Η κρίση που διέρχεται σήμερα η Δύση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και δημοκρατική, υποστηρίζει σε άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» ο σλοβένος μαρξιστής φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ. Η ανωτέρω διαπίστωση θα αποτελούσε ενδεχομένως «κοινό τόπο», αν δεν προερχόταν από έναν από τους πιο...
ρηξικέλευθους- ακόμα και αμφιλεγόμενο, για πολλούς- διανοητές της σύγχρονης πολιτικής σκέψης.
Με αφετηρία τη δύσκολη, επίπονη, θα έλεγε κανείς, διαδικασία μετάβασης των πρώην κομμουνιστικών χωρών στην οικονομία της «ελεύθερης αγοράς», ο Ζίζεκ χαράσσει παράλληλες γραμμές με τα όσα βιώνει σήμερα η ευρωπαϊκή Δύση.
Σχολιάζοντας, με ύφος ειρωνικό, τη συστηματική απόρριψη των δημοψηφισμάτων, υπό το πρόσχημα της σύγκρουσης των συνταγματικών αξιών (από τη Ρουμανία του…Τσαουσέσκου, έως τη σημερινή Σλοβενία με αναφορές στην Ελλάδα του Γιώργου Παπανδρέου), την κρατούσα «αντίληψη ότι η πλειοψηφία δεν είναι σε θέση να λάβει αποφάσεις, γιατί αγνοεί τις καταστροφικές συνέπειες…των αιτημάτων της», ο μαρξιστής φιλόσοφος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η δυσπιστία έναντι της δημοκρατίας», χαρακτηριστικό έως πρότινος των αναπτυσσόμενων ή μετα-κομμουνιστικών καθεστώτων, «κερδίζει πλέον έδαφος στην ίδια την αναπτυγμένη Δύση», την ώρα που «η κυβερνώσα ελίτ μοιάζει να τα χει χαμένα» (παράδειγμα οι παράλογες απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προς την Ελλάδα, όπως λέει).
«Στην Ευρώπη σήμερα οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς», καταλήγει ο μαρξιστής φιλόσοφος (παραπέμποντας στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ιε΄, 14, : «τυφλός δεν τυφλόν εάν οδηγή, αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται», δηλαδή, αν ο τυφλός οδηγεί τυφλό και οι δύο θα πέσουν σε βαθύ λάκκο).
Αξίζει να ακολουθήσει κανείς όλη τη συλλογιστική του Ζίζεκ, όπως εκτίθεται στον βρετανικό «Γκάρντιαν».
«Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις πριν την πτώση του», γράφει ο Ζίζεκ, «ο Νικολάε Τσαουσέσκου ερωτήθηκε από δημοσιογράφο της Δύσης πώς δικαιολογούσε το γεγονός ότι, παρά το ότι η ελευθερία κινήσεως κατοχυρωνόταν από το σύνταγμα (της χώρας του), οι ρουμάνοι πολίτες δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν ελεύθερα στο εξωτερικό». «Η απάντηση», λέει ο Ζίζεκ, «κινήθηκε στο πλαίσιο της καλύτερης παράδοσης της σταλινικής σοφιστείας: είναι αλήθεια ότι το σύνταγμα διασφαλίζει την ελευθερία κίνησης, αλλά προστατεύει εξίσου το δικαίωμα (διαβίωσης) σε μία ασφαλή, ευημερούσα πατρίδα». «Βρισκόμαστε λοιπόν», σχολιάζει ειρωνικά ο φιλόσοφος, «ενώπιον μιας δυνητικής σύγκρουσης δικαιωμάτων: αν επιτρεπόταν στους ρουμάνους πολίτες να φύγουν από τη χώρα, θα απειλείτο η ευημερία της πατρίδας τους. Σε αυτή τη σύγκρουση, κάποιος πρέπει να κάνει μία επιλογή, και το δικαίωμα για μία ευημερούσα, ασφαλή πατρίδα αποτελεί σαφώς προτεραιότητα…», καταλήγει.
«Φαίνεται ότι το ίδιο ακριβώς πνεύμα επικρατεί και στη Σλοβενία του σήμερα», γράφει ο Ζίζεκ. «Τον περασμένο μήνα το συνταγματικό δικαστήριο απεφάνθη ότι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη δημιουργία μίας «κακής τράπεζας» κι ενός «κρατικού ταμείου» (σσ για την απορρόφηση των ζημιών των τραπεζών) ήταν αντισυνταγματική- απαγορεύοντας ουσιαστικά τη λαϊκή ψήφο για το συγκεκριμένο ζήτημα. Το εν λόγω δημοψήφισμα είχε προταθεί από τις εργατικές ενώσεις, σε αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, και η πρόταση συγκέντρωσε αρκετές υπογραφές για να γίνει υποχρεωτική».
«Η ιδέα της δημιουργίας μιας «κακής τράπεζας» αφορούσε τη μεταφορά όλων των κακών δανείων από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες θα διασώζονταν ακολούθως με κρατικά χρήματα (δηλαδή εις βάρος των φορολογουμένων), εμποδίζοντας έτσι κάθε σοβαρή έρευνα για το είναι αρχικώς υπεύθυνος γι’ αυτά τα κακά δάνεια», γράφει ο Ζίζεκ. «Το συγκεκριμένο μέτρο, αποτέλεσε επί μήνες πεδίο αντιπαράθεσης, και απείχε πολύ από το να γίνει αποδεκτό, ακόμα και από εμπειρογνώμονες οικονομολόγους». «Γιατί λοιπόν να απαγορευτεί το δημοψήφισμα;» διερωτάται ο φιλόσοφος. «Το 2011 όταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα μέτρα λιτότητας, επικράτησε στις Βρυξέλλες πανικός, αλλά ακόμα και τότε κανείς δεν τόλμησε να το απαγορεύσει ανοιχτά», σημειώνει ο Ζίζεκ.
«Σύμφωνα με το συνταγματικό δίκαιο της Σλοβενίας, το δημοψήφισμα «θα είχε συνέπειες που αντίκεινται στο Σύνταγμα». Πώς; «Το δικαστήριο δέχθηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά ισχυρίστηκε εν τούτοις ότι η εκτέλεσή του θα έθετε σε κίνδυνο άλλες συνταγματικές αξίες, στις οποίες έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης: την εύρυθμη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, ειδικώς τη δημιουργία συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, την υλοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικώς το δικαίωμα στη δημόσια ασφάλεια και την ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία».
«Εν ολίγοις», λέει ο Ζίζεκ, «εκτιμώντας τις συνέπειες του δημοψηφίσματος, το δικαστήριο δέχθηκε απλώς ως γεγονός το ότι η αποτυχία συμμόρφωσης στις επιβολές (ή τις προσδοκίες) των διεθνών χρηματοπιστωτικών θεσμών μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική και οικονομική κρίση, και είναι συνεπώς αντισυνταγματική. Για να το πούμε χοντρά: αφού η εκπλήρωση των συγκεκριμένων απαιτήσεων και προσδοκιών αποτελούν αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση της συνταγματικής τάξης, συνεπώς έχουν προτεραιότητα έναντι του συντάγματος (και eo ipso της κρατικής κυριαρχίας)».
«Μπορεί η Σλοβενία να είναι μία μικρή χώρα», συνεχίζει ο φιλόσοφος, «εν τούτοις η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί σύμπτωμα μιας παγκόσμιας τάσης περιορισμού της δημοκρατίας». «Η άποψη που κυριαρχεί», λέει, «είναι ότι, σε μία σύνθετη οικονομική συγκυρία όπως η σημερινή, η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν είναι σε θέση να αποφασίσει- αγνοεί τις καταστροφικές συνέπειες που συνεπάγεται η εκπλήρωση των απαιτήσεών της». «Αυτή η γραμμή σκέψης», υποστηρίζει ο Ζίζεκ, «δεν είναι καινούρια. Σε τηλεοπτική του συνέντευξη πριν κάποια χρόνια, ο κοινωνιολόγος Ralf Dahrendorf συνέδεσε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για τη δημοκρατία, με το γεγονός ότι, μετά από κάθε επαναστατική αλλαγή, ο δρόμος προς την ευημερία περνάει μέσα από μία «κοιλάδα δακρύων». Μετά την κατάρρευση του Σοσιαλισμού, δεν μπορεί να περάσει κανείς στην αφθονίας μιας επιτυχούς οικονομίας της αγοράς: αν και περιορισμένες, εν τούτοις υπαρκτές, η κρατική πρόνοια και ασφάλεια πρέπει να διαλυθούν, και αυτά τα πρώτα βήματα είναι απαραιτήτως επώδυνα». «Το ίδιο ισχύει και για την δυτική Ευρώπη», γράφει ο Ζίζεκ, «όπου το πέρασμα από το μετα-πολεμικό κράτος πρόνοιας στη νέα παγκόσμια οικονομία περιλαμβάνει επώδυνες αποκηρύξεις, λιγότερη ασφάλεια και κοινωνική πρόνοια. Για τον Dahrendorf, το πρόβλημα εμπεριέχεται στο απλό γεγονός ότι αυτό το επώδυνο πέρασμα μέσω της «κοιλάδας των δακρύων» διαρκεί περισσότερο από τη μέση περίοδο μεταξύ δύο εκλογών, με αποτέλεσμα ο πειρασμός μετάθεσης των δύσκολων αποφάσεων έναντι βραχυπρόθεσμων εκλογικών κερδών να είναι μεγάλος». «Γι’ αυτόν, παράδειγμα εδώ αποτελεί η απογοήτευση των μεγάλων στρωμάτων των μετα-κομμουνιστικών κρατών με τα οικονομικά αποτελέσματα μιας νέας δημοκρατικής τάξης: τις ένδοξες ημέρες του 1989, ταύτιζαν τη δημοκρατία με την αφθονία των δυτικών καταναλωτικών κοινωνιών…20 χρόνια αργότερα, με αυτήν τη αφθονία ακόμα απούσα, κατηγορούν πλέον την ίδια τη δημοκρατία».
«Δυστυχώς», λέει ο Ζίζεκ, «ο Dahrendorf επικεντρώνεται πολύ λιγότερο στον ακριβώς αντίθετο πειρασμό: αν η πλειοψηφία αντιδρά στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία, δεν θα ήταν λογικό το συμπέρασμα ότι, για μία δεκαετία ή περίπου τόσο, θα έπρεπε να αναλάβει την εξουσία μία πεφωτισμένη ελίτ, ακόμα και με μη δημοκρατικά μέσα, προκειμένου να επιβάλει τα απαραίτητα μέτρα θέτοντας έτσι τις βάσεις μιας πραγματικά σταθερής δημοκρατίας;».
«Υπό αυτό το πρίσμα», συνεχίζει, «ο δημοσιογράφος Fareed Zakaria (σσ βασικός αρθρογράφος μεταξύ άλλων του αμερικανικού περιοδικού Time) επεσήμανε το γεγονός ότι η δημοκρατία μπορεί να «ριζώσει» μόνο σε οικονομικά αναπτυγμένες χώρες. Αν οι αναπτυσσόμενες χώρες «εκδημοκρατιστούν πρόωρα», το αποτέλεσμα είναι ο λαϊκισμός ο οποίος καταλήγει σε οικονομική καταστροφή και πολιτικό δεσποτισμό- γι’ αυτό και δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι πιο επιτυχημένες σήμερα οικονομικά χώρες του τρίτου κόσμου, η Ταϊβάν, η νότια Κορέα και η Χιλή, αγκάλιασαν την πλήρη δημοκρατία μόνο μετά από μία περίοδο αυταρχικής διακυβέρνησης. Και επιπλέον, αυτή η γραμμή σκέψης δεν παρέχει το καλύτερο επιχείρημα για την αυταρχική διακυβέρνηση της Κίνας;», διερωτάται ο Ζίζεκ.
«Το καινούριο σήμερα», υποστηρίζει ο φιλόσοφος, «είναι ότι με την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, η ίδια καχυποψία για τη δημοκρατία- κάποτε προνόμιο μόνο των χωρών του τρίτου κόσμου ή των μετα-κομμουνιστικών υπό ανάπτυξη κρατών- κερδίζει συνεχώς έδαφος στην ίδια την αναπτυγμένη δύση: αυτό που πριν μία δεκαετία ή δύο συνιστούσε συμβουλή για τους άλλους σήμερα μας αφορά εμάς τους ίδιους».
«Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι αυτή η κρίση αποτελεί απόδειξη ότι δεν είναι οι άνθρωποι, αλλά οι ίδιοι οι ειδικοί αυτοί που δεν ξέρουν τι κάνουν», υποστηρίζει. «Στη δυτική Ευρώπη, γινόμαστε μάρτυρες της αυξανόμενης ανικανότητας της κυβερνώσας ελίτ: ξέρουν όλο και λιγότερο πώς να κυβερνήσουν». «Κοιτάξτε πώς χειρίστηκε η Ευρώπη την ελληνική κρίση», λέει ο Ζίζεκ. «Πιέζουν την Ελλάδα να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά την ίδια ώρα με τα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας καταστρέφουν την οικονομία της και καθιστούν πλέον βέβαιο ότι το ελληνικό χρέος δεν θα αποπληρωθεί ποτέ».
«Στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου», επισημαίνει ο σλοβένος φιλόσοφος, «το ΔΝΤ έδωσε στη δημοσιότητα μία έκθεση κατά την οποία η οικονομική καταστροφή από τα μέτρα επιθετικής λιτότητας μπορεί να είναι ακόμα και τρεις φορές μεγαλύτερη απ’ ότι είχε αρχικώς υποτεθεί, ακυρώνοντας (σσ το Ταμείο) έτσι τις δικές του συμβουλές περί λιτότητας στην κρίση της ευρωζώνης. Σήμερα, το ΔΝΤ παραδέχεται ότι ο εξαναγκασμός της Ελλάδας και άλλων υπερχρεωμένων κρατών στην ταχεία απομείωση των χρεών τους είναι αντιπαραγωγική- αφού όμως έχουν χαθεί εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας εξαιτίας αυτής της «λάθος εκτίμησης».
«Και σε αυτό το σημείο βρίσκεται και το πραγματικό μήνυμα των «παράλογων» λαϊκών διαμαρτυριών σε όλη την Ευρώπη: οι διαδηλωτές γνωρίζουν πολύ καλά αυτό που δεν ξέρουν, δεν προσποιούνται ότι έχουν γρήγορες και εύκολες λύσεις. Αυτό που τους λέει ωστόσο το ένστικτό τους είναι παρ’ όλα αυτά σωστό: ότι και αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία επίσης δεν γνωρίζουν (σσ τι πρέπει να κάνουν)», γράφει ο Ζίζεκ.
«Σήμερα στην Ευρώπη οι τυφλοί οδηγούν τους τυφλούς», καταλήγει ο μαρξιστής φιλόσοφος, θέτοντας, θα έλεγε κανείς, ουσιαστικά τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων όσον αφορά το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείμματος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και την πορεία που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Ολόκληρο το άρθρο του Σλαβόι Ζίζεκ στον «Γκάρντιαν»