21 Μαΐ 2013

Δύο στρατηγικές


Του Γιώργου Καραμπελιά
Μια αυθεντικά ανατρεπτική πολιτική πρέπει να στηρίζεται ταυτόχρονα στον ρεαλισμό και στη ριζοσπαστικότητα. Να διαπνέεται από τη  ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης (την «απαισιοδοξία του λογικού»)  και  την «αισιοδοξία της βούλησης», σύμφωνα με τη ρήση του Αντόνιο Γκράμσι.

 
 

Ακούμε – και το βιώνουμε καθημερινά – πως ο λαός μοιάζει, να έχει αποδεχθεί με μια σχετική μοιρολατρία τη λαίλαπα που έχει ενσκήψει επάνω του, και δεν αντιδρά οργανωμένα και δυναμικά.
Αυτό το γεγονός είναι συνέπεια ενός πραγματικού αδιεξόδου, που επιδεινώνεται όμως εξ αιτίας της  έλλειψης εναλλακτικής στρατηγικής και ανάλογης τακτικής από την πλευρά των αντιμνημονιακών δυνάμεων.

Πράγματι, οι πολιτικές του λεγόμενου αντιμνημονιακού χώρου μένουν καθηλωμένες στο παρελθόν. Μένουν καθηλωμένες στη διεκδίκηση αποτροπής της καταστροφής, την ώρα που αυτή, στις βασικές της γραμμές, έχει συντελεστεί, και δεν προχωρούν αντίθετα στην οργάνωση της αντίστασης στο νέο καθεστώς, που έχει ήδη εγκαθιδρυθεί. Και η συνέπεια είναι, πως δεν μπορούν να δώσουν αποτελεσματικά τους αγώνες για επιβίωση και αντίσταση που επιβάλλονται. Είναι ως εάν το 1941 να καλούσες σε μάχη στα οχυρά του Ρούπελ, τη στιγμή που οι ναζί είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα, και όχι στη συγκρότηση των δυνάμεων του ανταρτοπολέμου!

Έτσι ο Αλαβάνος ή ο… Κατσανέβας προπαγανδίζουν εσχάτως την επιστροφή στη δραχμή, χωρίς να μπορούν να δείξουν, ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης και, προπαντός, πού βρίσκονται οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο εγχείρημα, το οποίο απαιτεί βεβαίως μια υψηλή και συνειδητή συσσωρευμένη πολιτική και κοινωνική δύναμη. Ο Σύριζα, από την πλευρά του, ισχυρίζεται, ότι θα εμποδίσει την εφαρμογή του μνημονίου και θα αποκαταστήσει τα πράγματα στην πρότερη κατάστασή τους, προβάλλοντας έτσι μια δυνατότητα την οποία δεν διαθέτει, εξαπατώντας ουσιαστικά το λαϊκό σώμα και οδηγώντας τους αγώνες του στην ήττα.

Το τελικό αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι ακριβώς η δυσπιστία και η μοιρολατρία που εγκαθίσταται στο εσωτερικό του λαού. Όταν έχεις ως αφετηρία κάποια ψευδώνυμη λογική «κυβερνώσας αριστεράς» – σχήμα οξύμωρο, διότι, με τις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα, θα είσαι είτε «κυβερνώσα» είτε «αριστερά»– αναπόφευκτα αποπροσανατολίζεις και εν τέλει παραλύεις τον κόσμο και τους οπαδούς σου. Με αυτή τη λογική, εξάλλου, κατόρθωσε ο ΣΥΡΙΖΑ να εκτιναχθεί στα εκλογικά ποσοστά του Ιουνίου του 2012.

Επειδή, όμως, στην πραγματικότητα δεν διαθέτεις αυτή τη δύναμη, η οποία είναι δάνεια και ασταθής, όταν έρχεται η στιγμή της αντιπαράθεσης, θα έχεις να επιλέξεις είτε να διεξάγεις έναν μειοψηφικό ή και πλειοψηφικό αγώνα, που όμως ανταποκρίνεται στα μεγέθη σου, ή αντίθετα θα τα «στρίψεις» και θα συναντηθείς με τον Σόιμπλε και τον Φούχτελ και θα εγκαταλείψεις τους… εκπαιδευτικούς στην τύχη τους.

Για μια ακόμα φορά, χαρακτηριστική υπήρξε η αδυναμία αντίδρασης στην καρατόμηση και επιστράτευση των εκπαιδευτικών, όπου και οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα συντάχθηκαν για δημαγωγικούς λόγους με την κήρυξη της απεργίας, έκαναν πίσω, αφήνοντας έκθετους τους ίδιους τους οπαδούς και τα μέλη τους.

Διότι, εάν έλεγες ανοικτά στον ελληνικό λαό, ότι θα πρέπει να διεξάγει έναν αγώνα μακράς πνοής, μετά από μια στρατηγική ήττα, η οποία έχει πλέον συντελεστεί, τότε μπορείς να διεξάγεις και πρωτοπόρους αγώνες έστω και μειοψηφικούς, που ανοίγουν τον δρόμο για το μέλλον χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, λοιπόν, ένα από τα δύο: είτε θα έλεγες ανοικτά στους εκπαιδευτικούς, ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα μιας επιτυχημένης και πλειοψηφικής απεργιακής κινητοποίησης, είτε ότι ένας αγώνας, έστω μερικών χιλιάδων εκπαιδευτικών, που θα αψηφούσαν την επιστράτευση, θα ήταν μεν μειοψηφικός, αλλά θα έπληττε συμβολικά την παντοδυναμία των μνημονιακών δυνάμεων.

Δεν μπορείς όμως να κάνεις κάτι τέτοιο, όταν την ίδια στιγμή περιφέρεσαι στα συνέδρια των Ελλήνων βιομηχάνων για να αποκτήσεις εύσημα κυβερνησιμότητας, διότι θα χαρακτηριστείς «εξτρεμιστής». 

Είτε έχεις πίσω σου ένα λαϊκό κύμα, το οποίο μπορεί να ανατρέψει το καθεστώς της νέας κατοχής – πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει ακόμα – οπότε δεν έχεις ανάγκη από εύσημα, είτε παριστάνεις ότι πράγματι το διαθέτεις και υποχρεώνεσαι να στηριχτείς στην αποδοχή των καθεστωτικών δυνάμεων και του Δασκαλόπουλου!

Όταν όμως βρεθείς σε συνθήκες όπου αυτές οι δύο πραγματικότητες, η εικονική και η αυθεντική, έρχονται σε αντιπαράθεση, υποχρεώνεσαι αιφνίδια να εγκαταλείψεις τη λεοντή του ριζοσπαστισμού και να επιστρέψεις στον «ρεαλισμό».

Η στρατηγική του ανταρτοπολέμου
 

Έχει επιβεβαιωθεί αναρίθμητες φορές στην ιστορία και το ζούμε άλλη μια φορά πάνω στο πετσί μας. Μια λανθασμένη και δήθεν αισιόδοξη ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων – η οποία στην πραγματικότητα είναι ακόμα αρνητική για τις λαϊκές δυνάμεις – οδηγεί είτε σε τυχοδιωκτισμούς, είτε τις περισσότερες φορές σε συνθηκολογήσεις. Πάντως και στη μια και στην άλλη περίπτωση ευνουχίζει τον λαό, πριν τον καταστρέψει.

Για να θυμηθούμε κάτι από τον Μάο Τσε-Τουνγκ. Το 1927-1928 υπήρχαν δύο γραμμές στο ΚΚ Κίνας. Η μία έλεγε πως η σύγκρουση με τον Τσαγκ Κάι-Σεκ θα πρέπει να γίνει στις μεγάλες πόλεις και η άλλη, του Μάο, υποστήριζε, πως θα πρέπει να υπάρξει μια στρατηγική υποχώρηση στην αχανή κινεζική ύπαιθρο και από εκεί, με την τακτική του ανταρτοπολέμου, να αρχίσει η πάλη για την εξουσία. Όλοι γνωρίζουμε, πως εν τέλει η γραμμή του Μάο επικράτησε. Ναι, μόνο που πρώτα δοκιμάστηκε η γραμμή της μετωπικής σύγκρουσης στις μεγάλες πόλεις, με όλες τις τραγικές συνέπειες που περιγράφει ο Αντρέ Μαλρώ, όταν οι Κινέζοι επαναστάτες ρίχνονταν ζωντανοί για καύσιμο στα τρένα. Έτσι και η ανατροπή του καθεστώτος χρειάστηκε πολύ περισσότερα χρόνια μετά από αυτή την εκατόμβη.

Μια αυθεντικά ανατρεπτική πολιτική πρέπει να στηρίζεται ταυτόχρονα στον ρεαλισμό και στη ριζοσπαστικότητα. Να διαπνέεται από τη ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης (την «απαισιοδοξία του λογικού») και την «αισιοδοξία της βούλησης», σύμφωνα με τη ρήση του Αντόνιο Γκράμσι.

Και αυτό σημαίνει, στη δική μας περίπτωση, πως από θέσεις άμυνας, αντίστασης, στο στρατηγικό επίπεδο, ακολουθούμε μια τακτική ανταρτοπολέμου, δηλαδή ακόμα και επίθεσης σε συγκεκριμένα ζητήματα. Αυτό ακριβώς έκανε ο λαός μας τον τελευταίο χρόνο, χωρίς καμία καθοδήγηση, στο ζήτημα των χρεών στην εφορία, όπου πραγματοποίησε μια εκτεταμένη «φορολογική απεργία». Και ακριβώς γιατί επρόκειτο για μια ορθή τακτική, κέρδισε σημαντικές θέσεις και υποχρέωσε την κυβέρνηση και την τρόικα να κάνουν πίσω στα ζητήματα των δόσεων, της ρύθμισης των χρεών, των περιορισμών στο χαράτσι. 

Και όμως, αντί να χαιρετίσουμε αυτές στις εξελίξεις σαν μια σημαντική νίκη του λαού, και να επιμείνουμε σε αυτή την κατεύθυνση συστηματοποιώντας αυτήν τη φορολογική απεργία, και διεκδικώντας τη μετάθεση των φορολογικών βαρών στους απατεώνες και τα λαμόγια, διότι από το λαό δεν έχουν να λαμβάνουν τίποτε, μείναμε στην αιώνια κλάψα, περιμένοντας τη «μεγάλη νύχτα» της «ανατροπής», η οποία όμως θα έρθει μόνο αφού συσσωρευτούν πολλές μικρές και μεγάλες επιμέρους νίκες του λαού. 
Όλα τα άλλα είναι απάτες και αυταπάτες.

 

ΠΗΓΗ: ardin-rixi.gr