Του Περικλή Γκόγκα,
Οι φοιτητές μου στο μάθημα της μακροοικονομίας ταλαιπωρούνται αρκετά, προσπαθώντας να κατανοήσουν και να εμπεδώσουν τις θεωρίες των Κεϊνσιανών, Μονεταριστών και Νεοκλασικών οικονομολόγων. Από τη νέα...
χρονιά, όμως, στις σημειώσεις των μαθημάτων μου θα συμπληρώσω και το Μερκελιανισμό.
Είναι μια νέα μορφή οικονομικής πολιτικής, που συνδυάζει όλα τα καλά χωρίς τα αρνητικά των κλασικών θεωριών: Ανάπτυξη με αρνητικό κόστος δανεισμού, ανταγωνιστικότητα με διολίσθηση της ισοτιμίας χωρίς αύξηση της προσφοράς χρήματος, χωρίς πληθωρισμό ή αύξηση του συστημικού κινδύνου, και διασφάλιση της δεσπόζουσας θέσης στη διεθνή αγορά μέσω προγραμμάτων «διάσωσης».
Η υιοθέτηση του ευρώ ως κοινού νομίσματος για τις συμμετέχουσες στην Ευρωζώνη χώρες χαιρετίστηκε από πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και ανθρώπους των επιχειρήσεων ως ένα πολύ σημαντικό βήμα προς το ιδανικό της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης μέσω δημιουργίας μιας Άριστης Νομισματικής Περιοχής όπως την οραματίστηκε ο Robert A. Mundell.
Το νέο νόμισμα ήταν πολύ πιο επιτυχημένο, από ό,τι περίμεναν πολλοί οικονομολόγοι, έχει καταφέρει να γίνει το δεύτερο, μετά το δολάριο, αποθεματικό νόμισμα για τις κεντρικές τράπεζες και περίπου τριάντα χώρες στον κόσμο επέλεξαν να συνδέσουν το νόμισμά τους με το ευρώ.
Το νέο νόμισμα έχει εξαλείψει το συναλλαγματικό κίνδυνο και ελαχιστοποίησε τα συναλλακτικά κόστη μέσα στην Ευρωζώνη, ενισχύοντας το ενδοευρωπαϊκό εμπόριο και την αποτελεσματική κατανομή κεφαλαίων.
Τελευταία όμως, όλα αυτό το οικοδόμημα δείχνει να κλονίζεται. Η κρίση χρέους που χτύπησε την Ευρωζώνη αντιμετωπίστηκε από μια σαστισμένη και διχασμένη Ευρώπη, με ηγέτες που δύσκολα και με δειλία υψώνουν το ανάστημά τους στις περιστάσεις για να δώσουν γρήγορες και αποτελεσματικές λύσεις όπως επιβάλλει μια κρίση με εξαίρεση φυσικά την Αγκελα Μέρκελ.
Γιατί όμως η Γερμανία δεν κάνει κάτι για να λύσει το πρόβλημα; Γιατί το πρόβλημα αντιμετωπίζεται όπως στην περίπτωση της Ελλάδας-πειραματόζωο με αυστηρή λιτότητα με τα γνωστά αντίθετα αποτελέσματα;
Κάθε φοιτητής/τριά μου στη μακροοικονομία μπορεί να σας διαβεβαιώσει, ότι τα μέσα που καθορίζει η οικονομική επιστήμη για την αποφυγή ή την αντιμετώπιση μιας κρίσης είναι δύο:
α) Η επεκτατική νομισματική πολιτική, δηλαδή η αύξηση της ποσότητας χρήματος στην οικονομία με αντένδειξη τη σχετική αύξηση του πληθωρισμού.
β) Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή η αύξηση των κρατικών δαπανών σε επενδύσεις, μισθούς κ.λπ. η οποία αυξάνει τις δανειακές υποχρεώσεις μιας χώρας.
Η συνταγή των δανειστών μας, όμως, είναι ακριβώς το αντίθετο:
α) Δεν αυξάνεται η ποσότητα χρήματος, καθώς δεν ελέγχουμε εμείς τη νομισματική μας πολιτική αλλά και γιατί ανθίσταται σθεναρά η Γερμανία για να γίνει κάτι τέτοιο συνολικά στην Ε.Ε. λύνοντας πολλά προβλήματα.
β) Εχει επιβληθεί στη χώρα μας μια δραστική μείωση των κρατικών δαπανών κάθε μορφής: επενδύσεις, υγεία, παιδεία, κοινωνικές παροχές, κ.λπ. με αποτέλεσμα τη βαθιά ύφεση που δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο.
Γιατί λοιπόν αυτή η πολιτική; Γιατί αποσταθεροποιεί το ευρώ η ίδια η Γερμανία, που εμφανίζεται φανατικός υπερασπιστής του;
Πέρα από κάθε θεωρία συνωμοσίας η απάντηση ίσως έρχεται και πάλι από την οικονομική επιστήμη: Η Γερμανία πετυχαίνει να έχει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο:
1. Η αβεβαιότητα που γεννά η ελληνική κρίση και οι υπόνοιες για επέκτασή της έχει προκαλέσει μια διολίσθηση του ευρώ - κάνοντας φθηνότερα τα γερμανικά προϊόντα στο εξωτερικό - που αύξησε ακόμα περισσότερο την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγές της Γερμανίας προς όλο τον κόσμο.
2. Ταυτόχρονα, αυτό επιτυγχάνεται χωρίς την αύξηση της προσφοράς χρήματος, που θα προκαλούσε μεν πτώση της αξίας του ευρώ αλλά επίσης πληθωρισμό και στη Γερμανία.
3. Παράλληλα, το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας, που υπογράφηκε σε ανύποπτο χρόνο μέσα στην κορύφωση του ελληνικού προβλήματος, προέβλεπε, ότι οι χώρες-μέλη της νομισματικής ένωσης δεν θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για προσέλκυση επενδύσεων μέσω μείωσης φορολογικών συντελεστών ούτε μέσω χρηματοδότησης επενδυτικών προγραμμάτων μέσω δανεισμού. Πρακτικό αποτέλεσμα για τη Γερμανία; Διατήρηση του status quo που τη βρίσκει στην κορυφή της ανταγωνιστικότητας χωρίς δυνατότητα από τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες να κερδίσουν ένα μερίδιο από την πίτα των διεθνών επενδύσεων.
4. Τα Μνημόνια και η χρηματοοικονομική «βοήθεια» δημιουργούν μια σχέση εξάρτησης των περιφερειακών οικονομιών από τη Γερμανία. Άμεσα λόγω των δανείων, που χωρίς σχεδιασμό για ανάπτυξη είναι ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθουν οι αδύναμες χώρες, και έμμεσα με τα προγράμματα «επενδύσεων» σε ευνοϊκούς όρους, που υπογράφονται παράλληλα με τις δανειακές συμβάσεις.
5. Τέλος, το καλύτερο για τη Γερμανία είναι ότι η αβεβαιότητα και αστάθεια στην Ευρωζώνη μεταφράζεται φυσικά σε μια φυγή των επενδυτών από ομόλογα άλλων κρατών και αυξημένη ζήτηση των πιο ασφαλών bunds (γερμανικών κρατικών ομολόγων). Η μεγάλη αυτή ζήτηση ανεβάζει τις τιμές τους και συμπιέζει προς το μηδέν ή και ακόμα πιο κάτω, όπως είδαμε πρόσφατα, τα επιτόκια δανεισμού της Γερμανίας επιτρέποντάς τη να δανείζεται ακόμα και με αρνητικό επιτόκιο!
Με τη συντήρηση δηλαδή της κατάστασης αυτής, οι επενδυτές δέχονται να πληρώσουν τη Γερμανία για το «προνόμιο» που αποκτούν να της δανείσουν χρήματα! Γιατί λοιπόν να μην προσπαθεί με κάθε τρόπο να συντηρεί αυτή την κατάσταση η κ. Μέρκελ;
Τη σημαντικότητα του Μερκελιανισμού για την οικονομία της Γερμανίας, όπως περιγράφεται από τα παραπάνω, μπορεί να τη διαβεβαιώσει κάθε φοιτητής/τρια του μαθήματος των μακροοικονομικών (αρκεί να το έχει περάσει).
* Επίκουρου καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης και Διεθνών Οικονομικών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
pgkogkas@ierd.duth.gr
ΗΜΕΡΗΣΙΑ