19 Αυγ 2013

Αφερέγγυοι, αναξιόπιστοι και επικίνδυνοι


ΑΡΘΡΟ του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΓΕΙΤΗ*
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ οικονομία έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της «επεκτατικής λιτότητας» συνεχίζει να βρίσκεται σε δημοσιονομικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό κενό.
Παρά ταύτα, το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει αρχίσει ένας νέος γύρος πολιτικού εμπαιγμού των Ελλήνων...
 
 από την τρόικα και την εγχώρια αποτυχημένη πολιτική και οικονομική ελίτ γύρω από το μείζον ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. 

Ο εμπαιγμός αφορά αφ' ενός την προοπτική βιωσιμότητας του χρέους στο πλαίσιο της μνημονιακής διαχείρισης, και αφ' ετέρου την προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση Σαμαρά, να συνδέσει μια πιθανή απομείωση του χρέους με τη δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος.

Λίγη θεωρία πρώτα. Η σχέση μεταξύ πρωτογενούς πλεονάσματος και βιωσιμότητας του χρέους εξαρτάται από το ποιος ασκεί την οικονομική διαχείριση, η Αριστερά ή η Δεξιά. Θα περιοριστώ, λόγω χώρου, στη δεξιά διαχείριση. Αυτή ταυτίζεται πλήρως με την κυρίαρχη συντηρητική και νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία και ιδεολογία, η οποία προσδιορίζει και το πλαίσιο των Μνημονίων. Για τη δεξιά διαχείριση το πρωτογενές πλεόνασμα είναι ζωτικό μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής και αναγκαίο για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής. Για τη Δεξιά το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να επιτευχθεί μέσω δημοσιονομικής λιτότητας. Ομως η σαθρή οικονομική θεωρία που υποστηρίζει την πολιτική της Δεξιάς, έχει ένα θεμελιακό μειονέκτημα. Ταυτίζει τον κρατικό προϋπολογισμό με τον ισολογισμό μιας επιχείρησης και υποτιμά την υφεσιακή επίπτωση της δημοσιονομικής λιτότητας, με αρνητικές συνέπειες στη διαδικασία της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η δεξιά διαχείριση είναι συνεπώς εκ φύσεως ανορθολογική, υφεσιακή και δημοσιονομικά αποσταθεροποιητική.

Στην περίπτωσή μας τώρα. Η κυβέρνηση Σαμαρά είναι συνεπής με τη δεξιά της ταυτότητα. Μας προτείνει λιτότητα ως το μέσο δημιουργίας πρωτογενούς πλεονάσματος και ανάκτησης της φερεγγυότητας, που, εφόσον το αποφασίσουν οι Γερμανοί, θα ανοίξει το δρόμο για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους που πιθανά να λύσει το χρηματοδοτικό κενό της Ελλάδας μέχρι το 2016. Επί της ουσίας, μας προτείνεται λιτότητα στο όνομα της βιωσιμότητας του χρέους για να συνεχίσει να είναι μη βιώσιμο. Γιατί αυτό;

Στις τελευταίες εκθέσεις το ΔΝΤ έχει αποκαλύψει, ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις προσδιοριζόταν από αυτό που κάθε φορά ήταν πολιτικά εφικτό για τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών της Ελλάδας.

Ο σχεδιασμός ήταν ο εξής:  
Πρώτον, εκτίμηση των δανειακών υποχρεώσεών μας στη διάρκεια του προγράμματος στήριξης. Δεύτερον, εκτίμηση της ελληνικής συνεισφοράς στην αποπληρωμή του χρέους. Η εκτίμηση προέκυπτε ως το αποτέλεσμα της άθροισης του πρωτογενούς ελλείμματος/πλεονάσματος βάσει της εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, και των εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Τρίτον, υπολογισμός της διαφοράς δανειακών υποχρεώσεων και ελληνικής συνεισφοράς που ισοδυναμούσε με το νέο δανεισμό της τρόικας. Τέταρτον, τη μεταβολή του λόγου χρέους/ΑΕΠ που προέκυπτε από το συνδυασμό της προσδοκώμενης μεταβολής του ΑΕΠ και του χρέους την άπλωναν σε ορίζοντα δεκαετίας και βάφτιζαν ως βιώσιμο ένα ποσοστό χρέους γύρω στο 120%, το οποίο βέβαια δεν ήταν βιώσιμο ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μεσομακροπρόθεσμα.

Για την περίοδο 2014-2016, η έλλειψη ρεαλισμού των εκτιμήσεων για το πρωτογενές έλλειμμα/πλεόνασμα, για τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων και για την ύφεση έχει αυξήσει το χρηματοδοτικό κενό που υπήρχε στο σχεδιασμό του προγράμματος για την περίοδο 2015-2016 λόγω της ψευδαίσθησης εξόδου της Ελλάδας στις αγορές το 2014. Η περαιτέρω χρήση του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, πλέον, δεν επαρκεί πέραν του απόλυτου στεγνώματος της εγχώριας ρευστότητας και της τραπεζικής αφερεγγυότητας που θα προκαλέσει.

Τα σενάρια είναι τρία
και αρχίζω από το λιγότερο πιθανό σήμερα που γράφεται το κείμενο. 
Η Ελλάδα επιστρέφει σε καθεστώς χρεοκοπίας. 
Κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού με νέο δανεισμό από την τρόικα. Η επιλογή αυτή εκτροχιάζει την πρόβλεψη βιωσιμότητας του χρέος και δημιουργεί μείζον καταστατικό πρόβλημα στο ΔΝΤ. 
Αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας, ώστε αφ'ενός να μειωθεί το χρηματοδοτικό κενό μέχρι το 2016 και αφ' ετέρου η πρόβλεψη για το χρέος να είναι συνεπής με το πολιτικά βαφτισμένο ποσοστό βιωσιμότητας του χρέους μέχρι την περίοδο 2020-22.

Τα συμφέροντα της τρόικας και στις δύο περιπτώσεις εξυπηρετούνται καλύτερα, εάν η χώρα μας μπορέσει να δημιουργήσει το μέγιστο δυνατό πρωτογενές πλεόνασμα.
Αυτό ισοδυναμεί στην πρώτη περίπτωση με λιγότερο δανεισμό και στη δεύτερη με μικρότερη αναδιάρθρωση των δανειακών απαιτήσεων των δανειστών. Είναι λοιπόν απολύτως δικαιολογημένη, βάσει των συμφερόντων των δανειστών, η πίεση για πρωτογενές πλεόνασμα. Η αναδιάρθρωση μπορεί να περιλαμβάνει ένα συνδυασμό από κούρεμα χρέους, επιμήκυνση της ωρίμανσής του και μείωση του κόστους δανεισμού.

Στο όνομα, λοιπόν, της βιωσιμότητας του χρέους θα συνεχιστεί, με νέα δανειακή σύμβαση και νέο Μνημόνιο, η καταστροφική πολιτική της «επεκτατικής λιτότητας», ώστε να αναδιαρθρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις μας τόσο όσο το ελληνικό χρέος θα εξακολουθεί να είναι μη βιώσιμο.

Η Ελλάδα θα συνεχίζει να αδυνατεί να αποπληρώσει τις μελλοντικές δανειακές της υποχρεώσεις, θα είναι εγκλωβισμένη σε «παγίδα χρεοκοπίας» και η δεξιά διαχείριση θα δημιουργεί νέες ψευδαισθήσεις για έξοδο της Ελλάδας στις αγορές το 2016.

Υπάρχει και κάτι ακόμη πιο σκοτεινό στον επιχειρούμενο εμπαιγμό
.  
Αν τελικά γίνει απομείωση του χρέους ισόποση των υποχρεώσεων ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, όπως πολύ συχνά τονίζει ο Ολλανδός πρόεδρος του Eurogroup, τότε η οικονομία θα βρεθεί πολύ σύντομα σε μείζονα τραπεζική κρίση φερεγγυότητας και θα ανοίξει διάπλατα ο δρόμος για κούρεμα καταθέσεων.

Συμπερασματικά, η επαναδιαπραγμάτευση της βιωσιμότητας του χρέους είναι ζωτικής σημασίας, αλλά πρέπει να γίνει βάσει των εθνικών οικονομικών συμφερόντων. Μόνο σε αυτή την περίπτωση θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την πολιτική της λιτότητας, την οικονομική και κοινωνική κρίση και τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης. 
Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με δεξιά διαχείριση.

* Αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Αθήνας

ΠΗΓΗ: enet.gr