Έχουν περάσει 20 χρόνια και η συνθήκη του Μάαστριχτ, θεωρείται η σημαντικότερη συνθήκη της ευρωπαϊκής ένωσης. Και η δεύτερη σε παγκόσμια κλίμακα μετά από εκείνη του ΟΗΕ. Η συνθήκη αυτή περιέχει οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο και εξισώνει τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Όπως ισχυρίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτό διατηρεί την ισοτιμία μεταξύ των μελών… όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η συνθήκη του Μάαστριχτ προέβλεπε την δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) και της ΕΕ, την καθιέρωση ενιαίου νομίσματος για όλα τα κράτη- μέλη της ΕΕ και ως απώτερο στόχο έθετε την πολιτική ενοποίηση στην ΕΕ με μια μορφή Ομοσπονδίας. Όπου όλα τα κράτη θα είχαν κοινό νόμισμα παρότι είχαν και έχουν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας τους.
Η συνθήκη προέβλεπε τα τέσσερα κάτωθι σημεία για την υιοθέτηση του ευρώ:
1. Oι ισοτιμίες του νομίσματος της κάθε χώρας πρέπει να παραμείνουν μέσα στην ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών για δυο τουλάχιστον χρόνια.
2. Tα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούν να ξεπερνάνε κατά περιστέρες ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των πιο αποδοτικών μελών.
3. O πληθωρισμός πρέπει να είναι κάτω από μια τιμή αναφοράς (μέσα σε 3 χρόνια οι τιμές δεν πρέπει να ξεπερνούν κατά περισσότερο από 1.5% τις αντίστοιχες του πιο αποδοτικού κράτους.
4. Tο δημόσιο χρέος πρέπει να είναι μικρότερο από 60% του ΑΕΠ ή να βαίνει προς αυτόν τον στόχο (δηλαδή και μεγαλύτερο να είναι, αρκεί να έχει πτωτική τάση). Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μικρότερα από 3% του ΑΕΠ
Η συνθήκη πήρε το όνομα της από την πόλη Μάαστριχτ στην οποία και υπεγράφη την 7 Φεβρουαρίου του 1992, εκ μέρους της Ελλάδας υπεγράφη από τον υπουργό εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και τον υπουργό οικονομίας Ευθύμιο Χριστοδούλου.
Τότε, το πρόβλημα των ηγετών είχε να κάνει κυρίως με τους φόβους και τις ανησυχίες, ότι η Συνθήκη θα σήμαινε την απώλεια της ταυτότητας και του ειδικού βάρους του κάθε κράτους-μέλους. «Όμως αυτά δεν ήταν αντικείμενο της Συνθήκης», έλεγε ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ επικυρώθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από τα κοινοβούλια των κρατών, με εξαίρεση την Ιρλανδία, τη Γαλλία και την Δανία στις οποίες τέθηκε σε δημοψήφισμα. Στην Γαλλία επικυρώθηκε με ποσοστό 51% έναντι 49% που τάχθηκε κατά. Στην Δανία αρχικά απορρίφτηκε στην συνέχεια όμως και αφού αφαιρέθηκαν τα 4 σημεία που περιγράφουμε πιο πάνω η συνθήκη επικυρώθηκε. Στην Ελλάδα υπέρ της συνθήκης τάχθηκαν τα κόμματα ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός και ΠΟΛ.ΑΝ. ενώ κατά τάχθηκε μόνο το ΚΚΕ, υποστηρίζοντας ότι «Οι διαφορές που υπάρχουν είναι τέτοιες που είναι αδύνατο να υπάρξει σύγκλιση, υπό την κυριαρχία των μονοπωλίων, υπολογίζοντας και τη δράση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού»
Η Ελλάδα ουσιαστικά εντάχθηκε στο ευρώ με στοιχεία που δεν εκπληρώνουν με τίποτα τα βασικά σημεία της συνθήκης. Το έλλειμμα από το 1993 έως το 1999 (βάσει αυτών των στοιχείων μπήκαμε στο ευρώ) ποτέ δεν έπεσε στο 3%, ενώ γίνεται φανερή και η παρέμβαση στα στοιχεία καθώς υπάρχει μείωση των ελλειμμάτων για μια πολύ μικρή χρονική περίοδο πριν την ένταξη μας στη ΟΝΕ, ενώ αμέσως μετά τα ελλείμματα εκτινάσσονται. Και πλέον σήμερα έχουν μόνο ανοδική τάση. Προφανώς, η ελληνική κυβέρνηση, ήταν σε πλήρη σύμπνοια με την ΕΕ, ώστε να καταφέρει η Ελλάδα να μπει στο ευρώ. Από κοινού «μαγείρεψαν» τα στοιχεία, ώστε να μετατρέψουν τη χώρα σε ισότιμο μέλος. Και τα αποτελέσματα αυτού του μαγειρέματος, είναι 11 χρόνια μετά την ένταξη μας στο κοινό νόμισμα, όπου δεν μπορούν να ελέγξουν αλλά ούτε και να προβλέψουν τόσο το έλλειμμα όσο και το χρέος.
Όμως, αφού το χρέος δεν ήταν κάτω από 60% την ίδια περίοδο ούτε και είχε πτωτική τάση, με ποιό σκεπτικό οι ευρωπαίοι δέχτηκαν την χώρα στο ευρώ, όταν αυτή δεν πληρούσε τους όρους της συνθήκης; Γιατί να ενταχθούμε σε ένα πανίσχυρο νόμισμα, όταν η οικονομία της χώρας δεν ανταποκρινόταν σε αυτό; Γιατί οι τότε κυβερνώντες (Κ. Σημίτης), έκαναν τα πάντα (βλ. παραποίηση στοιχείων) ώστε να ενταχθούμε στο ενιαίο νόμισμα;
Το ευρώ προϋποθέτει, ότι καταρχήν έχει την ίδια αξία σε όλα τα κράτη μέλη, αφού έχουν όλα την ίδια παραγωγική αξία… όμως αυτό δεν στέκει, σε καμία περίπτωση. Δεν έχουν όλα τα κράτη μέλη την ίδια παραγωγική αξία. Άρα πως γίνεται να έχουν το ίδιο νόμισμα; Ποιόν πραγματικά βολεύει αυτό;
Το ευρώ δεν είναι ένα νόμισμα όπως η δραχμή, το νόμισμα αυτό το έχουμε στην χώρα μας χωρίς να μπορούμε να ασκήσουμε νομισματική πολιτική πάνω του. Δηλαδή είναι ένα νόμισμα χωρίς υπουργείο… δεν μπορείς να το υποτιμήσεις, ούτε και να το υπερτιμήσεις. Ένα ισχυρό νόμισμα βολεύει τα πιο ισχυρά κράτη και είναι καταστροφικό για τα αδύναμα κράτη. Η Ελλάδα, εκτός του ότι έχει να αντιμετωπίσει την παρηκμασμένη, σε όλα τα επίπεδα, παραγωγή, και την αδυναμία να «μαζέψει» τα ελλείμματα, έχει να αντιμετωπίσει και το ιστορικό της αλλοίωσης των στοιχείων, παίρνοντας άξια τον τίτλο του αδύναμου κράτους.
Στο πιο κάτω γράφημα φαίνεται καθαρά, πώς το χρέος εκτοξεύεται μετά τη βοήθεια της ΕΕ και του ΔΝΤ. Επίσης οι προβλέψεις που κάνουν για τα επόμενα χρόνια αλλάζουν συνεχώς προς το χειρότερο, γιατί η κρίση πλέον γεννά ύφεση και η ύφεση κρίση με αποτέλεσμα να μην μπορούν να προβλέψουν τις πραγματικές επιπτώσεις των μέτρων που επιβάλουν.
Ο «μονόδρομος» της στρατηγικής των προγραμμάτων «σύγκλισης» για την «ανάκαμψη της οικονομίας, τη μείωση των ελλειμμάτων, του χρέους, της ανεργίας και του πληθωρισμού», έχει συνέπειες που σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, είναι περισσότερο φανερές από ποτέ.
Κωδικοποιημένα, οι 4 ελευθερίες της συνθήκης του Μάαστριχτ ήταν οι εξής:
1) Η Ελευθερία μετακίνησης των Αγαθών (δίχως δασμούς, μεταξύ των κρατών-μελών)
2) Η Ελευθερία μετακίνησης του Κεφαλαίου (από χώρα σε χώρα και μάλιστα με επιδότηση με σκοπό τη μέγιστη κερδοφορία).
3) Η Ελευθερία των Υπηρεσιών
4) Η Ελευθερία μετακίνησης των προσώπων (για να πωλούν την εργασία τους όπου-όπου και όσο-όσο).
Μια επίσκεψη στα επίσημα στοιχεία για τις ελληνικές επιχειρήσεις που «μετακόμισαν» (επιδοτούμενες μάλιστα) κυρίως στα Βαλκάνια, στην Κύπρο και αλλού, θα πείσει και τον τελευταίο δύσπιστο για την εξήγηση της χαμηλής παραγωγικότητας, της ανεργίας κλπ. Είναι φανερό ότι αυτή η κρίση-του χρηματοπιστωτικού τομέα- που στην αρχή θυμόμαστε ότι αποδόθηκε στην απληστία, τη μανία του τζόγου των golden boys κλπ. δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί, κι ακόμη περισσότερο δεν θα μπορούσε τόσο απίστευτα εύκολα να μεταδοθεί, αν δεν είχε «πατήσει» στην περίφημη απόλυτη "ελευθερία" της κίνησης κεφαλαίων, η οποία ήταν το κλειδί για την αύξηση των κερδών αυτών που έπαιζαν σ’ αυτό το παιχνίδι.
Ούτε λίγο – ούτε πολύ οι θιασώτες του Μάαστριχτ, καλούσαν τον ελληνικό λαό να ανεχθεί λίγα χρόνια λιτότητας και του υπόσχονταν πως με την εκπλήρωση των στόχων του προγράμματος «σύγκλισης», θα έρθουν και για τους Έλληνες καλύτερες μέρες. Την ίδια στιγμή οι συνέπειες της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε το Μάαστριχτ γίνονται φανερές:
Η βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη, τα ελλείμματα του ισοζυγίου επιδεινώνονται δραματικά, ενώ μειώνεται ο πραγματικός τζίρος στην αγορά. Έτσι διαμορφώθηκαν σε ύψος – ρεκόρ τα «φέσια» στην αγορά, τα λουκέτα στις μικρομεσαίες και μεγάλες παραδοσιακές βιομηχανικές επιχειρήσεις και φυσικά ο αριθμός των ανέργων στην Ελλάδα φτάνει σήμερα να ξεπερνάει το επίσημο ποσοστό ανεργίας των 1.200.000 ανθρώπων (Το 1996 ήταν 400.000, δηλαδή το ποσοστό αυτό ήταν στο 11%, όσο περίπου ήταν και ο μ.ο. στην Ευρωπαϊκή Ένωση).
20 χρόνια μετά, η συνθήκη του Μάαστριχτ και η δημιουργία του κοινού νομίσματος, δεν κατάφερε να ενώσει τα κράτη μέλη και σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να εξισώσει τις αποκλίσεις των κρατών μελών όσο αναφορά τα οικονομικά τους.
Αυτό που κατάφερε να κάνει η ΕΕ 20 χρόνια μετά την δημιουργία της, ήταν να δημιουργήσει κράτη γίγαντες που επιβάλλονται στα πιο αδύναμα κράτη και ασκούν πολιτικές λιτότητας σε όλους τους λαούς της ΕΕ. Για παράδειγμα, τα υπερχρεωμένα κράτη – μέλη που εφαρμόζουν προγράμματα διάσωσης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία) δεσμεύονται για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων, ενώ όσα έχουν μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για δράση πρέπει να ενεργοποιήσουν αυτόματους σταθεροποιητές της οικονομίας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση τα κράτη – μέλη «επανεξετάζουν τη φορολογική τους πολιτική και αν κριθεί απαραίτητο, διευρύνουν τη φορολογική βάση, καταργούν αδικαιολόγητες φοροαπαλλαγές και εξαιρέσεις, περιορίζουν τους φόρους στην εργασία».
Η ΕΕ πλέον αντιμετωπίζει την μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση και τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για κάθε χώρα ώστε να αντιμετωπίσουν την κρίση είναι τα ίδια: λιτότητα, περικοπές μισθών, ξεπούλημα του δημοσίου τομέα και ενίσχυση των τραπεζών με τεράστια κεφάλαια. Από ότι και να πάσχει μια χώρα η ΕΕ, μαζί με το ΔΝΤ πλέον, εφαρμόζουν την ίδια πολιτική!
Στην Ελλάδα επικρατούν δυο απόψεις. Η πρώτη που είναι με την παραμονή της χώρας στο ευρώ και η δεύτερη που είναι με το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα.
Δεν χρειάζεται να ξέρεις βαθιά οικονομικά για να αναλογιστείς πως πραγματικά περνούσες με την δραχμή και αν σου έκανε καλό το πέρασμα στο ευρώ. Προφανώς αν δεν είσαι τραπεζίτης, καναλάρχης και γενικά αρπαχτικό θα απαντήσεις ότι το ευρώ σε γονάτισε. Άρα για ποιο λόγο θα πρέπει να παραμείνουμε σε μια νομισματική ένωση που μπήκαμε με ψευδή στοιχειά και που τα πραγματικά μας στοιχεία δεν μπορούν να αντέξουν το ευρώ;
http://www.inprecor.gr/