Του Στέλιου Κούλογλου
Άρθρο του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιου Κούλογλου, στο Τhe Cairo Review of Global Affairs.
Οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας, λίγη συμπάθεια έδειξαν για την οικονομική κρίση της χώρας, κατηγορώντας την για...
κακή εθνική εργασιακή ηθική και επιμένοντας στην θεραπεία του σοκ. Ωστόσο, η Γερμανία είχε τους δικούς της λόγους για να ασκεί πίεση στην Αθήνα: οικονομικά κέρδη και πολιτική ηγεμονία.
Φθινόπωρο 2015
Το 416 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, οι εκπρόσωποι της ισχυρής πόλης-κράτους της Αθήνας, έδωσαν στους κατοίκους της Μήλου ένα τελεσίγραφο: το μικρό νησί των Κυκλάδων είτε έπρεπε να ενταχθεί στη Συμμαχία της Δήλου, μια συμμαχία που ελεγχόταν από τον Αθηναϊκό ιμπεριαλισμό, είτε να καταστραφεί. Τα μέλη της Συμμαχίας όφειλαν να ακολουθήσουν τη στρατιωτική στρατηγική των Αθηναίων ενάντια στον κύριο εχθρό, την Σπάρτη, και να πληρώνουν ετήσιο φόρο. Στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Θουκυδίδης περιγράφει τη συνάντηση μεταξύ των Αθηναίων απεσταλμένων και των αρχών της Μήλου. Οι απεσταλμένοι ρωτήθηκαν γιατί έπρεπε η Μήλος να προσχωρήσει στη συμμαχία, άλλωστε το νησί είχε παραμείνει ουδέτερο κατά τα πρώτα είκοσι χρόνια του πολέμου και δεν αποτελούσε κίνδυνο για την αθηναϊκή δημοκρατία. Για τους εκπροσώπους των Αθηνών όμως, όποιος δεν ήταν μαζί τους, ήταν εναντίον τους. «Οι ισχυροί κάνουν ό,τι έχουν τη δύναμη να κάνουν, και οι αδύναμοι αποδέχονται ό,τι πρέπει να αποδεχθούν» αποκρίθηκαν οι Αθηναίοι. Ήταν θέμα υπακοής, για το ποιος είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η καταστροφή σύντομα θα έπληττε τη Μήλο, ένα αθηναϊκό μάθημα για τυχόν άλλους που θα τολμούσαν να παρακούσουν.
Αυτό είναι ουσιαστικά ό,τι συνέβη κατά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης που εξελέγη τον Ιανουάριο του 2015 και εταίρους και πιστωτές της Ελλάδας, κυρίως τη Γερμανία. Η κυβέρνηση εξελέγη βάσει ενός προγράμματος που θα έθετε τέλος στη λιτότητα που οι ίδιες δυνάμεις είχαν επιβάλει σε προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις με ολέθρια αποτελέσματα: μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 25%, οικονομική ύφεση μεγαλύτερη από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, ανεργία των νέων κοντά στο 60%, πολιτική και κοινωνική καταστροφή.
Η νέα κυβέρνηση δήλωσε εκ των προτέρων ότι δεν είχε καμία πρόθεση να προσβάλει τους κανόνες που διέπουν τις χώρες της ευρωζώνης ― τα δεκαεννιά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τα είκοσι οκτώ, που έχουν υιοθετήσει το ευρώ ως κοινό τους νόμισμα. «Η κυβέρνησή μου σχεδιάζει, και εγώ σχεδιάζω, να συμβιβαστούμε, να προβούμε σε συμβιβασμό, αλλά δεν θα μείνουμε συμβιβασμένοι», επιβεβαίωνε κατ'επανάληψη ο τότε υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, στους συναδέλφους του. Ο Βαρουφάκης ήθελε απλά μια αναθεώρηση των συμφωνιών, προκειμένου να δώσει χώρο και χρόνο για ανάπτυξη. Σχεδόν όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένων των Joseph Stiglitz και Paul Krugman, βραβευμένων με Νόμπελ στα οικονομικά, συμφώνησαν ότι η πρόταση του Βαρουφάκη ήταν το μόνο ρεαλιστικό σχέδιο που θα μπορούσε να βγάλει την Ελλάδα από την οικονομική κρίση.
Ωστόσο, από την αρχή των διαπραγματεύσεων, που διήρκησαν πέντε μήνες, οι πιστωτές της Ελλάδας είχαν ακριβώς τον αντίθετο στόχο. «Έχω χάσει τον λογαριασμό πόσες φορές αντιμετωπίσαμε την απειλή του κλεισίματος των τραπεζών μας, επειδή απορρίψαμε ένα πρόγραμμα το οποίο είχε αποδείξει την αναποτελεσματικότητά του», έγραψε ο Βαρουφάκης στην εφημερίδα Le Monde Diplomatique τον Ιούλιο. «Οι πιστωτές και το Eurogroup είχαν κλείσει τα αυτιά τους στα οικονομικά μας επιχειρήματα. Ήθελαν να παραδοθούμε». Στο τέλος, και ενώ δεν υπήρχε ούτε ένα ευρώ αποθεματικό στο Ελληνικό Δημόσιο, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα τελεσίγραφο, συγκρίσιμο με εκείνο που είχαν αντιμετωπίσει στην Μήλο είκοσι πέντε αιώνες πριν. Η κύρια διαφορά είναι ότι αυτήν τη φορά ο ασθενής δεν αντιμετώπισε ένα ισχυρό στόλο και τα σπαθιά των ισχυρών, αλλά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλα ισχυρά οικονομικά όπλα της Ευρωπαϊκής Συμμαχίας. Το δίλημμα της Ελλάδας ήταν, είτε να απορρίψει το τελεσίγραφο, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών και το συνεπαγόμενο οικονομικό και πολιτικό χάος, είτε να δεχθεί ένα ακόμα καταστροφικό πρόγραμμα λιτότητας.
Η θεραπεία σοκ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, έχει παρουσιαστεί στη διεθνή και ιδιαίτερα την γερμανική κοινή γνώμη, ως πρόγραμμα δωρεάν βοήθειας και σωτηρίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δάνεια. Ακόμη και το 2010, όταν το πρώτο μνημόνιο υπεγράφη ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της, τα δάνεια είχαν υψηλά επιτόκια (αν και στα επόμενα προγράμματα οι τιμωρητικοί συντελεστές μειώθηκαν). Το κυρίως θέμα είναι ότι στην πραγματικότητα, χώρες, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, δεν διασώθηκαν. Φυσικά, η ελληνική κυβέρνηση και άλλες κυβερνήσεις, εκμεταλλεύτηκαν την είσοδο στην ευρωζώνη στις αρχές της δεκαετίας του 2000 για να δανειστούν ασύστολα, με χαμηλά επιτόκια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα δάνεια αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά όπλων με διεφθαρμένες συμφωνίες (κυρίως με γαλλικές και γερμανικές εταιρίες) ή για τη χρηματοδότηση των πολιτικών πελατειακών σχέσεων και φαραωνικών έργων. Εκείνη την εποχή, η Ελλάδα ετοιμαζόταν να φιλοξενήσει τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα. Τα έργα αυτά υλοποιούνται με τη συμμετοχή εταιρειών που προέρχονται από τις βόρειες, βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης, με την Γερμανία να είναι στην κορυφή της λίστας.
Ωστόσο, όταν με την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2008 στέρεψαν οι πηγές του χαμηλού κόστους δανεισμού κεφαλαίων, δεν ήταν μόνο η Ελληνική και άλλες κυβερνήσεις που εκτέθηκαν, αλλά και οι γερμανικές, γαλλικές και βόρειες τράπεζες, που τους είχαν δανείσει χρήματα χωρίς σοβαρές διασφαλίσεις. Όταν τέθηκε το ερώτημα αν πρέπει να σώσουν την Ελλάδα ή τις δικές τους τράπεζες, το Παρίσι και το Βερολίνο, δεν δίστασαν ούτε στιγμή: έσωσαν τις τράπεζές τους. Δεν έλαβαν υπόψιν την επίδραση των μέτρων λιτότητας στις χώρες που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν τα περίφημα μνημόνια και να δεχθούν ότι η μισητή Τρόικα ―της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής― θα έχει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εθνικών τους οικονομικών πολιτικών. Από τότε, διάφοροι εκπρόσωποι του ΔΝΤ έχουν δηλώσει δημόσια ότι στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν σαφές από την αρχή ότι το χρέος ήταν τόσο μεγάλο σε σχέση με το ΑΕΠ (120%), που τα δρακόντεια μέτρα ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν.
Η όλη βρώμικη συμφωνία είναι μία από τις μεγαλύτερες μεταβιβάσεις χρέους στην ιστορία: ελληνικά ομόλογα μεταφέρθηκαν από τις εκτεθειμένες ιδιωτικές τράπεζες προς τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ΔΝΤ, παρά το καταστατικό του ΔΝΤ, που απαγορεύει τη χορήγηση δανείων σε χώρες με μη βιώσιμο χρέος. Ωστόσο, για τους ψηφοφόρους στις πιστώτριες χώρες που δεν κατανοούσαν τη δόλια συναλλαγή, επινοήθηκε ο αποδιοπομπαίος τράγος: οι τεμπέληδες και ανοργάνωτοι νότιοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι δεν μπορούν να βάλουν τα οικονομικά τους σε σειρά. Σε ομιλία της το καλοκαίρι του 2011, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατηγόρησε τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους και τους Έλληνες, ότι εργάζονται λιγότερο, συνταξιοδοτούνται νωρίτερα, και απολαμβάνουν περισσότερο χρόνο διακοπών. Στην πραγματικότητα, είναι οι γερμανοί πολίτες οι οποίοι έχουν περισσότερα προνόμια σε αυτούς τους τομείς, για να μην αναφέρουμε τους μισθούς που είναι πολύ υψηλότεροι στη Γερμανία. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η εκστρατεία δυσφήμισης έλαβε ρατσιστική διάσταση, καθώς οι Έλληνες κατηγορήθηκαν για όλα τα κακά του κόσμου, από τεμπελιά έως βλακεία. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία για το 2014, οι Έλληνες εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες ανά έτος (2.042) από ό, τι οι Γερμανοί (1.371). Είναι αλήθεια ότι η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη και η διαφθορά μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι στην Γερμανία, αλλά χρειάζονται δύο για το ταγκό: Έλληνες αξιωματούχοι και η Siemens, μία από τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες, πρωταγωνιστούν στο μεγαλύτερο σκάνδαλο διαφθοράς των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα.
Καθώς τα προγράμματα "σωτηρίας" είχαν άλλους σκοπούς από αυτούς που δημοσίως υποστήριζαν, το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Εκτός από την ύφεση και την ανεργία που προκάλεσαν, ακόμη και στην περίπτωση του χρέους στην Ελλάδα, που υποτίθεται πως ήταν και το κύριο πρόβλημά της -στην πραγματικότητα αυξήθηκε από 120% στην αρχή της κρίσης, σε 180% επί του ποσοστού του ΑΕΠ. Εκτός αυτού, περίπου το 93% των χρημάτων του δανείου δεν προσγειώθηκε ποτέ πραγματικά στην Αθήνα: χρησιμοποιήθηκε για την αποπληρωμή των προηγούμενων δανείων.
Οι δανειστές δικαιολόγησαν τις αρνητικές επιπτώσεις των προγραμμάτων λιτότητας με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν προχώρησε στα συμφωνηθέντα μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας και εξυγίανσης του δημόσιου τομέα της. Οι κατηγορίες αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα για το 2014, η συνολική απασχόληση στον δημόσιο τομέα στην Ελλάδα μειώθηκε από 907.351 το 2009 σε 651.717 το 2014, μείωση κατά περισσότερο από 255.000, κάτι που αντιστοιχεί σε πτώση άνω του 25%. Όσον αφορά το δημόσιο έλλειμμα, η Ελλάδα μείωσε το δημοσιονομικό της έλλειμμα από 15,6% του ΑΕΠ το 2009 σε 2,5% το 2014, «κλίμακα μείωσης του ελλείμματος που δεν έχουμε δει πουθενά αλλού στον κόσμο», έγραψε στο blog του ο Karl Whelan, καθηγητής οικονομικών στο University College του Δουβλίνου. «Ιστορίες για Έλληνες που συνταξιοδοτούνται πρόωρα φαίνεται να είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην σκληροπυρηνική στάση της γερμανικής κοινής γνώμης έναντι της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών». Στην πραγματικότητα, πρόσθεσε, «η Ελλάδα έχει προβεί στην πιο σημαντική μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ευρώπη».
Υπάρχουν δύο λόγοι που η γερμανική ηγεσία και μερικοί από τους συμμάχους της στο βορρά δεν θέλουν να αποδεχθούν τα αποτελέσματα της πολιτικής τους. Ο ένας είναι οικονομικός και ο άλλος πολιτικός. Στο οικονομικό μέτωπο, η γερμανική κυβέρνηση και άλλες βόρειες κυβερνήσεις επωφελούνται από την κρίση στην ευρωζώνη. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα από το γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Halle, οι εξοικονομήσεις στον γερμανικό προϋπολογισμό υπολογίζονται σε περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια ευρώ (ή άνω του 3% του ΑΕΠ) από το 2010 έως το 2015. «Ο ισοσκελισμένος γερμανικός προϋπολογισμός» εξηγεί το Ινστιτούτο Halle, «είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των χαμηλότερων πληρωμών για τόκους, λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Μια έρευνα δείχνει ότι η κρίση χρέους οδήγησε σε μείωση των επιτοκίων των γερμανικών ομολόγων σε περίπου 300 μονάδες βάσης. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της μείωσης οφείλεται άμεσα στην ελληνική κρίση. Όταν συζητάμε για τις δαπάνες του Γερμανού φορολογουμένου σε σχέση με την διάσωση της Ελλάδας, τα οφέλη αυτά δεν θα πρέπει να αγνοηθούν, δεδομένου ότι τείνουν να είναι μεγαλύτερα από τα έξοδα, ακόμη και σε ένα σενάριο όπου η Ελλάδα δεν αποπληρώσει κάποια από τα χρέη της ».
Η εκτίμηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα οφέλη από τις γερμανικές εξαγωγές και την ισοτιμία του ευρώ, η οποία παραμένει αδύναμη λόγω της κρίσης, ούτε τα άμεσα γερμανικά κέρδη από τους τόκους για το δάνειο που δόθηκε στην Ελλάδα, που εκτιμώνται σε περίπου μισό δισεκατομμύριο ευρώ, τον Σεπτέμβριο του 2015.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Halle περιέχει ένα άλλο πολύ σημαντικό συμπέρασμα: «Αντιμέτωποι με την κρίση, οι επενδυτές αναζητούν ασφαλείς επενδύσεις (φυγή προς την ασφάλεια). Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στη ζώνη του ευρώ, η Γερμανία επωφελήθηκε δυσανάλογα από αυτήν την πρακτική: Κάθε φορά που υπήρχαν κακές ειδήσεις για την Ελλάδα, οι αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων μειώνονταν, καθώς και κάθε φορά που υπήρχε μια καλή είδηση για την Ελλάδα, οι αποδόσεις των γερμανικών κρατικών ομολόγων αυξάνονταν.»
Το συμπέρασμα αυτό μας εισάγει στην πολιτική βάση της γερμανικής συμπεριφοράς: την ύβρι. Ο Φρανσουά Μιτεράν, πρόεδρος της Γαλλίας κατά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, φοβόταν ότι μια μεγάλη Γερμανία στη μέση της Ευρώπης, θα μπορούσε να επιδιώξει για μια ακόμη φορά την πολιτική κυριαρχία. Το ίδιο πίστευε και η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ. Ο Γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκρας πίστευε ότι η χώρα του θα επέστρεφε στην παλιά της ύβρη, την αλαζονεία, τα αισθήματα ανωτερότητας, και τελικά σε κατάχρηση εξουσίας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και η εισαγωγή του κοινού νομίσματος αργότερα, αποσκοπούσαν στο να αποτραπεί η επανάληψη της αιματηρής ιστορίας της Ευρώπης και να διασφαλισθεί η ενσωμάτωση της Γερμανίας, έτσι ώστε η τελευταία, να μην επιδιώξει και πάλι να υπερισχύσει στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, το κοινό νόμισμα και τα μέτρα που υποτίθεται ότι θα το συνόδευαν, αποσκοπούσαν στην μείωση των διαφορών μεταξύ των πλούσιων χωρών του Βορρά με τις φτωχότερες περιφερειακές χώρες και τις νότιες περιοχές της Ευρώπης. Κανείς από αυτούς τους στόχους δεν επετεύχθη. Οι πλούσιες χώρες επωφελήθηκαν από ό,τι για τις οικονομίες τους, ήταν ουσιαστικά ένα αδύναμο ευρώ, για να ενισχύσουν περαιτέρω τη βιομηχανία και τις εξαγωγές τους, ενώ οι φτωχές αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ένα σχετικά ισχυρό νόμισμα και να απο-βιομηχανοποιηθούν. Αφού μηχανισμοί εξισορρόπησης, όπως η υποτίμηση του νομίσματος δεν υπάρχουν στη ζώνη του ευρώ, η βοήθεια προς τους φτωχούς επαφίεται στην καλή θέληση των ισχυρών.
Με βάση τις ικανότητές της στην πειθαρχία και την οργάνωση, η Γερμανία κατάφερε να επικρατήσει. Κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, η γερμανική κυβέρνηση εφάρμοσε πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας, πολύ πριν από άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 2008, από τη στιγμή που διέσχισε τον Ατλαντικό και έφτασε στην Ευρώπη το 2009, μέσω της Ελλάδας, η Γερμανία είχε τα οικονομικά της σε τάξη, μαζί με δημοσιονομικά αποθέματα. Ήταν ο μύθος του Αίσωπου για το προνοητικό, εργατικό μυρμήγκι και την απρόσεκτη, απροετοίμαστη ακρίδα. Μετά την ενοποίηση, η πιο πυκνοκατοικημένη και οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, η Γερμανία, ήταν σε πλεονεκτική θέση. Από την αρχή της νέας χιλιετίας και την εισαγωγή του ευρώ, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί και σήμερα ανέρχεται σε 217 δισεκατομμύρια ευρώ ( 236.4 δισ. δολ.). Το κοινό νόμισμα, το οποίο προοριζόταν αρχικά να δεσμεύσει τη Γερμανία στην Ευρώπη, είχε στο τέλος το αντίθετο αποτέλεσμα. Χάρις επίσης στην ελληνική κρίση, ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα 7,5% του ΑΕΠ δίνει στο Βερολίνο την απόλυτη υπεροχή. Μετά την επανένωση της, η Γερμανία, κατάφερε επίσης να πάρει σχεδόν όλες τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης υπό τον έλεγχό της, χρησιμοποιώντας την δική της οικονομική δύναμη και την αξιοποίηση της νοοτροπίας δορυφόρου, που διακατέχει ακόμη χώρες που βρίσκονταν υπό σοβιετική κυριαρχία.
Η Ημι-Ηγεμονία
Από τις πρώτες στιγμές της Ευρωπαϊκής κοινής αγοράς, της οικονομικής ένωσης που προηγήθηκε της ΕΕ, η Γερμανία ήταν η ισχυρότερη, οικονομικά, χώρα στην Ευρώπη. Ωστόσο, η μεταπολεμική γερμανική στρατηγική βασιζόταν σε διαβουλεύσεις με τους ευρωπαίους συμμάχους, επαναλαμβάνοντας τον κορυφαίο γερμανό διανοούμενο Thomas Mann: δεν πρέπει ποτέ ξανά να αναζητήσουμε και πάλι μια γερμανική Ευρώπη, αλλά μια ευρωπαϊκή Γερμανία.
Παρ 'όλα αυτά, όταν ξέσπασε η κρίση του ευρώ το 2009, στην καγκελαρία του Βερολίνου υπήρχε μια πολιτικός που δεν άνηκε στη γενιά των χρόνων του πολέμου, όπως αντίστοιχα άνηκε ο προκάτοχός της στην ηγεσία του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, Χέλμουτ Κολ. Ούτε είχε γαλουχηθεί από τις ιδέες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Άνγκελα Μέρκελ ήταν 35 ετών, όταν έπεσε το τείχος του Βερολίνου και κατάφερε να περάσει από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά μια ουσιαστική κριτική της εποχής του ναζισμού (η οποία αποδόθηκε στους καπιταλιστές της Δύσης) και φυσικά δεν είχαν καμία ιδέα για τα σχέδια μιας ενωμένης Ευρώπης, καθώς είχαν μεγαλώσει με το COMECON, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και είχαν το βλέμμα τους στραμμένο προς τη Μόσχα.
Η Μέρκελ είναι μια πολιτικός η οποίος διστάζει να αποφασίσει. Ποτέ δεν λέει ένα ξεκάθαρο ναι ή όχι... λέει ναι και όχι. Αλλά αν έχεις τα χρήματα και η απέναντι πλευρά σε περιμένει να τα δανείσεις, η ηγετική αυτή αδυναμία μεταμορφώνεται σε στρατηγικό πλεονέκτημα. Οι άλλες χώρες της Ευρώπης άρχισαν να εξαρτώνται από τους δισταγμούς και τις αποφάσεις του Βερολίνου. Ο Volker Kauder, Γερμανός Βουλευτής πρόεδρος της ομάδας των συντηρητικών, σε ομιλία του σε συνέδριο του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ στη Λειψία, κατέληξε θριαμβευτικά στο συμπέρασμα ότι «σήμερα όλη η Ευρώπη μιλάει γερμανικά». «Αυτό δεν είναι μια νομισματική ένωση», έγραψαν οι Financial Times τον Μάιο του 2012. «Μοιάζει πολύ περισσότερο με αυτοκρατορία».
Η αλλαγή της γερμανικής προσέγγισης προς την Ευρώπη ήταν δραματική. Προηγούμενοι Γερμανοί ηγέτες προσπαθούσαν να αποφύγουν την απομόνωση με κάθε κόστος, όταν επρόκειτο για σημαντικές διαπραγματεύσεις, αλλά η Μέρκελ απέρριψε τελείως αυτήν την προσέγγιση. «Είμαι μάλλον μόνη στην ΕΕ, αλλά δε με νοιάζει», είπε σε μια ομάδα συμβούλων, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο περιοδικό Der Spiegel. «Είμαστε στην Ευρώπη ότι οι Αμερικανοί στον κόσμο: Αντιπαθής ηγέτιδα δύναμη» .
Και πάλι στον εικοστό πρώτο αιώνα, η Ευρώπη προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα που γέννησε τόσες πολλές τραγωδίες: το γερμανικό ζήτημα. Η Γερμανία είναι πολύ ισχυρή δύναμη στην Ευρώπη, αλλά πολύ μικρή από μόνη της για να ορίσει τους δικούς της κανόνες και για να μπει πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μετά τις νίκες επί της Δανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας, η Kaiserreich που ιδρύθηκε από τον Βismark το 1871, σύντομα κυριαρχείται από τη γερμανική ύβρη που βλέπουμε και ακούμε σχεδόν καθημερινά αυτές τις μέρες: μια αίσθηση του ότι είναι ανώτερη από τους άλλους, του ότι γνωρίζει καλύτερα και είναι καλύτερη. Η Γερμανία ενεργούσε σαν μια "ημι-ηγεμόνας" ανέφερε ο Γερμανός ιστορικός, Ludwig Dehio, περιγράφοντας τη θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη μετά το 1871. Η τότε πανίσχυρη Γερμανία, αλλά πολύ μικρή για να κυβερνήσει την Ευρώπη μόνη της, έπρεπε να σχηματίσει συμμαχίες, που κατέληξαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποθέωση της ύβρεως, ο Χίτλερ που χρησιμοποίησε την ισχυρή πολεμική μηχανή του για να κυριαρχήσει, δεν ήταν σε θέση να νικήσει τους Συμμάχους κατά το δεύτερο πόλεμο που προκάλεσε η Γερμανία στη διάρκεια ενός αιώνα.
Παρ 'όλα αυτά, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ημι-ηγεμόνας Γερμανία δεν αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για τον νέο της ρόλο. Διέθετε σημαντική επιρροή πάνω στις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων από άλλες χώρες, θέλοντας και αναζητώντας όμως μόνο τα οφέλη από αυτό. Οι Γερμανοί δεν είναι καθόλου έτοιμοι για ένα αμερικανικού στιλ Σχέδιο Μάρσαλ.
Αρνούνται το ενδεχόμενο ενός κουρέματος χρέους προς την Ελλάδα και άλλες υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, ξεχνώντας το δραστικό κούρεμα του χρέους της Γερμανίας το 1953, που επέτρεψε στο γερμανικό οικονομικό θαύμα, να εκδιπλωθεί. Αρνούνται την έκδοση ευρωομολόγων που θα εξυπηρετούσαν τις χώρες του Νότου, ακόμη και την παροχή αύξησης στους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων, κάτι που θα διευκόλυνε την κατανάλωση και τις εισαγωγές στη Γερμανία. Πρόκειται για μια γλίσχρα, εγωιστική αυτοκρατορία, που όμως δεν διστάζει να κουνήσει το δάχτυλο προς τους αδυνάμους. Ο δικηγόρος στο επάγγελμα, Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει επιβάλει το δόγμα της Γερμανίας: αν ισχύσουν τα μέτρα λιτότητας και τηρηθούν δεδομένοι κανόνες, δεν θα έχετε κανένα πρόβλημα. Αν αμφισβητήσετε ή προσπαθήσετε να τους αλλάξετε, θα υποφέρετε. Είναι τόσο απλό.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η νέα ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε από τον Ιανουάριο του 2015 να αμφισβητήσει το γερμανικό δόγμα της λιτότητας. Η απάντηση, σύμφωνα με τον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών, ήταν σαφής από την αρχή : «Στην πραγματικότητα, είχαν ένα στόχο: να ταπεινώσουν την κυβέρνησή μας και να μας αναγκάσουν να συνθηκολογήσουμε. Ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την οριστική αδυναμία του δανειστών να πάρουν πίσω τα χρήματά τους ή την αποτυχία του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, που μόνο εμείς μπορούσαμε να πείσουμε τους Έλληνες να αποδεχθούν».
Το εκλογικό αποτέλεσμα αντιμετωπίστηκε με την ίδια ύβρη. Ο Σόιμπλε είπε, σύμφωνα με τον Βαρουφάκη: «Όταν υπάρχει ένα πρόγραμμα πάνω στο οποίο όλοι έχουν συμφωνήσει, αυτό είναι. Οι εκλογές δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα, γιατί, τότε, κάθε φορά που θα υπάρχουν εκλογές όλα θα αλλάζουν». Αυτή η άποψη εκφράστηκε δημοσίως από αρκετούς συμμάχους και δορυφόρους του Χερ Σόιμπλε.
Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν μήνες, αλλά ενώ η ελληνική οικονομία είχε παραλύσει, η γερμανική κυβέρνηση ωφελήθηκε από το γεγονός ότι τα επιτόκια χαμήλωναν με κάθε νέο επεισόδιο της κρίσης. Όπως αναφέρει η έκθεση του Halle Institute, «Τα αποτελέσματα είναι συμμετρικά και ανέρχονται σε 20 με 30 μονάδες βάσης την ημέρα για τα σημαντικά γεγονότα, όπως τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, όταν η πιθανότητα νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές ανέβηκε, ή λίγο αργότερα, όταν η νέα κυβέρνηση Τσίπρα αρνήθηκε οποιεσδήποτε περαιτέρω συνομιλίες με την τρόικα».
Στο τέλος του Ιουνίου, η εξαντλημένη ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ότι ήταν πρόθυμη να συνθηκολογήσει. Επέμεινε μόνο σε μια μικρή αναδιάρθρωση του χρέους χωρίς κούρεμα, μέσω της ανταλλαγής μετοχών. Δέχθηκε τα 9/10 των απαιτήσεων των εταίρων και των δανειστών, ζητώντας ένα ισχνό αντάλλαγμα, ίσα για να παρουσιάσει στην ελληνική κοινή γνώμη κάτι, που έμοιαζε με δίκαιη συμφωνία. Ως απάντηση, έλαβε ένα καταστροφικό πρόγραμμα με τη μορφή ενός τελεσίγραφου: "Take it or leave it".
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν είχε πολλές επιλογές. Ήταν σχεδόν αναγκασμένος να ζητήσει από τον ελληνικό λαό με δημοψήφισμα, αν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί μια τέτοια καταστροφική συμφωνία. Ήλπιζε ότι θα χρησιμοποιούσε το αποτέλεσμα ως διαπραγματευτικό χαρτί. Έλαβε ως απάντηση, αντίποινα. Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, το Βερολίνο δεν θα δεχόταν ούτε την προσφορά δραστικών μέτρων λιτότητας αξίας άνω των 13 δισεκατομμυρίων ευρώ, που η Αθήνα είχε συντάξει σε συνεργασία με το Παρίσι. Η Κυβέρνηση Μέρκελ απείλησε με προσωρινό αποκλεισμό της Ελλάδας από το ευρώ και ζήτησε τη μεταφορά ελληνικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων, αξίας 50 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε ένα σκοτεινό Ταμείο που ελέγχεται από τη Γερμανία και τον Σόιμπλε προσωπικά. Ήταν σαν μια πρόταση που προέρχεται από έναν οικονομικό δολοφόνο, όχι από έναν υπουργό της ΕΕ.
Τελικά, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να παραδοθεί σε όλες σχεδόν τις απαιτήσεις των Γερμανών. Όπως οι Αθηναίοι απεσταλμένοι είχαν πει στην Μήλο αιώνες πριν, «Οι ισχυροί κάνουν ό,τι έχουν δύναμη να κάνουν, ενώ οι αδύναμοι αποδέχονται αυτό που πρέπει να δεχτούν». Η Μήλος τελικά καταστράφηκε, αλλά η Αθήνα έχασε τότε την ηθική ανωτερότητα που κάθε αξιοπρεπής ηγεμόνας χρειάζεται για να κυβερνήσει. Και ουδέποτε ανέκαμψε έκτοτε.