19 Νοε 2013

Από το κούρεμα μισθών-συντάξεων, στο ροκάνισμα των καταθέσεων


Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Ανεπιτυχής η υποτίμηση, στο βαθμό που δεν μειώθηκαν οι τιμές και δεν αυξήθηκε η παραγωγικότητα. 
ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ του 2013, σύμφωνα με έγκυρους τραπεζικούς κύκλους, τα μη εξυπηρετούμενα ή κόκκινα δάνεια των ελληνικών τραπεζών ανέρχονταν στα 70 δισ. ευρώ!
 
Το εξωφρενικό αυτό ποσό αντιπροσωπεύει το 32% του συνόλου των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα ή το 44% των τραπεζικών καταθέσεων!

Τέτοια ποσοστά είναι ανήκουστα στην Ευρώπη και στη Δύση συνολικά και απεικονίζουν την παθογένεια του τραπεζικού μας συστήματος, που αδυνατεί υπ' αυτές τις συνθήκες να χρηματοδοτήσει επιχειρήσεις και νοικοκυριά ώστε να ανακάμψει η οικονομία.

Ετσι, η πολιτική της μισθολογικής λιτότητας κι εσωτερικής υποτίμησης, που προκάλεσε την καθίζηση της εσωτερικής αγοράς και των τραπεζών χωρίς να αποδώσει τα δέοντα σε ανταγωνιστικότητα, στρέφεται τώρα στο νέο πείραμα της δημοσιονομικής υποτίμησης. Δηλαδή, την υπερφορολόγηση, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας... όσων επιζήσουν.

Ποιος πληρώνει

Στο μεταξύ, το τίμημα θα πληρώσει και πάλι το μεγάλο μέρος του ιδιωτικού τομέα, που είναι γαντζωμένο με χρέη στις τράπεζες, απειλώντας να παρασύρει κι αυτές μαζί του.

Οπως απέδειξε η μακροχρόνια ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η πολιτική της εισοδηματικής λιτότητας δεν απέδωσε με όρους ανταγωνιστικότητας τιμών, έτσι ώστε να δώσει αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία (βλ. πρόσφατα στοιχεία Κομισιόν).

Η εσωτερική υποτίμηση με τη δραστική μείωση μισθών - συντάξεων - κοινωνικών παροχών αποδείχθηκε επισήμως ανεπαρκής κι ανεπισήμως εσφαλμένη, με συνέπεια τώρα να αναζητείται πειραματικά μία νέα συνταγή βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, αυτή της δημοσιονομικής υποτίμησης η οποία εφαρμόζεται πρώτη φορά στην περίπτωση της Ελλάδας.

Το πρόβλημα είναι, πως κι αυτή θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα, αφού τα σπασμένα θα τα πληρώσει η πραγματική οικονομία και τελικά το τραπεζικό σύστημα της χώρας.

Από την εσωτερική στη δημοσιονομική υποτίμηση

Η ΒΑΣΙΚΗ οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε με το Πρόγραμμα Προσαρμογής για την ελληνική οικονομία (όπως καταγράφηκε με τα Μνημόνια) στηρίχθηκε σε δύο βασικούς πυλώνες (σκέλη), οι οποίοι επιγραμματικά είναι:

* Η εμπροσθοβαρής δημοσιονομική προσαρμογή (Font Loaded Fiscal Consolidation),

* Η εσωτερική υποτίμηση (Inter-nal Devaluation).

Τα ερώτημα που προκύπτει, έπειτα από σχεδόν τριάμισι χρόνια εφαρμογής είναι: Εχει επιτύχει και ολοκληρωθεί η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική στην Ελλάδα;

Στο ερώτημα αν έχει επιτύχει, η απάντηση ως προς την εμπροσθοβαρή δημοσιονομική πολιτική είναι, ότι επέτυχε μεν τους στόχους (δηλαδή τη σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος), όμως με τεράστιες επιπτώσεις για την κοινωνία (βαθιά ύφεση και εκρηκτική ανεργία).

Επιπλέον, η επιμήκυνση του προγράμματος προσαρμογής κατά δύο έτη από τους δανειστές, καθώς και η φιλολογία που αναπτύχθηκε περί «σωστών πολλαπλασιαστών» (από το ΔΝΤ) αποτελούν ομολογία αποτυχίας της εμπροσθοβαρούς εφαρμογής της δημοσιονομικής προσαρμογής.

Ως προς την εσωτερική υποτίμηση, ενώ επιτεύχθηκε ο στόχος της μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας), σημειώθηκε μόνο μερική μετάδοση προς τη μείωση των τιμών των προϊόντων, γεγονός που ευνόησε περισσότερο τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων παρά την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Επομένως, στο βαθμό που δεν μειώθηκαν οι τιμές και δεν αυξήθηκε η παραγωγικότητα της οικονομίας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης κρίνεται και αυτή ανεπιτυχής.

Στο ερώτημα αν έχει ολοκληρωθεί η εφαρμοζόμενη πολιτική, η απάντηση είναι θετική ως προς τους στόχους (έλλειμμα και κόστος εργασίας) αλλά αρνητική ως προς τα αποτελέσματα (διατηρησιμότητα δημοσιονομικής προσαρμογής, εξωστρέφεια οικονομίας, προσέλκυση επενδύσεων και ανάπτυξη).

Η αποτυχία των προηγούμενων δύο πυλώνων οικονομικής πολιτικής οδηγεί στην αναζήτηση τρίτου πυλώνα, ο οποίος έχει ελάχιστα δοκιμαστεί σε άλλες χώρες (δεν υπάρχουν εμπειρικά αποτελέσματα στη διεθνή βιβλιογραφία) και ο οποίος είναι:

* Η δημοσιονομική υποτίμηση (Fiscal Devaluation)

Η δημοσιονομική υποτίμηση συντελείται μέσω του φορολογικού συστήματος, ειδικότερα με αύξηση των φόρων επί των εισαγωγών και μείωση των φόρων επί των εξαγωγών, με αποτέλεσμα να αλλάζουν οι σχετικές τιμές εγχώριων-ξένων αγαθών.

* Η τρέχουσα διαπραγμάτευση με την τρόικα αφορά ακριβώς αυτής της μορφής τη φορολογική μεταρρύθμιση και το τσουνάμι των φόρων (ιδίως στην ακίνητη περιουσία) που ήλθε και συνεχίζει να έρχεται, εκεί αποσκοπεί.

Η θεωρητική οικονομική ανάλυση συνηγορεί υπέρ της άποψης, ότι η δημοσιονομική υποτίμηση μπορεί να βοηθήσει στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας.

Αποτελεί όμως αυτή η οικονομική πολιτική την κατάλληλη λύση για τη χώρα;

Με τα σημερινά δεδομένα, οι επιπτώσεις για την οικονομία θα είναι ιδιαίτερα αρνητικές. Συγκεκριμένα:

* Η δημοσιονομική υποτίμηση οδηγεί σε βραχυχρόνια απώλεια εσόδων λόγω του ετεροχρονισμού της είσπραξης των εσόδων και της διαφορετικής ταχύτητας απόκρισης. Αυτό σημαίνει νέα μείωση κρατικών δαπανών κι εξηγεί την επιμονή της τρόικας για νέες απολύσεις στο Δημόσιο.

* Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους παρά σε αύξηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας. Το ίδιο σενάριο παίχτηκε και με προηγούμενες κοστολογικές ελαφρύνσεις (βλ. μείωση μισθών).

* Η αύξηση του ΦΠΑ (η οποία έχει ήδη γίνει, αλλά ζητείται και η επαναφορά στον υψηλό συντελεστή για την εστίαση) έχει επίπτωση μέσω των τιμών στο διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και κατ' επέκτασιν στην αδυναμία αποπληρωμής των δανείων τους, με συνέπεια την αύξηση των «κόκκινων δανείων» των τραπεζών.

* Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών θα έχει δραματική επίπτωση στη βιωσιμότητα των Ταμείων τού ούτως ή άλλως προβληματικού ασφαλιστικού συστήματος. Η παρεπόμενη μείωση των συντάξεων θα επιβαρύνει περαιτέρω τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών.

* Η υπερφορολόγηση της ακίνητης περιουσίας θα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε πολλούς κλάδους της οικονομίας αλλά και αναδιανεμητικές επιπτώσεις στον πλούτο των νοικοκυριών, που θα δουν τις περιουσίες τους να κατάσχονται και να απαξιώνονται. Μία απαξίωση που θα πλήξει και το ενεργητικό των τραπεζών.

Στην πραγματικότητα, η δημοσιονομική υποτίμηση αποτελεί μία συνέχεια της εσωτερικής υποτίμησης, ένα δεύτερο στάδιο της πολιτικής των Μνημονίων που πλέον απροκάλυπτα μαρτυρά τις πραγματικές προθέσεις των πιστωτών, να ιδιοποιηθούν μέσω του μηχανισμού του χρέους (δημόσιου κι ιδιωτικού) το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της χώρας.

Μετά τη δημόσια περιουσία ήλθε η ώρα της ιδιωτικής και στο τέλος περιμένει η πώληση των εκτεθειμένων στις μαζικές επισφάλειες ελληνικών τραπεζών.  
Η μείωση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των ελληνικών νοικοκυριών οδηγεί τελικά στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά της ανταγωνιστικότητας των ξένων πιστωτών να εξαγοράσουν τις ντόπιες περιουσίες και του μηχανισμού χρηματοδότησης της οικονομίας που τις τρέφει και συντηρεί...


ΠΗΓΗ: enet.gr