Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ
Σύμφωνα με τους όρους του τρίτου Μνημονίου και λαμβάνοντας υπόψη την περιοδική έκθεση του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), Fiscal Monitor (Απρίλιος 2013), αν η Ελλάδα το 2013 πετύχει πρωτογενές κρατικό πλεόνασμα, θα υπάρξουν οι προϋποθέσεις, για να...
γίνει προς το τέλος του χρόνου τρίτο «κούρεμα» του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Για προπαγανδιστικούς λόγους, λόγω των επερχόμενων ευρωεκλογών και δημοτικών εκλογών, το 2014, η κυβέρνηση υποστηρίζει, ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα σηματοδοτήσει την απαρχή της σταδιακής μείωσης του δημοσίου χρέους. Δηλαδή, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι η εμφάνιση πρωτογενών κρατικών πλεονασμάτων, ως από μηχανής Θεός, θα επιφέρει την αυτόματη ελάττωση του δημοσίου χρέους.
Τέτοιες απόψεις δεν έχουν κανένα επιστημονικό έρεισμα και όσοι κουτοπόνηρα τις επικαλούνται εξυπηρετούν σκοπιμότητες ψηφοθηρικού χαρακτήρα. Τι είναι όμως το πρωτογενές αποτέλεσμα; Το πρωτογενές αποτέλεσμα προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ κρατικών δαπανών και εσόδων, χωρίς τα τοκοχρεολύσια για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους να περιλαμβάνονται στις δαπάνες. Οταν στις δημοσιονομικές δαπάνες δεν συνυπολογίζονται οι τόκοι και τα χρεολύσια, οι συγκεκριμένες δαπάνες αποκαλούνται πρωτογενείς. Αν τα δημόσια έσοδα υπερβαίνουν τις πρωτογενείς δαπάνες, το κράτος έχει πρωτογενές πλεόνασμα (+). Απεναντίας, αν τα δημόσια έσοδα είναι μικρότερα των πρωτογενών δαπανών, το κράτος έχει πρωτογενές έλλειμμα (-).
Ως γνωστόν, οι τόκοι αφορούν την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και τα χρεολύσια την αποπληρωμή του. Με βάση τα στοιχεία του ΔΝΤ και μετά την υλοποίηση των δύο «κουρεμάτων» του δημοσίου χρέους, στις 31/12/2012 το χρέος της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκε σε 307 δισ. ευρώ. Για το 2013, οι δαπάνες τόκων και χρεολυσίων για την εξυπηρέτηση του χρέους της γενικής κυβέρνησης προβλέπονται 6,4 και 52,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Η ενδεχόμενη μείωση του χρέους της γενικής κυβέρνησης θα απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα άνω των 6,4 δισ. ευρώ, ώστε το πλεόνασμα να κάλυπτε τους τόκους και το περίσσευμα να συνέβαλλε στην ελάττωση του χρέους. Για παράδειγμα, αν το 2013 το κράτος είχε πρωτογενές πλεόνασμα 20 δισ. ευρώ, τότε τα 6,4 δισ. ευρώ θα προορίζονταν για τη χρηματοδότηση των τόκων και με τα υπόλοιπα 13,6 δισ. ευρώ (20-6,4=13,6) θα επιτυγχανόταν η πτώση του χρέους στα 293,4 δισ. ευρώ (307-13,6= 293,4).
Η κυβέρνηση προσδοκά το 2013 πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης 1,1 δισ. ευρώ ή 0,6% του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα σημειώσει περαιτέρω άνοδο. Δεδομένου ότι το αναμενόμενο πρωτογενές πλεόνασμα των 1,1 δισ. ευρώ καλύπτει ελάχιστο μέρος των τόκων και καθόλου των χρεολυσίων, συνάγεται ότι το 2013 το δημόσιο χρέος της Ελλάδος θα παρουσιάσει αισθητή αύξηση. Πράγματι, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι στην Ελλάδα την περίοδο 2012-2013 το χρέος της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 158,5% θα εκτοξευθεί σε 179,5%. Δηλαδή, την περίοδο 2012-2013 το δημόσιο χρέος της χώρας θα σημειώσει περαιτέρω αύξηση κατά 21,5 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα από 307 να αναρριχηθεί στα 328,5 δισ. ευρώ.
Η αναμενόμενη εντυπωσιακή άνοδος του δημοσίου χρέους κατά τη διάρκεια του 2013 οφείλεται σε «κρυφά δημοσιονομικά ελλείμματα» και σε παλαιά χρέη (ομόλογα) που λήγουν μέσα στο 2013, με συνέπεια η κάλυψή τους να γίνεται με νέο δανεισμό, δανεισμός ο οποίος αναλύεται λεπτομερώς στις σελίδες του Μνημονίου. Παράλληλα, το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο, στην επιδίωξή του να πετύχει το στόχο των πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι εμφανές ότι χρηματοδοτεί τρέχουσες κρατικές δαπάνες με πιστωτικά έσοδα, δηλαδή εθνικό δανεισμό, με επακόλουθο την εικονική συγκράτηση των δαπανών και την αναπόφευκτη ανύψωση του δημοσίου χρέους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ωραιοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων γίνεται με την ανοχή της τρόικας.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι με χαλκευμένα δημοσιονομικά στοιχεία η χώρα μας εισήλθε την 1η Ιανουαρίου 2002 στην Ευρωζώνη.
Την περίοδο 1994-2008 η γενική κυβέρνηση για εννέα ημερολογιακά έτη είχε πρωτογενή πλεονάσματα σωρευτικής αξίας 32,4 δισ. ευρώ. Παρά την ύπαρξη των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά την περίοδο 1994-2008, το χρέος της γενικής κυβέρνησης από 77 εκτινάχτηκε σε 263,2 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτη είναι η διαπίστωση, ότι την περίοδο 1994-2008, αν και ο μέσος αναπτυξιακός ρυθμός της χώρας ήταν 3,6% και το κράτος πέτυχε πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο σε απόλυτες τιμές το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 3,42 φορές.
Τα κρατικά πρωτογενή πλεονάσματα δεν συνεπάγονται και τη μείωση του δημοσίου χρέους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η διάρθρωση των κρατικών δαπανών, το ύψος των αφανών ελλειμμάτων, το μέρος του χρέους που απεικονίζεται σε «συμφωνίες ανταλλαγής» (swaps) κ.ά. είναι σαφέστατο, ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική συμπεριφορά του δημοσίου χρέους. Για παράδειγμα, αν ο κρατικός προϋπολογισμός περιλαμβάνει «κρυφές» δαπάνες, που δεν συγκαταλέγονται στις επίσημες δημοσιονομικές δαπάνες, αναπόφευκτο είναι, τα υφιστάμενα αφανή ελλείμματα να τροφοδοτούν διαχρονικά την ανοδική τάση του χρέους.
Δεδομένης της σφοδρότατης ύφεσης που διέρχεται η εθνική μας οικονομία μετά το 2008 και σε συνδυασμό με τα δυσβάστακτα μελλοντικά χρέη που απορρέουν από τις συμβάσεις των Μνημονίων, η οποιαδήποτε μεσομακροπρόθεσμη μείωση του δημοσίου χρέους θα απαιτούσε σε ορίζοντα εικοσαετίας την επίτευξη μέσων ρυθμών ανάπτυξης τουλάχιστον 5%. Κατ' αυτό τον τρόπο, το κράτος θα συγκέντρωνε τους αναγκαίους φορολογικούς πόρους, ώστε τα πρωτογενή πλεονάσματα να επαρκούσαν για την πολυπόθητη δραστική μείωση του κρατικού χρέους. Και τούτο με την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις θα νοικοκύρευαν τη δημόσια διοίκηση, θα κτυπούσαν στη ρίζα της τη διαφθορά και θα περιόριζαν δραστικά τις έκνομες παραοικονομικές δραστηριότητες (φοροδιαφυγή, λαθρεμπόριο, μίζες, ξέπλυμα χρήματος, εισφοροδιαφυγή κ.ά.).
* Αρθρο του ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ, καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και υπεύθυνου Τομέα Οικονομικών του Κόμματος «Νέα Μέρα»
http://www.enet.gr/