Του Παντελή Μπουκάλα
Τίποτα πιο φυσικό από τη σύγκριση. Ο,τι βλέπουμε, γευόμαστε ή ακούμε, το συγκρίνουμε αυτόματα με αλλοτινές παραστάσεις, για...
να αναδείξουμε πρόσκαιρους νικητές.
Και το παιχνίδι σημαδεύεται από πριν, όταν σαν πρώτος όρος σύγκρισης τίθενται τα ινδάλματα της εξωραϊστικής και εξευγενιστικής νοσταλγίας μας: αυτά που νοσταλγούμε, επικρατούν άνευ αγώνος. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν συγκρίνουμε κάτι «δικό μας» με οτιδήποτε ξένο.
Οσο αμερόληπτα κι αν προσπαθήσουμε να φερθούμε, τα πρωτεία δίνονται εκ προοιμίου, αφού το συναίσθημα βαραίνει πολύ περισσότερο από τις ψυχρές διανοητικές επεξεργασίες.
Το βλέπουμε και τώρα αυτό, με την αδόκιμη σύγκριση της Τελετής Εναρξης των δικών μας Ολυμπιακών με την τελετή του Λονδίνου. Δειλά στην αρχή, όσο κρατούσε ο εντυπωσιασμός από τη λονδρέζικη παράσταση, κι ύστερα όλο και πιο ζωηρά, συγκρίνουμε πράγματα, που δεν είναι βέβαιο, πως είναι συγκρίσιμα. Το εξωτερικό κοινό τους γνώρισμα δεν εξαλείφει τη βαθύτερη ανομοιότητά τους. Σε άλλα σκόπευε ο Ελληνας σκηνοθέτης, σε άλλα ο Βρετανός. Αλλη ιστορία είχαν να αφηγηθούν εν συντομία και με διαφορετικό στόχο.
Η Ελλάδα, όντας στην περιφέρεια, παρά τη φαντασίωσή μας ότι παραμένουμε κέντρο του κόσμου, αισθάνθηκε υποχρεωμένη να θυμίσει τη βαριά της κληρονομιά (περίπου το ίδιο συνέβη με τους Κινέζους το 2008). Μοναδικός σύμμαχος των δικών μας «σημάτων καπνού» ήταν οι στοιχειώδεις γνώσεις των μαθητών πολλών χωρών για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τα ίχνη που άφησε στο πέρασμα του χρόνου η θύραθεν παιδεία τους.
Αντίθετα, η Βρετανία εμφανίστηκε και τελετουργικά γεμάτη αυτοπεποίθηση, όχι τόσο για το αυτοκρατορικό παρελθόν της (αυτό υποφωτίστηκε, για να μην ανέβουν στο προσκήνιο οι ενοχλητικές μνήμες της αποικιοκρατίας), όσο για το γεγονός ότι τα δικά της σήματα είναι αμέσως αναγνωρίσιμα διεθνώς (και μαζικώς καταναλώσιμα), αλλά και κυρίαρχα και επί της ουσίας παγκοσμιοποιητικά: ο Τζέιμς Μποντ (με τη βασίλισσα να υπηρετεί τον μύθο του), ο Χάρυ Πότερ, η Μαίρη Πόπινς, ο Ντέιβιντ Μπέκαμ, οι Μπητλς, άνθρωποι ζωντανοί ή λογοτεχνικοί και κινηματογραφικοί χαρακτήρες στραγγισμένοι σε σημεία-σύμβολα, είναι μόνιμοι κάτοικοι της φαντασίας ανηλίκων και ενηλίκων παγκοσμίως. Εμείς πρέπει να ανατρέξουμε στον Ηρακλή, τον Ομηρο, τον Αλέξανδρο.
Έτσι όπως αρπαζόμαστε από τη νοσταλγία, απ’ ό,τι ομορφότερο και εξευγενισμένο με τον καιρό κράτησε η μνήμη μας από το δαπανηρότατο 2004, δεν είναι δύσκολο ν’ αναδείξουμε νικήτρια τη δική μας τελετή, ακριβώς επειδή είναι δική μας.
Η ιστορία με την κουκουβάγια και τα κουκουβαγιόπουλα έχει οικουμενική ισχύ, άλλωστε και οι Βρετανοί ανακήρυξαν την τελετή τους καλύτερη όλων των εποχών.
Αλλά τι νόημα έχουν τέτοια πρωτεία και οι άτοπες συγκρίσεις ανόμοιων πραγμάτων;
Ή, μάλλον, το ερώτημα τίθεται κάπως διαφορετικά: μήπως το γεγονός, ότι συγκρίνουμε πάντοτε μια ωραιοποιημένη και ηρωοποιημένη Ελλάδα με οτιδήποτε σύγχρονο, που το απαξιώνουμε εξαρχής, ώστε να έχουμε εύκολη νίκη, ευθύνεται που η αυτογνωσία μας έχει πήλινα ποδάρια και η αυτοπεποίθησή μας επίσης, με αποτέλεσμα να εξαλλάσσεται επίσης εύκολα σε αυτοϋποτίμηση;Πηγή: Καθημερινή