7 Δεκ 2011

Η συζήτηση για την σύγχρονη «μετά-δημοκρατία» δεν έχει αρχίσει


Του Jan-Werner Mueller
Εχουν περάσει 20 χρόνια από την διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία για πολλούς ιστορικούς σήμανε το πραγματικό τέλος του «σύντομου 20ού αιώνα» - ενός αιώνα που, αρχίζοντας το 1914, χαρακτηρίστηκε από παρατεταμένες ιδεολογικές συγκρούσεις...
 
ανάμεσα στον κομμουνισμό, τον φασισμό και τη φιλελεύθερη δημοκρατία, μέχρι που η τελευταία φάνηκε να αναδεικνύεται πλήρως νικηφόρα.


Ομως, κάτι περίεργο συνέβη στον δρόμο προς το Τέλος της Ιστορίας: 
μοιάζουμε απεγνωσμένοι να διδαχθούμε από το πρόσφατο παρελθόν, αλλά είμαστε πολύ αβέβαιοι για το ποια είναι τα μαθήματα.


Στη σύγχρονη ιστορία αυτό που, ειδικά οι Ευρωπαίοι, χρειάζεται να διδαχθούν σήμερα από τον 20ό αιώνα αφορά την ισχύ ακραίων ιδεολογιών σε σκοτεινούς καιρούς - καθώς και την παράδοξη φύση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, όπως αυτή οικοδομήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.


Αν και οι περισσότεροι δεν θα το ομολογούσαμε, παραμένουμε προσκολλημένοι στις έννοιες και τις κατηγορίες των ιδεολογικών πολέμων του 20ού αιώνα. Οροι όπως «ισλαμο-φασισμός» ή «τρίτος απολυταρχισμός» δημιουργήθηκαν, όχι απλώς για να χαρακτηρίσουν έναν νέο εχθρό της Δύσης, αλλά και για να ξαναφέρουν στο νου την εμπειρία των αγώνων κατά των απολυταρχισμών, οι οποίοι προηγήθηκαν και ακολούθησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.


Τέτοιοι όροι ζητούν να δανειστούν νομιμοποίηση από το παρελθόν και να εξηγήσουν το παρόν, με τρόπο τον οποίον δεν βρήκαν ποτέ πολύ χρήσιμο οι περισσότεροι σοβαροί μελετητές του Ισλάμ ή της τρομοκρατίας. Τέτοιες αναλογίες δεν οξύνουν την πολιτική κρίση για τα σύγχρονα γεγονότα.


Επομένως, πώς θα έπρεπε άραγε να σκεφτούμε για την ιδεολογική παρακαταθήκη του 20ού αιώνα;  

Πρώτον, πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε τον 20ό αιώνα σαν μια ιστορική παρένθεση γεμάτη με παθολογικά πειράματα, τα οποία έγιναν από παράφρονες στοχαστές και πολιτικούς, σαν να υπήρχε φιλελεύθερη δημοκρατία πριν από αυτά τα πειράματα και χρειαζόταν απλώς να την αναβιώσουμε μετά την αποτυχία τους. 
Δεν είναι μια ευχάριστη σκέψη - ίσως είναι και επικίνδυνη - αλλά γεγονός παραμένει, ότι πολλοί άνθρωποι, όχι μόνον ιδεολόγοι, εναπέθεσαν τις ελπίδες τους στα αυταρχικά και απολυταρχικά πειράματα του 20ού αιώνα, θεωρώντας ότι πολιτικοί όπως ο Μουσολίνι, ακόμη και ο Στάλιν, θα έλυναν προβλήματα με ορθολογικές πολιτικές λύσεις.
Πρέπει να θυμόμαστε, ότι τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ τους ανέβασαν τελικά στην εξουσία ένας βασιλιάς και ένας απόστρατος στρατηγός, αντιστοίχως - με άλλα λόγια οι παραδοσιακές ελίτ της εξουσίας, όχι κάποιοι φανατικοί που έπαιζαν ξύλο στους δρόμους.


Δεύτερον, πρέπει να αναλογιστούμε την ειδική και νεωτεριστική φύση της δημοκρατίας, την οποίαν δημιούργησαν οι δυτικοευρωπαϊκές ελίτ μετά το 1945.  
Μετά την απολυταρχική εμπειρία, σταμάτησαν να ταυτίζουν την δημοκρατία με την κοινοβουλευτική κυριαρχική εξουσία - την κλασική ερμηνεία της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παντού, εκτός από τις ΗΠΑ. Ενα κοινοβούλιο ποτέ πια δεν θα έπρεπε να εκχωρήσει την εξουσία σε έναν Χίτλερ ή σε έναν Πεταίν.


Σήμερα, πολλοί Ευρωπαίοι έχουν την εντύπωση, ότι η ήπειρος μπαίνει σε αυτό που ο πολιτικός επιστήμων Κόλιν Κράουτς χαρακτήρισε «μετα-δημοκρατική» εποχή. 
Ολο και συχνότερα, πολίτες ισχυρίζονται, ότι οι πολιτικές ελίτ δεν τους εκπροσωπούν σωστά, και ότι αμέσως εκλεγμένοι θεσμοί - ιδίως τα εθνικά κοινοβούλια - αναγκάζονται να υποκύψουν σε μη εκλεγμένα σώματα, όπως οι κεντρικές τράπεζες. Το αποτέλεσμα είναι παθιασμένες διαμαρτυρίες στους δρόμους και άνοδος των λαϊκίστικων κομμάτων στη Γηραιά Ηπειρο.


Για πολύ καιρό, οι ευρωπαίοι πολίτες εμπιστεύθηκαν τις ελίτ, για να κάνουν πράξη το έργο της δημοκρατίας - και συχνά φάνηκαν, μάλιστα, να προτιμούν μη εκλεγμένες ελίτ.  

Αν θέλουν τώρα, να τροποποιήσουν το κοινωνικό συμβόλαιο (και αν υποθέσουμε ότι η άμεση δημοκρατία παραμένει αδύνατη), η αλλαγή θα πρέπει να βασίζεται σε μια σαφή και ιστορικώς θεμελιωμένη αίσθηση, για το ποιους νεωτερισμούς θα μπορούσε να χρειάζεται πραγματικά η ευρωπαϊκή δημοκρατία, αλλά και για το ποιον εμπιστεύονται πραγματικά οι Ευρωπαίοι για να ασκήσει εξουσία.


Αυτή η συζήτηση, σχεδόν, δεν έχει αρχίσει.

* O κ.Γιαν-Βέρνερ Μίλερ είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ

ΠΗΓΗ: TO BHMA - The Project Syndicate