O χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής Πάνος Παναγιώτου διενήργησε μία μεγάλη έρευνα για τα γεγονότα και το παρασκήνιο που οδήγησαν την ελληνική οικονομία από την ένταξη στο Ευρώ στην σημερινή κατάσταση. Το tvxs.gr παρουσιάζει ολόκληρη την έκθεση η οποία βασίζεται σε διεθνείς μελέτες και...
απόρρητα έγγραφα.
Εισαγωγή
Κάποια γεγονότα στην ιστορία ενός κράτους σηµατοδοτούν το τέλος µίας εποχής και την αρχή µίας νέας. Όµως, όσο πιο µικρά και πιο αδύναµα τα κράτη, τόσο πιθανότερο είναι, οι αποφάσεις για τα σηµαντικότερα ζητήµατα που τα αφορούν, να επηρεαστούν ή και να ληφθούν από άλλα, µεγαλύτερα και ισχυρότερα.
Μία τέτοια, ιστορικής σηµασίας απόφαση, ήταν και αυτή για τη συµµετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή νοµισµατική ένωση, που σε αντίθεση µε την κοινή πεποίθηση δεν προέκυψε ανεπηρέαστα, αλλά ελήφθη κάτω από την ευρωπαϊκή πίεση µέσα στα πλαίσια της υλοποίησης µίας µυστικής συµφωνίας µεταξύ Βρετανίας, Γερµανίας και Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας '80.
Η µελέτη αποχαρακτηρισµένων απόρρητων εγγράφων της εποχής από τα παραπάνω κράτη και επιπλέον από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, αποκαλύπτει, ότι στο σχεδιασµό της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης τα ιδιοτελή συµφέροντα των ισχυρότερων κρατών επισκίασαν εξαρχής αυτά των υπόλοιπων και ότι η δηµιουργία του ενιαίου νοµίσµατος εξελίχτηκε σε µία πράξη συνδιαλλαγής, η οποία ελάχιστα έλαβε υπόψη της την πραγµατική οικονοµική κατάσταση και τις ρεαλιστικές προοπτικές ανάπτυξης και προόδου των ευρωπαϊκών κρατών εντός µίας νοµισµατικής ένωσης.
1) 1989: Η μυστική συμφωνία Βρετανίας–Γερμανίας–Γαλλίας για την ένταξη των 'φτωχών χωρών' στο υπό δημιουργία ευρώ. Πώς έγινε η ένταξη της Ελλάδας
Καταλύτης των εξελίξεων στάθηκε το αίτηµα της Δυτικής Γερµανίας για επανένωσή της µε την Ανατολική, κάτι που για πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες και ιδιαίτερα τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ και το Γάλλο πρόεδρο Μιτεράν ανέγειρε το ‘Γερµανικό Ερώτηµα’, που µετουσιώνονταν στο φόβο της δηµιουργίας µίας Μεγάλης Γερµανίας στην καρδιά της Ευρώπης, η οποία θα είχε εθνικοσοσιαλιστική ταυτότητα, που, σε συνδυασµό µε το µέγεθος, την εµπορική, οικονοµική και νοµισµατική της δύναµη, θα της επέτρεπε να µετατραπεί σε ευρωπαϊκή υπερδύναµη.
Η Thatcher πίστευε, ότι η Γερµανία βάδιζε προσεκτικά στο δρόµο ενός σχεδίου που θα τη βοηθούσε µέσα σε δύο δεκαετίες να γίνει µία διεθνής νοµισµατική υπερδύναµη και τότε να προσπαθήσει να επιβάλλει το δικό της οικονοµικό και κοινωνικό µοντέλο σε ολόκληρη την Ευρώπη, µε απώτερο στόχο την πολιτική ενοποίηση της κάτω από την ηγεµονία της. “Στόχος της Γερµανίας είναι ένα “διαρκώς υποτιµηµένο µάρκο, που θα επιτευχθεί µέσω της σύνδεσής της σε ένα ενιαίο νόµισµα και θα της επιτρέπει να ξεφορτώνει προϊόντα σε όλους µας”, αναφέρει η Thatcher σε απόρρητα έγγραφα.
Ωστόσο, µετά την εξαγορά, έναντι αρκετών δεκάδων δισεκατοµµυρίων µάρκων, της συγκατάθεσης Γκορµπατσόφ για την επανένωση της Γερµανίας και την απόφαση της Ουάσιγκτον να την επιτρέψει προβάλλοντάς την ως νίκη της δηµοκρατίας και του καπιταλισµού έναντι του καταρρέοντος κοµµουνισµού, ο Μιτεράν αντιλήφθηκε πως αυτή ήταν θέµα χρόνου.
Σε έναν αποκαλυπτικό διάλογο του µε τη Θάτσερ, ο Μιτεράν εξέθεσε τον τρόπο µε τον οποίο πίστευε, ότι θα έπρεπε Βρετανία και Γαλλία να κινηθούν: ‘Εφόσον κανένας από τους δύο (Βρετανία – Γαλλία) δεν πρόκειται να ξεκινήσει πόλεµο εναντίον της Γερµανίας’ η λύση στον περιορισµό της δύναµής της θα µπορούσε να δοθεί µέσα από την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και συγκεκριµένα µέσα από ένα κοινό ευρωπαϊκό νόµισµα. “Αυτή είναι µία πιθανή λύση στο Γερµανικό Ερώτηµα”.
Για να προλάβει τις εξελίξεις ο Μιτεράν πρότεινε στο Γερµανό Καγκελάριο µία µυστική συµφωνία: η Γαλλία θα στήριζε την προοπτική της επανένωσης και σε αντάλλαγµα η Γερµανία θα προχωρούσε στην εγκατάλειψη του µάρκου και στην υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού νοµίσµατος µε τη δέσµευση για τη δηµιουργία µίας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. “Η µόνη ελπίδα της Γερµανίας για επανένωση είναι, να δεσµευτεί σε µία ισχυρή Ένωση” είπε ο Μιτεράν στον Κολ, απειλώντας ότι θα ασκούσε βέτο σε µία απόφαση επανένωσης.
Μετά την αλλαγή στάσης και απ’ τη Γαλλία, η Θάτσερ θεώρησε πως εφόσον δε µπορούσε να αποτρέψει το αναπόφευκτο, µία πιθανή λύση στο πρόβληµα θα ήταν η ‘διαπλάτυνση’ της Ευρώπης, µε την είσοδο όσο το δυνατόν περισσότερων κρατών, για να γίνει ‘κάτι πολύ πιο χαλαρό’, ώστε η υπεροχή της Γερµανίας να εξισορροπηθεί.
Αυτός ήταν ο λόγος που άλλαξε την πολιτική της ως προς την ένταξη πολλών χωρών στην ΕΕ και άνοιξε το θέµα της εισόδου κρατών, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία (οι 4 φτωχές χώρες, όπως αναφέρονται σε διάφορες εκθέσεις της εποχής) αλλά και κρατών του πρώην ανατολικού µπλοκ, βλέποντας στο µέλλον ακόµη µεγαλύτερη ‘διαπλάτυνση’, µε χώρες αντίβαρα στην Γερµανία.
Ο Μιτεράν υποχώρησε τόσο, ώστε να δεχτεί µία ταυτόγχρονη εµβάθυνση και διαπλάτυνση της ΕΕ και άσκησε πιέσεις στη Γερµανία, ώστε να αποδεχτεί όσο το δυνατόν περισσότερα µέλη στο ευρώ. Το µήνυµα αυτό της προοπτικής ένταξής τους στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στις ‘φτωχές χώρες’ το 1989, την ώρα που γινόταν οι µυστικές διαπραγµατεύσεις της Γαλλίας µε τη Γερµανία και τη Βρετανία.
2) 1989 -2001: Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής της Ελλάδας μετά τη μυστική συμφωνία – Συνέπειες από την πολιτική σταδιακής εγκατάλειψης της δραχμής χωρίς σωστή προετοιμασία – Στροφή στην ανάπτυξη μέσω δανεισμού, πίστωσης και εσωτερικής κατανάλωσης – Κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας - Η αναγκαστική υποτίμηση της δραχμής κατά 14% το 1998 – Τί δείχνουν εκθέσεις του ΔΝΤ της εποχής
Ο Υπουργός Οικονοµικών της Γαλλίας έστειλε το 1989 στην Ελλάδα το Υπόµνηµα Ballandour θέτοντας το αίτηµα της πλήρους νοµισµατικής Ένωσης και η Ελλάδα µε επιστολή του Υπουργού Εθνικής Οικονοµίας Π. Ρουµελιώτη, απάντησε θετικά. Το αποτέλεσµα ήταν, η άµεση υιοθέτηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της πολιτικής της 'σκληρής δραχµής', το 1989, µε στόχο τη δηµοσιονοµική εξυγίανση και τη σύνδεση της δραχµής στο ECU, έτσι ώστε η υποτίµηση της δραχµής έναντι του ECU να είναι µικρότερη από το διαφορικό πληθωρισµό (δηλαδή την ταχύτητα που αυξάνονται οι τιµές στην Ελλάδα σε σχέση µε τις χώρες στον ευρωπαϊκό µηχανισµό συναλλάγµατος και µετά το 1999 σε σχέση µε τις χώρες στο ευρώ).
Από το 1989 µέχρι το 1994 η δραχµή συνέχιζε να υποτιµάται µε µεγάλους ρυθµούς έναντι του ECU (µεταξύ 7,2% και 11,5%) και ο πληθωρισµός µπήκε σε πτωτική τροχιά. Ταυτόχρονα η σφιχτή δηµοσιονοµική πολιτική οδήγησε σε µετατροπή του πρωτογενούς ελλείµµατος από 6% το 1990 σε πρωτογενές πλεόνασµα 2,1% το 1994. Όµως µε το δηµοσιονοµικό έλλειµµα στο 12,7%, το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ σε ανοδικούς ρυθµούς, τους ρυθµούς ανάπτυξης αναιµικούς και τις πληθωριστικές τάσεις επίµονες, φαινόταν ακόµη και δια γυµνού οφθαλµού πως η Ελλάδα ήταν παντελώς ανέτοιµη να εγκαταλείψει το εθνικό της νόµισµα και να επιδιώξει την απόλυτη σύνδεση της µε ένα ευρωπαϊκό νόµισµα.
Αντίθετα, η εµπειρία της περιόδου 1990 – 1994 είχε αναδείξει τη µέγιστη σηµασία της διαχείρισης της νοµισµατικής της πολιτικής από την ίδια την Ελλάδα, καθώς η υποτίµηση της δραχµής είχε αποδειχθεί στο κυριότερο εργαλείο δηµοσιονοµικής εξυγίανσης και είχε βοηθήσει στον περιορισµό της ανατίµησης της πραγµατικής σταθµισµένης συναλλαγµατικής ισοτιµίας µόνο κατά 4,4% παρά την έλλειψη ουσιαστικής ανάπτυξης.
(Σηµείωση: Οι δείκτες για την πραγµατική σταθµισµένη συναλλαγµατική ισοτιµία (ΠΣΣΙ) µετρούν τη µεταβολή της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας κόστους και τιµών µιας οικονοµίας σε βάθος χρόνου και αποτελούν έναν από τους βασικότερους τρόπους υπολογισµού της ανταγωνιστικότητας ενός κράτους).
Παρά την πολύτιµη εµπειρία των προηγούµενων ετών όµως και εξαιτίας της προσπάθειας της ελληνικής κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδας να υλοποιήσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο και να πλησιάσουν πιο κοντά στην οριστική εγκατάλειψη του εθνικού νοµίσµατος, αποφασίστηκε το 1995 η πιο στενή σύνδεση της δραχµής µε το ECU επιτρέποντας την υποτίµηση του µόνο κατά 3% όταν τα προηγούµενα τέσσερα χρόνια η υποτίµηση δεν ήταν ποτέ µικρότερη του 7,2%.
Το αποτέλεσµα ήταν η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονοµίας να βουλιάξει και η πραγµατική σταθµισµένη συναλλαγµατική ισοτιµία να ανατιµηθεί έντονα κάνοντας τα ελληνικά προϊόντα πιο ακριβά και τα ξένα φθηνότερα. Οι ρυθµοί αποταµίευσης των Ελλήνων µειώθηκαν, το έλλειµµα τρεχουσών συναλλαγών επέστρεψε και η ανάπτυξη της οικονοµίας συνδέθηκε περισσότερο µε την κατανάλωση και όχι µε την παραγωγή.
Η προοπτική ένταξης της Ελλάδας στο υπό δηµιουργία ευρώ διευκόλυνε αυτήν την στροφή σε ένα µοντέλο ανάπτυξης βασισµένο στο δανεισµό και την εσωτερική κατανάλωση, καθώς ο πληθωρισµός άρχισε να υποχωρεί, τα επιτόκια δανεισµού να µειώνονται και η πίστωση, κρατική και ιδιωτική, να διευκολύνεται και να γίνεται φθηνότερη, χωρίς ωστόσο να αναπτύσσονται παράλληλα µηχανισµοί που θα επέτρεπαν την ουσιαστική εκµετάλλευση της προς όφελος της πραγµατικής οικονοµίας.
Η µεγάλη επέκταση της πίστωσης έδωσε ώθηση στη δηµιουργία ακραίων αυξητικών τάσεων στη χρηµατιστηριακή αγορά και την αγορά οικοδοµής προκαλώντας φούσκες οι οποίες λειτουργούσαν ως πολλαπλασιαστές της ρευστότητας τροφοδοτώντας την πλασµατική ανάπτυξη και θέτοντας ωρολογιακές βόµβες στην οικονοµία και την κοινωνία. Το δηµόσιο χρέος
παρέµεινε κοντά στα ιστορικά υψηλά του επίπεδα, τα ελλείµµατα διατηρήθηκαν και η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονοµίας συνέχισε να βουλιάζει επιβεβαιώνοντας ότι εξακολουθούσε να αποτελεί για την Ελλάδα κίνηση πολύ µεγάλου ρίσκου η εγκατάλειψη του εθνικού της νοµίσµατος και η υιοθέτηση ενός ακριβού και µη ανταγωνιστικού ευρώ.
Αυτό φάνηκε ακόµη πιο καθαρά το 1997 όταν η χρηµατοοικονοµική κρίση στη ΝΑ Ασία µόλυνε και την Ελλάδα ανατιµώντας την πραγµατική σταθµισµένη συναλλαγµατική ισοτιµία της σε επίπεδα ρεκόρ. Η αναγκαστική υποτίµηση της δραχµής κατά το εντυπωσιακό 14% το Μάρτιο του 1998 απέτρεψε το ξέσπασµα µίας ελληνικής κρίσης στα πρότυπα του 2010 η οποία θα µπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα σε πτώχευση και αποτέλεσε τη µεγαλύτερη απόδειξη πως η ελληνική οικονοµία απείχε ακόµη έτη φωτός από το να είναι έτοιµη να αποχωριστεί το εθνικό της νόµισµα. Παρόλα αυτά, η ευρωπαϊκή συµφωνία του 1989 έπρεπε να τηρηθεί και το 1998, έτος υποτίµησης της δραχµής κατά 14%, η Γερµανία έδωσε τη συγκατάθεση της για την ένταξη της χώρας στον ευρωπαϊκό µηχανισµό συναλλαγµατικών ισοτιµιών κλειδώνοντας την 1η Ιανουαρίου 2001 ως την ηµεροµηνία που η Ελλάδα θα υιοθετούσε το ευρώ, ένα νόµισµα το οποίο δε θα µπορούσε ποτέ, ασχέτως αν ήταν επείγουσα ακόµη και εθνική ανάγκη, να υποτιµήσει.
Πράγµατι, το 2001 η είσοδος στην ΕΕ έγινε γεγονός και γιορτάστηκε πανηγυρικά από την ελληνική κυβέρνηση η οποία είχε χρειαστεί, µεταξύ άλλων, να συµµαχήσει µυστικά ακόµη και µε την Goldman Sachs προκειµένου να εξασφαλίσει την πραγµάτωση της.
3) 2003: Η ενημέρωση της κυβέρνησης Σημίτη ότι η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας βουλιάζει στο ευρώ- Σύσταση από το ΔΝΤ για λήψη μέτρων – Η Ελλάδα γίνεται ακριβότερη από ποτέ - Η έκθεση του ΔΝΤ τον Ιούνιο του 2003
Χρειάστηκαν, ωστόσο, µόλις δύο χρόνια για να φανεί ότι το ευρωπαϊκό όνειρο είχε αρχίσει να µετατρέπεται σε εφιάλτη. Το 2003 το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο σήµανε συναγερµό στην κυβέρνηση Σηµίτη, ενηµερώνοντάς την προφορικώς και γραπτώς, ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας που είχε υποστεί η Ελλάδα από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή νοµισµατική ένωση ήταν δραµατική και πως προκειµένου η ελληνική οικονοµία να αντέξει στο ευρώ απαιτούνταν επειγόντως διαρθρωτικά µέτρα και ένα πρόγραµµα δηµοσιονοµικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί επείγουσα εσωτερική υποτίµηση.
Σε έκθεση του τον Ιούνιο του 2003 το ΔΝΤ αποτύπωνε τη ραγδαία ανατίµηση της πραγµατικής σταθµισµένης συναλλαγµατικής ισοτιµίας (ΠΣΣΙ) της Ελλάδας η οποία είχε απογειωθεί στα επίπεδα ρεκόρ που είχαν καταγραφεί το 1997 και που είχαν οδηγήσει σε υποτίµηση της δραχµής κατά 14%.
Μόλις σε δυόµιση χρόνια από την υιοθέτηση του ευρώ ο δείκτης σχετικού κόστους εξαγωγών της Ελλάδας έναντι των εταίρων της στην ΕΕ είχε εκτοξευθεί κατά 18% µε το µερίδιο της χώρας στην αγορά εξαγωγών έναντι των εταίρων της να έχει µειωθεί σε ανάλογο ποσοστό. Θέτοντάς το απλά, το ευρώ είχε κάνει την Ελλάδα περισσότερο ακριβή και λιγότερο ανταγωνιστική από ποτέ, συµπληρώνοντας µε το χειρότερο τρόπο την αποτυχία των ελληνικών κυβερνήσεων να βάλουν την οικονοµία στο σωστό δρόµο, τόσο πριν όσο και µετά την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη.
Σε αντίθεση, όµως, µε την προ ευρώ περίοδο, όταν οι αποκλίσεις στην ανταγωνιστικότητα διορθώνονταν µέσω της υποτίµησης της δραχµής, τώρα πια δεν υπήρχε αυτή η επιλογή. Πράγµατι, από το 1980 µέχρι το 2001 η δραχµή είχε υποτιµηθεί έναντι όλων των ανταγωνιστικών της νοµισµάτων, µε την αξία της να µειώνεται έναντι του γερµανικού µάρκου κατά περίπου έξι φορές και έναντι του αµερικανικού δολαρίου κατά περίπου δέκα φορές, µειώνοντας το έλλειµµα ανταγωνιστικότητας έναντι της Γερµανίας και των ΗΠΑ.
Αυτό ήταν εξαιρετικά σηµαντικό για την οικονοµική επιβίωση της Ελλάδας, αφού η Γερµανία ήταν ο δεύτερος µεγαλύτερος ανταγωνιστής της στο εµπόριο αγαθών - µε ελάχιστη διαφορά από τον πρώτο, την Ιταλία,- και καθώς οι ΗΠΑ ήταν ο µεγαλύτερος ανταγωνιστής της στην αγορά υπηρεσιών, µε τη Γερµανία να κατέχει την τρίτη θέση σε αυτόν τον τοµέα.
Χωρίς την επιλογή της υποτίµησης, ωστόσο, το καλοκαίρι του 2003 η Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά άοπλη στη µάχη απέναντι σε ένα τεράστιο έλλειµµα ανταγωνιστικότητας, του οποίου η θεαµατική αυξητική του τάση έµοιαζε ασταµάτητη.
Την κατάσταση επιδείνωνε η ανατίµηση του ίδιου του ευρώ, το οποίο είχε πάρει την ανιούσα εξαιτίας της νοµισµατικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ενορχήστρωνε µία κρυφή διάσωση της γερµανικής οικονοµίας, η οποία αντιµετώπιζε ταυτόχρονα τις συνέπειες της εσωτερικής τραπεζικής της κρίσης και της διεθνούς ύφεσης.
Έτσι, στα µέσα του 2003 η κυβέρνηση Σηµίτη είχε ένα πολύ δυσάρεστο ραντεβού µε την ιστορία, όταν την ώρα που προετοιµαζόταν για τις εκλογές του 2004 και για τους Ολυµπιακούς αγώνες της Αθήνας, πληροφορούνταν από το ΔΝΤ ότι, προκειµένου να µην αποτύχει το πείραµα της ένταξής της στην ευρωζώνη, η Ελλάδα χρειαζόταν εσωτερική υποτίµηση, τουλάχιστον, κατά 15%, ποσοστό εξαιρετικά µεγάλο και αντίστοιχο, σχεδόν, µε αυτό που σηµειώθηκε µεταξύ 2010 – 2013 µε την εφαρµογή του γνωστού προγράµµατος ακραίας λιτότητας της Τρόικας, προκαλώντας ασύλληπτη βλάβη στην οικονοµία.
Μπροστά στον κίνδυνο µίας δριµείας ύφεσης, αν επιχειρούνταν εσωτερική υποτίµηση, αλλά και αδυνατώντας να παραδεχτεί τον εκτροχιασµό της ελληνικής οικονοµίας εντός ευρωζώνης η κυβέρνηση Σηµίτη επέλεξε να υποσχεθεί τη λήψη µέτρων για να ικανοποιήσει το ΔΝΤ και τους εταίρους της στην ΕΕ και αντί να προχωρήσει στην εφαρµογή τους να στραφεί στον κρατικό δανεισµό για να χρηµατοδοτήσει τα ελλείµµατα και να ενισχύσει την επέκταση της πίστωσης και την εσωτερική κατανάλωση, µε την ελπίδα ότι η ανάπτυξη που θα επιτυγχάνονταν θα αποκαθιστούσε, εν µέρει, τη χαµένη ανταγωνιστικότητα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες & οι πιέσεις Μέρκελ στην κυβέρνηση Καραμανλή
4) 2004: Η κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας μετά
τις βουλευτικές εκλογές και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πίεση
Γερμανίας στην κυβέρνηση Καραμανλή για επείγουσα προσφυγή
στο ΔΝΤ με στόχο την εσωτερική υποτίμηση
Κάτω από άλλες συνθήκες αυτή η πολιτική θα έβρισκε σθεναρή αντίσταση
από τη Γερµανία και την ΕΚΤ, οι οποίες θα απαιτούσαν και θα επέβαλλαν
στην Ελλάδα την εφαρµογή σκληρής λιτότητας µε αντάλλαγµα την
παραµονή της στην ευρωζώνη. Αυτό λίγο έλειψε να γίνει πράξη το 2004,
όταν η Γερµανία ζήτησε από τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση Καραµανλή να
προσφύγει στο ΔΝΤ, καθώς η διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών και
των Ολυµπιακών αγώνων είχαν εκτροχιάσει την οικονοµία της χώρας µε
την ανταγωνιστικότητα της να έχει καταρρεύσει σε επίπεδα ρεκόρ, ενώ
µετά την τραγική απόφαση της νέας κυβέρνησης για την πραγµατοποίηση
δηµόσιας απογραφής η αξιοπιστία της Ελλάδας είχε κλονιστεί διεθνώς.
5) 2005-2008: Η εκτίναξη της τιμής του ευρώ, η απογείωση των
διεθνών τιμών τροφίμων και εμπορευμάτων και η αποτυχία λήψης
μέτρων από την κυβέρνηση Καραμανλή βουλιάζουν την ελληνική
ανταγωνιστικότητα σε ιστορικά χαμηλά – Η Ελλάδα χρειάζεται
υποτίμηση μαμούθ. Τί δείχνουν εκθέσεις του ΔΝΤ
Η ανοχή της Γερµανίας απέναντι στην Ελλάδα στηρίχτηκε στα δικά της
ένοχα µυστικά, καθώς η µεγαλύτερη οικονοµία της Ευρώπης γνώριζε, πως
δεν ήταν µόνο η ελληνική οικονοµία που είχε χάσει σε ανταγωνιστικότητα
µετά την είσοδο της στην ευρωζώνη αλλά µία σειρά κρατών, µεταξύ των
οποίων η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο ακόµη και η Γαλλία
και το κυριότερο, πως το έλλειµµα ανταγωνιστικότητας αυτών των χωρών
µετατρεπόταν σε πλεόνασµα ανταγωνιστικότητας της ίδιας.
Έτσι, η Γερµανία επέλεξε να κλείσει τα µάτια στην θεαµατική µεγέθυνση
των αποκλίσεων εντός της ευρωζώνης, ενώ στην προσπάθεια
εξυπηρέτησης των δικών της συµφερόντων δε δίστασε να τις υποθάλψει
και να τις ενισχύσει, επιτρέποντας, µεταξύ άλλων, την καταστροφική
ανατίµηση του ευρώ κατά 65% έναντι των βασικότερων διεθνών
νοµισµάτων µεταξύ του 2001 και 2008.
Το αποτέλεσµα ήταν δραµατικό και πήρε τραγικές διαστάσεις από την
πολιτική συνεχούς υποτίµησης του δολαρίου που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ
για να ενισχύσουν την οικονοµία τους, η οποία είχε οδηγήσει σε ιστορικό
ρεκόρ τις τιµές τροφίµων και πετρελαίου προκαλώντας τις προϋποθέσεις
για την παγκόσµια κρίση. Στο κλείσιµο του 2007, µετά από τέσσερα
χρόνια αδυναµίας της κυβέρνησης Καραµανλή να αντιµετωπίσει τα
πραγµατικά οικονοµικά προβλήµατα της Ελλάδας και να την οχυρώσει
από τις διεθνείς οικονοµικές απειλές, η χώρα βρισκόταν στην τελευταία
θέση στον κόσµο µεταξύ των αναπτυγµένων οικονοµιών ως προς την
ανταγωνιστικότητα, η πραγµατική σταθµισµένη συναλλαγµατική ισοτιµία
(ΠΣΣΙ) της είχε σκαρφαλώσει πάνω από το 130 και το µερίδιό της στις
εξαγωγές έναντι των εταίρων της στην ΕΕ είχε µειωθεί περισσότερο από
26% σε σχέση µε το 2001. Πρακτικά, ήταν σαν η Ελλάδα να είχε
ακριβύνει από το 2001 µέχρι το 2008 έναντι της Γερµανίας κατά 46% και
έναντι των ΗΠΑ κατά 81%.
6) 2008-2009: Η Γερμανία επιβάλλει τη διάσωση των ευρωπαϊκών
τραπεζών από τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών. Ο
κίνδυνος πτώχευσης των 'φτωχών' χωρών γεννιέται. Με πηγές
εμπιστευτικά και απόρρητα έγγραφα
Η διεθνής κρίση του χρηµατοοικονοµικού καπιταλισµού, που πήρε
τροµακτικές διαστάσεις το 2008, ιδίως µετά την χρεοκοπία της Lehman
Brothers, προκάλεσε παγκόσµια έλλειψη ρευστότητας και διεθνή άνοδο
του κόστους ιδιωτικού και κρατικού δανεισµού µολύνοντας και την
Ελλάδα.
Ήταν τότε που η σηµασία του υψηλού ελληνικού χρέους αναβαθµίστηκε
καθώς αυξάνονταν παράλληλα τόσο οι ανάγκες του κράτους για την
αντιµετώπιση των συνεπειών της κρίσης όσο και το κόστος κρατικού
δανεισµού, το οποίο είχε διατηρηθεί επί σειρά ετών χαµηλό. Στα τέλη του
2008 η ΕΕ θεωρούσε ήδη υπαρκτό αν και µικρό τον κίνδυνο αδυναµίας
εξυπηρέτησης του χρέους της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας
και της Ιρλανδίας.
Η απόφαση της Γερµανίας εκείνη τη χρονική στιγµή, για πλήρη διάσωση
των ευρωπαϊκών τραπεζών όχι µέσω ενός ευρωπαϊκού µηχανισµού αλλά
από κάθε κράτος χωριστά µε χρήµατα από τον κρατικό τους
προϋπολογισµό, µετέφερε το βάρος ενός δυνητικά τοξικού τραπεζικού
χρέους ύψους πολλών τρισεκατοµµυρίων ευρώ στα κράτη µέλη της
ευρωζώνης και δηµιούργησε τις προϋποθέσεις για µία κρίση πτωχεύσεων.
Η ομολογία Παπακωνσταντίνου και το Μνημόνιο
7) Δ' τρίμηνο 2009: Το ξέσπασμα της 'ελληνικής κρίσης'. Η
κυβέρνηση Παπανδρέου ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση για την
πτώχευση της Ελλάδας. Η Ελλάδα πιο απομονωμένη από
οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ στην ιστορία της ΈΈνωσης' σύμφωνα με
εμπιστευτικό έγγραφο
Στην Ελλάδα οι ενέργειες της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης Παπανδρέου στο
τέλος του 2009 έδωσαν µία άλλη, τιτάνια διάσταση στα οικονοµικά
προβλήµατα της χώρας, κάνοντας εν µία νυκτί την πτώχευσή της και την
προσφυγή της σε ένα µηχανισµό στήριξης ουσιαστικά, αναπόφευκτες.
Κράτη και αγορές έστρεψαν τα µάτια τους, από τις ΗΠΑ, την Ιρλανδία και
το Ντουµπάι στην Ελλάδα , πιστεύοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό και
τους αξιωµατούχους της ελληνικής κυβέρνησης και θεώρησαν το ενδεχόµενο
µίας ελληνικής χρεοκοπίας ως δεδοµένο.
8) Δεκέμβριος 2009: Η κυβέρνηση περιμένει την πτώχευση της
Ελλάδας και την ανάγκη προσφυγής σε ΕΕ ή ΔΝΤ. Η 'ομολογία'
Παπακωνσταντίνου σε εμπιστευτικό έγγραφο που δημοσιεύεται
πρώτη φορά
Η γνώση και µετάδοση του µηνύµατος της πιθανής χρεοκοπίας της
Ελλάδας από την κυβέρνηση Παπανδρέου διαφαίνεται και σε σχετική
παραδοχή, ήδη από το Δεκέµβριο του 2009, του υπουργού Οικονοµικών κ.
Παπακωνσταντίνου, όπως αποτυπώνεται σε "ευαίσθητο" έγγραφο της
αµερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, που διέρρευσε στα wikileaks και
δηµοσιεύεται για πρώτη φορά ως πηγή αυτού του άρθρου. Σύµφωνα µε το
έγγραφο σε εµπιστευτικές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στις 18 και 21
Δεκεµβρίου στην Αθήνα µεταξύ του Αµερικανού εκπροσώπου του
υπουργείου Οικονοµικών των ΗΠΑ για θέµατα Ευρώπης, Μάθιου
Ηάαρσαγκερ, και αξιωµατούχων της ελληνικής κυβέρνησης και των
ελληνικών τραπεζών, ο υπουργός Οικονοµικών της Ελλάδας κ. Γ.
Παπακωνσταντίνου είπε, ότι “υπάρχει η συνειδητοποίηση, πως µία χώρα
της Ευρωζώνης µπορεί να πτωχεύσει και ότι η ΕΕ ή το ΔΝΤ θα πρέπει να
παράσχουν στήριξη αν προκύψει µία τέτοια κατάσταση”.
9 -10) 2010: Το Μνημόνιο πρόγραμμα ελεγχόμενης χρεοκοπίας –
Πώς σήμαινε εξ αρχής απογείωση του χρέους, ύφεση ρεκόρ και
εκτίναξη της ανεργίας. Η οικονομική θεωρία πίσω από την
εσωτερική υποτίμηση. 2011-2012: Η 'ομολογία' του ΔΝΤ για την
εσωτερική υποτίμηση και τις συνέπειες της. Τί δείχνει έκθεση για
τις προηγούμενες περιπτώσεις εσωτερικής υποτίμησης
Έξι µήνες αργότερα η Ελλάδα υπέγραφε το Μνηµόνιο Συνεργασίας µε το
ΔΝΤ το οποίο, µεταξύ άλλων, προέβλεπε τη λήψη µέτρων για µια
εσωτερική υποτίµηση, την οποία το Ταµείο είχε ήδη τοποθετήσει σε
έκθεσή του νωρίτερα το ίδιο έτος κοντά στο 34%.
Οι επίσηµες προβλέψεις Τρόικας και ελληνικής κυβέρνησης έκαναν λόγο
για επιστροφή της Ελλάδας στην ανάπτυξη και στις αγορές στα τέλη του
2012, όταν το ΑΕΠ θα σηµείωνε αύξηση κατά 1%, επίπεδο ίσο µε αυτό
στο οποίο αναµενόταν να βρίσκεται και το πρωτογενές πλεόνασµα, το
οποίο θα αυξανόταν στο 6% µέχρι το 2015, συνδράµοντας στη µείωση του
δηµοσίου χρέους και αποτρέποντας την πτώχευση και την ανάγκη
αναδιάρθρωσης.
Η πραγµατική πρόβλεψη του ΔΝΤ, ωστόσο, ήταν διαφορετική από αυτήν
που δηµοσιεύτηκε το 2010, απλά και µόνο για να πειστεί ο ελληνικός λαός
να αποδεχτεί το Μνηµόνιο και ήταν πολύ πιο κοντά σε αυτήν που
δηµοσιεύτηκε στην 5η αναθεώρηση του προγράµµατος όπου αναφέρονται
τα εξής: “Η ανάπτυξη αναµένεται να παραµείνει χαµηλότερα από τα µέσα
προ κρίσης επίπεδα για µία παρατεταµένη περίοδο εντός του πλαισίου της
εµπειρίας από χώρες που υλοποίησαν εσωτερικές υποτιµήσεις. Στην
πραγµατικότητα, η απαραίτητη ανακατανοµή των πόρων προς τον
εµπορεύσιµο τοµέα δείχνει, ότι η τρέχουσα ύφεση έχει ένα σηµαντικό
συστατικό µονιµότητας.”
Προκειµένου να κατανοήσουµε τον πραγµατικό στόχο του Μνηµονίου
πρέπει να γίνει κατανοητός ο στόχος της εσωτερικής υποτίµησης. Η
οικονοµική θεωρία πίσω από την 'εσωτερική υποτίµηση' συνδέεται µε µία
µεγάλη ύφεση της οικονοµίας και αύξηση της ανεργίας που πιέζουν τους
µισθούς αρκετά χαµηλά, ώστε το κόστος εργασίας να µειωθεί και να γίνει
ανταγωνιστικό διεθνώς. Αυτό, σε συνδυασµό µε περικοπές στους µισθούς
και ιδιαίτερα στον κατώτατο και µε την αποδυνάµωση των συλλογικών
συµβάσεων εργασίας, θεωρείται ότι θα βάλει, εν τέλει, την οικονοµία σε
αναπτυξιακή τροχιά µέσω της αύξησης της ζήτησης για τις εξαγωγές της
και παρά τη µειωµένη εσωτερική ζήτηση.
Με άλλα λόγια η εσωτερική υποτίµηση προσπαθεί να µειώσει την
πραγµατική σταθµισµένη συναλλαγµατική ισοτιµία, ενώ αυτό που
επιδιώκει, κατά κύριο λόγο, το Μνηµόνιο είναι, να 'αποκαταστήσει' εντός
ευρώ τη βλάβη στην ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, που σε πολύ
σηµαντικό βαθµό προκλήθηκε εξαιτίας του ευρώ (δεδοµένης και της
αποδεδειγµένης ανικανότητας των ελληνικών κυβερνήσεων να
δηµιουργήσουν µία εκσυγχρονισµένη και ανταγωνιστική οικονοµία).
Και η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας µέσω της εσωτερικής
υποτίµησης θεωρεί την τεράστια ύφεση και την εκτίναξη της ανεργίας ως
προϋποθέσεις επιτυχίας του προγράµµατος που εφαρµόζεται, όπως
ακριβώς συνέβη στις ελάχιστες άλλες χώρες που υλοποίησαν εσωτερικές
υποτιµήσεις και στις οποίες αναφέρεται το ΔΝΤ, δηλαδή τη Λετονία, τη
Λιθουανία και την Εσθονία που µεταξύ 2007-2009 είδαν το ΑΕΠ τους να
συρρικνώνεται κατά 20%, 15% και 17% αντίστοιχα.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο σηµερινός υπουργός Οικονοµικών κ.
Στουρνάρας προβλέπει την αθροιστική συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ελλάδας
στο 25% µέχρι το 2014, ούτε θα πρέπει να αποτελέσει έκπληξη αν το ΑΕΠ
µειωθεί ακόµη περισσότερο, αφού αυτό θα αποτελεί απλά αναθεωρηµένο
στόχο του Μνηµονίου, το οποίο εξ αρχής επιδιώκει την ύφεση ως µέσω
επίτευξης της επιθυµητής εσωτερικής υποτίµησης.
Ούτε θα πρέπει να θεωρείται συµπτωµατική η απογείωση του χρέους ως
ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά παράπλευρη απώλεια την οποία η Τρόικα και η
ελληνική κυβέρνηση γνώριζαν και αποδέχτηκαν απ' την πρώτη στιγµή,
αφού η εσωτερική υποτίµηση προκαλεί ύφεση και η ύφεση µείωση του
ΑΕΠ και εκτίναξη του λόγου χρέους / ΑΕΠ.
Έτσι, στην πραγµατικότητα η πτώχευση της Ελλάδας δεν ήταν µία
απροσδόκητη συνέπεια του Μνηµονίου ή της αποτυχίας υλοποίησής του
καθώς το ίδιο το Μνηµόνιο αποτελεί από την πρώτη στιγµή το πρόγραµµα
ελεγχόµενης χρεοκοπίας της χώρας µε µοναδικό στόχο αυτή να κρατηθεί
πάση θυσία εντός ευρώ για να µην απειληθούν ευρωπαϊκά και άλλα
συµφέροντα.
Η μεγάλη έρευνα: εσωτερική υποτίμηση και προστασία της τραπεζικής ελίτ
11) 2013: Σοκ: Η Ελλάδα έχει πετύχει μόνο το μισό της εσωτερικής
υποτίμησης που έχει στόχο το Μνημόνιο. Ακολουθεί άλλο τόσο.
Τί δείχνουν δύο ανεξάρτητες εκθέσεις για το τί έρχεται στην
Ελλάδα. Η επιβεβαίωση από τις τελευταίες εκθέσεις του ΔΝΤ
Από τα παραπάνω γεννάται το καίριο ερώτηµα πόσο ποσοστό εσωτερικής
υποτίµησης από αυτό που επιδιώκεται µε τα Μνηµόνια έχει επιτευχθεί και
πόσο αποµένει ακόµη να επιβληθεί στην Ελλάδα.
Σύµφωνα µε δύο ανεξάρτητες εκθέσεις, η πρώτη από το ίδρυµα Open
Europe στο Λονδίνο και η δεύτερη από το πανεπιστήµιο London School of
Economics και το ίδρυµα CERP, η Ελλάδα µέχρι στιγµής έχει πετύχει
µόλις το µισό της εσωτερικής υποτίµησης που επιθυµεί η Τρόικα και
προβλέπεται στο Μνηµόνιο.
Σε συνοµιλία που είχα µε τον επικεφαλής της έρευνας για την έκθεση του
Open Europe, Ραούλ Ρουπάρελ, µου είπε ρητά και κατηγορηµατικά ότι η
Ελλάδα έχει να υποστεί από δω και πέρα 'άλλο τόσο' εσωτερική
υποτίµηση όσο υπέστη µέχρι τα τέλη του 2012.
Πριν σκεφτεί, όµως, κανείς να αµφισβητήσει το πόρισµα των παραπάνω
εκθέσεων, θα πρέπει να διαβάσει προσεκτικά τις εκθέσεις του ΔΝΤ του
2011 και του 2012 όπου γίνεται σταθερά αναφορά στην ανάγκη επίτευξης
εσωτερικής υποτίµησης καθώς η πραγµατική σταθµισµένη
συναλλαγµατική ισοτιµία παρέµενε επίµονα ανατιµηµένη στα πρώτα
χρόνια της λιτότητας αλλά και τις εκθέσεις του ΔΝΤ που δηµοσιεύτηκαν
µέχρι στιγµής στο 2013 όπου αναφέρεται ότι η εσωτερική υποτίµηση
'τώρα αυξάνει ταχύτητα' και πως 'ισχυρότερη εσωτερική υποτίµηση
βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη'.
12) Γιατί η πολιτική του Μνημονίου είναι καταστροφική. Γιατί η
λογική της εξαντλητικής μείωσης μισθών δεν αποδίδει και είναι
παρωχημένη. Πώς η πολιτική της Γερμανίας εξυπηρετεί τη
διεθνή τραπεζική ελίτ και τους εμπόρους χρέους
Είναι, λοιπόν, δεδοµένο ότι για την Τρόικα η εσωτερική υποτίµηση και
εποµένως η ύφεση και η αύξηση της ανεργίας πρέπει να συνεχιστούν
µέχρι η Ελλάδα να θεωρείται ανταγωνιστική έναντι της Γερµανίας µέσα
στην ευρωζώνη και κάτι τέτοιο συνεπάγεται περισσότερα µέτρα και
µεγαλύτερη οικονοµική αποδυνάµωση των Ελλήνων, µε άµεσους ή
έµµεσους τρόπους.
Έτσι, το γεγονός ότι µετά την πτώχευση του κράτους θα ακολουθήσει η
φτώχεια των πολιτών, µπορεί να θεωρείται σίγουρο, τουλάχιστον για µία
µεγάλη και συνεχώς αυξανόµενη µερίδα του ελληνικού πληθυσµού.
Το χειρότερο, όλων, όµως είναι πως όσο µεγάλη εσωτερική υποτίµηση και
αν γίνει, όσο και αν µειωθούν οι µισθοί και οι συντάξεις και όσο και αν
περικοπεί ο κατώτερος µισθός, η Ελλάδα ποτέ δε θα είναι ασφαλής ότι θα
γίνει και θα παραµείνει διεθνώς ανταγωνιστική αφού µία αύξηση στην
τιµή του ευρώ θα µεταφράζεται αυτόµατα σε µείωση της ελληνικής
ανταγωνιστικότητας και θα ακυρώνει τµήµα της εσωτερικής υποτίµησης που θα έχει συντελεστεί.
Για παράδειγµα τους τελευταίους µήνες ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός της
Ιαπωνίας ακολουθεί µία πολιτική υποτίµησης του ιαπωνικού νοµίσµατος
µε αποτέλεσµα τα ιαπωνικά προϊόντα να έχουν γίνει φθηνότερα κατά
περίπου 21% από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά µε την Ιαπωνία να πετυχαίνει
σε σε διάστηµα λίγων εβδοµάδων και χωρίς καθόλου ύφεση και
ονοµαστική µείωση µισθών. σχεδόν δύο φορές µεγαλύτερη υποτίµηση
από αυτήν που πέτυχε η Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια µε την πολιτική
λιτότητας.
Οι υποτιµήσεις των εθνικών νοµισµάτων που αλλάζουν τις διεθνείς
οικονοµικές ισορροπίες ήταν το κύριο θέµα της τελευταίας συνάντησης
των ηγετών των G20 κρατών. Προκειµένου να ξεπεράσουν τις συνέπειες
της διεθνούς κρίσης τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Ιαπωνία, η Κίνα, η Ινδία, η
Βρετανία, ο Καναδάς κλπ έχουν υιοθετήσει πληθωριστικές πολιτικές
νοµισµατικής χαλάρωσης και υποτίµησης των νοµισµάτων τους.
Αυτό συνεπάγεται πως προκειµένου να διατηρηθούν οι διεθνείς
ισορροπίες και να συντηρηθεί ο πληθωρισµός σε χαµηλές τιµές θα πρέπει
κάποιος να απορροφήσει τις πληθωριστικές πιέσεις επιτρέποντας στο
νόµισµα του να ανατιµηθεί και επιβάλλοντας στην οικονοµία του
αποπληθωριστική πολιτική λιτότητας. Ειδάλλως οι διεθνείς επενδυτικές
τράπεζες δε θα µπορέσουν να διατηρήσουν την αξία των οµολόγων που
έχουν πουλήσει στα κράτη καθώς ο διεθνής πληθωρισµός θα αρχίσει να
µειώνει την αξία του χρέους και αυτό, όπως είναι προφανές, συµφέρει το
δανειολήπτη και όχι το δανειστή.
Το µόνο νόµισµα αρκετά ισχυρό ώστε να µπορεί να παίξει τον ρόλο του
διεθνούς σταθεροποιητή νοµισµατικών και πληθωριστικών ανισορροπιών
είναι το ευρώ (δεύτερο αποθεµατικό νόµισµα µετά το δολάριο) και µε την
πολιτική της η Γερµανία κάνει ακριβώς αυτό, εξυπηρετώντας, άθελα της ή
µη, τα συµφέροντα όλων των υπολοίπων πλην των Ευρωπαίων.
Όµως ακόµη και αν το ευρώ έπαυε µε κάποιο µαγικό τρόπο να αποτελεί
πρόβληµα και πάλι η εσωτερική υποτίµηση δε θα έλυνε τα προβλήµατα
της Ελλάδας γιατί στηρίζεται στη λογική της µείωσης της τιµής προϊόντων
και υπηρεσιών και όχι στη βελτίωση της ποιότητας τους. Και αυτή η
λογική σε λίγα χρόνια θα είναι παρωχηµένη εξαιτίας της εκρηκτικής
ανάπτυξης της βιοµηχανίας των ροµπότ.
Δεν είναι καθόλου συµπτωµατικό ότι για πρώτη φορά στο 2012
αµερικανικές εταιρίες που είχαν µεταφερθεί στην Κίνα επέστρεψαν στις
ΗΠΑ καθώς ήδη σε κάποιους τοµείς της βιοµηχανίας και του εµπορίου το
µηνιαίο κόστος συντήρησης ενός ροµπότ που αντικαθιστά πλήρως έναν
εργάτη είναι µικρότερο από το µέσο µισθό ενός Κινέζου εργάτη. Η
βιοµηχανία των ροµπότ απειλεί να καταργήσει ακόµη και πανεπιστηµιακά
επαγγέλµατα µε τα τελευταία στοιχεία να είναι εντυπωσιακά ως προς την
ταχύτητα της εξέλιξης της.
Όσο φθηνή λοιπόν και αν γίνει η εργασία στην Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ
να αλλάξει ριζικά και ουσιαστικά η οικονοµία της χωρίς προσήλωση στη
βελτίωση της ποιότητας των παρεχόµενων υπηρεσιών και προϊόντων.
Επίλογος – Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι η πραγµατικότητα για το τί συνέβη στο παρελθόν και το τί
διαδραµατίζεται σήµερα στην Ελλάδα είναι αρκετά διαφορετική από
αυτήν που προβάλλεται. Όλοι οι πολιτικοί ηγέτες είχαν πλήρη γνώση των
προβληµάτων της χώρας και επέλεξαν να ακολουθήσουν τις πολιτικές που
τα ενέτειναν αντί να τα αµβλύνουν προκειµένου να εξυπηρετήσουν,
πρωτίστως, τα δικά τους συµφέροντα, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στους
προηγούµενους και κληροδοτώντας το βάρος στους επόµενους.
Δεν υπάρχει καµία αµφιβολία πως, ασχέτως των κατά περίπτωση
προθέσεων, η χώρα καταρρέει βάση σχεδίου και τα συµφέροντα που
εξυπηρετούνται δεν είναι τα δικά της. Σίγουρα, ο ανελέητος
βοµβαρδισµός της οικονοµίας και της κοινωνίας θα εξαλείψει και κάποια
από τα χρόνια αποστήµατα που τη βασανίζουν. Αλλά στην εποχή των
ευφυών όπλων µοιάζει παρανοϊκό, τραγικό και βάρβαρο να υποστηρίζει
κανείς ότι πρέπει να ισοπεδώσει µία χώρα µε τη ρίψη πυρηνικών βοµβών
επειδή είναι ανίκανος να πετύχει µε άλλον τρόπο τους στόχους του.
Αν η πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία µας έχει διδάξει κάτι αυτό είναι ότι
προκειµένου να προχωρήσει το σχέδιο πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης
η Γερµανία χρειάζεται τη βοήθεια κρίσεων που θα οδηγήσουν το κόστος
δανεισµού στα ύψη ώστε να πιεστούν τα κράτη να αποδεχτούν τους όρους
της µε αντάλλαγµα τη διάσωση τους και την παραµονή τους στο ευρώ.
Και αν ρίξουµε µία µατιά στις σηµερινές τιµές των επιτοκίων των
κρατικών οµολόγων των χωρών υπό αµφισβήτηση θα διαπιστώσουµε ότι
είναι πολύ χαµηλές για να ευνοήσουν την προώθηση των γερµανικών
σχεδίων.
Δεν πρέπει, εποµένως, να αποκλείσουµε ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον
άλλο ένα ξέσπασµα της ευρωπαϊκής κρίσης για να προωθηθούν τα
γερµανογαλλικά σχέδια και αν αυτό συµβεί δε θα πρέπει να είναι η
Ελλάδα αυτή που θα βρεθεί και πάλι στο επίκεντρο της ακριβώς µε τη
δικαιολογία ότι απέτυχε η εφαρµογή των όρων του Μνηµονίου.
Η Ελλάδα, λοιπόν, χρειάζεται το συντοµότερο µία νέα συµφωνία, αφενός
µε τους πολίτες και αφετέρου µε τους εταίρους της, Ευρωπαίους ή µη, η
οποία θα πρέπει να έχει βραχυπρόθεσµους και ρεαλιστικούς στόχους και
ουσιαστική και µακροπρόθεσµη προοπτική. Εναλλακτικές πολιτικές για
την έξοδο απ' την κρίση υπάρχουν και σίγουρα δεν βασίζονται σε µία
προσπάθεια αέναης εσωτερικής υποτίµησης µε την ψευδαίσθηση ότι µέσω
του εκµηδενισµού του κόστους εργασίας, προκειµένου να αποκατασταθεί
το έλλειµµα στην ανταγωνιστικότητα και µέσω µίας µορφής επαιτείας,
προκειµένου να καλυφθούν τα πάσης φύσεως οικονοµικά ελλείµµατα, θα
λυθούν τα προβλήµατα της χώρας. Η Ελλάδα αξίζει ένα πολύ καλύτερο
σχέδιο απ' αυτό.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr