλυτα φυσιολογικό, θα σκεφτεί κανείς, ύστερα από το φρικιαστικό χτύπημα των τρομοκρατών στο Παρίσι.
Μόνο που η συγκεκριμένη είδηση μεταδόθηκε για πρώτη φορά στις 5 Νοεμβρίου, μια εβδομάδα πριν από τις επιθέσεις του ISIS στη γαλλική πρωτεύουσα.
Τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, βέβαια, που επιχειρούσαν να στήσουν το προφίλ ενός πανίσχυρου προέδρου Ολάντ, ο οποίος κινητοποιείται άμεσα για την υπεράσπιση της πατρίδας, είχαν πολλούς λόγους να παραλείψουν αυτή τη μικρή λεπτομέρεια.
Το ίδιο συνέβη και με την ανακοίνωση του Γάλλου προέδρου, ήδη από το βράδυ της επίθεσης, ότι θα «κλείσει τα σύνορα» της χώρας – ουσιαστικά δηλαδή ότι θα αυξήσει τα μέτρα ελέγχου διαβατηρίων σε ορισμένα συνοριακά περάσματα.
Σχετική απόφαση είχε ληφθεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα από το υπουργείο Εσωτερικών, με αφορμή την πραγματοποίηση στο Παρίσι της διεθνούς διάσκεψης για το κλίμα, από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 11 Δεκεμβρίου.
Οσο για την αναμενόμενη αντίδραση του Παρισιού στη νέα τρομοκρατική ενέργεια στο Μάλι (η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές), θα ενταχθεί εύκολα στα σχέδια που είχε παρουσιάσει το Παρίσι αμέσως μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών στη Λιβύη – την εποχή, δηλαδή, που Γαλλία και ΗΠΑ εξόπλιζαν ομάδες ακραίων ισλαμιστών, οι οποίες στη συνέχεια μετακινήθηκαν και στο Μάλι.
Δεν χρειάζεται φυσικά να επιχειρηματολογήσει κανείς επί μακρόν, για το γεγονός ότι η επίθεση στο Παρίσι αποτέλεσε και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για το κλείσιμο των συνόρων απέναντι στους πρόσφυγες.
Η πληροφορία, ότι τουλάχιστον οκτώ από τους δράστες στο Παρίσι ήταν πολίτες της Ε.Ε., δεν απασχόλησε κανέναν από τους Ευρωπαίους πολιτικούς, που είχαν προαποφασίσει τις κινήσεις τους για το προσφυγικό.
Οσο για το «συριακό» διαβατήριο που βρέθηκε δίπλα σε έναν από τους δράστες, έγινε πρώτο θέμα στις ειδήσεις για 24 ώρες και εξαφανίστηκε από τα δελτία, όταν αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστό.
Παρόμοιες επικοινωνιακές κινήσεις συναντάμε το τελευταίο διάστημα και στη Γερμανία, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών (;) Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι σε περίπτωση τρομοκρατικού χτυπήματος, ίσως απαιτηθεί η ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας.
«Εάν έχουμε μια κατάσταση σαν αυτή του Παρισιού, όπου θα απαιτούνται οδοφράγματα σε τρεις ή τέσσερις περιοχές, θα πρέπει να σκεφτούμε, εάν οι αστυνομικές δυνάμεις επαρκούν για αυτό το έργο» σημείωσε ο Σόιμπλε.
Αυτό που παρέλειψε να υπενθυμίσει, είναι, ότι η σχετική απόφαση, που δίνει για πρώτη φορά στον γερμανικό στρατό το δικαίωμα να αναπτύσσεται στο εσωτερικό της χώρας, έχει εγκριθεί από τον Ιούλιο του 2012 από το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας.
Προκειμένου να διαβεί τον Ρουβίκωνα (το φυσικό σύνορο που όριζε την απόσταση από τη Ρώμη στην οποία μπορούσαν να κινούνται τα ρωμαϊκά στρατεύματα), το δικαστήριο ακύρωσε στην πράξη μια από τις βασικότερες πρόνοιες του λεγόμενου Βασικού Νόμου (του Συντάγματος που ορίστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για να αποτρέπει την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού).
Τέλος, οι ΗΠΑ, εκτός από τα ευρύτερα σχέδια για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, έσπευσαν να αδράξουν την «ευκαιρία» των επιθέσεων για να επιτεθούν και πάλι εναντίον του Σνόουντεν και όσους αποκαλύπτουν το γιγαντιαίο δίκτυο παρακολουθήσεων που έχουν στήσει σε ολόκληρο τον πλανήτη - συχνά σε συνεργασία με ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
«Τα τελευταία χρόνια», σημείωσε ο διευθυντής της CIA, Τζον Μπρέναν, «ύστερα από μη εγκεκριμένες διαρροές στοιχείων για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκαλύψει τα δίκτυα τρομοκρατών, ελήφθησαν αποφάσεις που δυσχεραίνουν την ικανότητά μας να συνεργαστούμε διεθνώς για τον εντοπισμό αυτών των τρομοκρατών».
Οπερ μεθερμηνευόμενον: η ευκαιρία που ζητούσε, να συνδέσει το όνομα του Σνόουντεν ακόμη και με την απειλή της τρομοκρατίας ήρθε σαν δώρο εξ ουρανού.
Συνήθως τέτοιου είδους επισημάνσεις για τις προειλημμένες αποφάσεις μεγάλων δυνάμεων χάνονται ανάμεσα σε ανόητες θεωρίες συνωμοσίας, που επιχειρούν να συνδέσουν τους δράστες με τα θύματα.
Το μόνο όμως που χρειάζεται, όπως εξηγούσε και η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της «Το δόγμα του σοκ», είναι αξιωματούχοι, έτοιμοι να εκμεταλλευτούν κάποιο συνταρακτικό γεγονός για να προωθήσουν τις αποφάσεις τους.
Από την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, που έδωσε στις ΗΠΑ την ευκαιρία που ζητούσαν να εμπλακούν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι τα τρομοκρατικά χτυπήματα στους δίδυμους πύργους ή στο Παρίσι, κανένας αξιωματούχος δεν γνώριζε για τις επιθέσεις.
Πολλοί ήταν όμως αυτοί που γνώριζαν πώς να τις εκμεταλλευτούν.
Ναόμι Κλάιν: Η ακραία βία καταφέρνει να μας αποκρύπτει τα συμφέροντα που εξυπηρετεί