Άραγε το παιχνίδι έχει χαθεί οριστικά; Μπορούν άραγε οι ψηφοφόροι και οι στρατευμένοι στην Αριστερά, που νοιάζονται περισσότερο για το περιεχόμενο παρά για την «ταμπέλα», να προσδοκούν...
ότι θα πολεμήσουν τη Δεξιά, όταν τα κόμματα τα οποία υποστηρίζουν έχουν προσχωρήσει στον νεοφιλελευθερισμό αλλά εξακολουθούν να κυριαρχούν εκλογικά;
Πρόκειται πλέον για ένα τυπικό τελετουργικό: η διάκριση ανάμεσα σε μια μεταρρυθμιστική Αριστερά και στους συντηρητικούς διατηρείται κατά τις προεκλογικές περιόδους ως οπτικό μετείκασμα Στη συνέχεια, ευκαιρίας δοθείσης, η Αριστερά κυβερνά τη χώρα ακριβώς όπως οι αντίπαλοί της, προσπαθώντας να μη διαταράξει τις οικονομικές ιεραρχίες και δομές.
Οι περισσότεροι αριστεροί υποψήφιοι που προσβλέπουν σε κάποιο κυβερνητικό πόστο επιμένουν στην ανάγκη για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις — απολύτως αναγκαίες, μάλιστα, όπως λένε. Αλλά προκειμένου να επέλθει μια τέτοια αλλαγή, θα έπρεπε να έχουν μια οπτική που υπερβαίνει τις προεκλογικές τους ρητορείες. Επιπλέον… θα έπρεπε και να κερδίσουν τις εκλογές. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, η μετριοπαθής Αριστερά κουνάει το δάχτυλο στους «ριζοσπάστες» και σε άλλους «αγανακτισμένους». Αυτή η Αριστερά δεν περιμένει τη «μεγάλη νύχτα» της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα, ονειρεύεται μια άλλη κοινωνία μακριά από τις μάστιγες που δέρνουν τον κόσμο, απαρτιζόμενη από εξαιρετικά όντα. Με τα λόγια του γάλλου σοσιαλιστή ηγέτη Φρανσουά Ολάντ, επιδιώκει «να προσπαθεί αντί να ανατρέπει, να δρα αντί να αναστέλλει, να κατακτά αντί να αντιστέκεται». Η Αριστερά αυτή εκτιμά ότι «το να μη χτυπάς τη Δεξιά σημαίνει ότι την κρατάς ζωντανή, άρα την επιλέγεις». Η ριζοσπαστική Αριστερά αντίθετα, με τα λόγια του Ολάντ, θα προτιμούσε «να εκμεταλλευτεί κάθε είδους αγανάκτηση», παρά «να επιλέξει τον ρεαλισμό».
Μ’ άλλα λόγια, η Αριστερά στην κυβέρνηση έχει ένα δυνατό χαρτί: τους ψηφοφόρους που τη στηρίζουν εδώ και τώρα, καθώς επίσης και μια ομάδα επαγγελματιών, πρόθυμων να αναλάβουν την εξουσία. Αλλά η νίκη επί της Δεξιάς δεν συνιστά υποκατάστατο του προγράμματος ή της πολιτικής προοπτικής. Μετά την εκλογική νίκη, οι προϋπάρχουσες δομές σε εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο πιθανότατα θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την επιθυμία για αλλαγές που έχει εκφραστεί κατά την προεκλογική εκστρατεία. Στις ΗΠΑ, ο Ομπάμα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί λέγοντας, ότι τα βιομηχανικά λόμπι και τα εμπόδια που θέτουν οι Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο υπέσκαψαν την αισιοδοξία της κυβέρνησης («Yes, we can»), παρ’ όλη την ευρεία λαϊκή υποστήριξη. […]
Οι έλληνες σοσιαλιστές συγχαίρουν τον εαυτό τους για το ότι έδρασαν ταχύτερα κι από τη Θάτσερ…
Όπως στη Βραζιλία, τη Γερμανία και αλλού, μια σειρά μετριοπαθών αναθεωρήσεων της πολιτικής έλαβαν χώρα στη Γαλλία μετά την ήττα των Σοσιαλιστών το 1993 και στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τη νίκη των Συντηρητικών το 2010. Η ίδια διαδικασία θα επαναληφθεί πιθανότατα σύντομα και στην Ισπανία και την Ελλάδα, δεδομένου ότι οι σοσιαλιστικές τους κυβερνήσεις δεν θα θεωρήσουν βέβαια ότι ηττήθηκαν προς όφελος μιας αντίπαλης πολιτικής που υπερασπίζεται την επανάσταση. Υπερασπιζόμενη εξάλλου τον Παπανδρέου, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Έλενα Παναρίτη κατέφυγε σε ένα τολμηρό και απροσδόκητο παράδειγμα: «Η Μάργκαρετ Θάτσερ χρειάστηκε 11 χρόνια για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις της σε μια χώρα όπου τα δομικά προβλήματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Το δικό μας πρόγραμμα έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή μόνο σε 14 μήνες»! Μ’ άλλα λόγια, «ο Παπανδρέου τα καταφέρνει καλύτερα απ’ τη Θάτσερ»!
Η έξοδος από αυτό τον φαύλο κύκλο απαιτεί τη διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την πραγμάτωση της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Όμως, προβάλλει ένα άμεσο πρόβλημα: δεδομένης της πληθώρας εκλεπτυσμένων μηχανισμών που με βάση τους οποίους, τα τελευταία τριάντα χρόνια η οικονομική ανάπτυξη των κρατών αρθρώθηκε στις διαδικασίες της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, ακόμα και μια σχετικά ήπια μεταρρυθμιστική πολιτική (π.χ. μικρότερες φορολογικές αδικίες, ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, διατήρηση των κονδυλίων για την παιδεία κλπ.) επιτάσσει σήμερα σημαντικές ρήξεις με το παρελθόν. Ρήξεις με την τρέχουσα ευρωπαϊκή τάξη, καθώς επίσης και με τις προγενέστερες σοσιαλιστικές πολιτικές.
Ξεκινάμε όμως το παιχνίδι με δυσοίωνες προοπτικές, εκτός και αν αναιρέσουμε την «ανεξαρτησία» της ΕΚΤ (σήμερα, οι ευρωπαϊκές συνθήκες διασφαλίζουν ότι η χρηματοπιστωτική της πολιτική δεν θα υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο), εκτός και αν εισαγάγουμε κάποια ευελιξία στο σύμφωνο ανάπτυξης και σταθερότητας (το οποίο, σε περίοδο κρίσης, καταπνίγει κάθε στρατηγική πρόληψης για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανεργίας)· εκτός και αν καταδικάσουμε τον συνασπισμό Φιλελεύθερων - Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ο οποίος οδήγησε τους Σοσιαλδημοκράτες να υποστηρίξουν τον Μάριο Ντράγκι, πρώην αντιπρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs, ως υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της ΕΚΤ) και αμφισβητήσουμε τις ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές (αγαπημένο δόγμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), καθώς και την παρακολούθηση του δημόσιου χρέους (ώστε να μην αποζημιωθούν οι κερδοσκόποι, που έχουν ποντάρει ενάντια στις πιο αδύναμες χώρες της ζώνης του ευρώ). [….]
Στη Γαλλία, το Αριστερό Μέτωπο (στο οποίο περιλαμβάνεται και το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) ευελπιστεί να αντισταθεί σε αυτές τις τάσεις. Ασκώντας πίεση στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ελπίζει να το βοηθήσει να ξεφύγει από τα δεσμά του παρελθόντος. Αυτό μπορεί να θυμίζει ψευδαίσθηση, ίσως μάλιστα και απέλπιδα. Όμως, αν και αυτή η ψευδαίσθηση ενσωματώνει περισσότερα δεδομένα από την αναλογία απλώς των εκλογικών δυνάμεων και κάποιους θεσμικούς περιορισμούς, υπάρχουν κάποια σχετικά ιστορικά προηγούμενα. Καμιά από τις μείζονες κοινωνικές κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου (άδεια μετ’ αποδοχών, εβδομάδα 40 ωρών κλπ.) δεν είχε συμπεριληφθεί στο πολύ μετριοπαθές πρόγραμμα του συνασπισμού που κέρδισε τις εκλογές τον Απρίλιο-Μάιο του 1936. Το απεργιακό κίνημα του Ιουνίου ήταν αυτό που ανάγκασε τους γάλλους εργοδότες να τις αποδεχθούν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται απλώς για τις ακαταμάχητες δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων και την πίεση που ασκούν στα φοβισμένα ή διστακτικά κόμματα της Αριστεράς. Γιατί, ακριβώς, η νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές πυροδότησε τον κοινωνικό ξεσηκωμό, απελευθερώνοντας τους εργάτες που αισθάνθηκαν ότι δεν ανέχονται πια την καταπίεση που τους ασκούσε η αστυνομία και οι εργοδότες. Αναθαρρημένοι, κατάλαβαν την ίδια στιγμή ότι τα κόμματα που είχαν στηρίξει με την ψήφο τους δεν θα τους έδιναν τίποτα εκτός και αν τα ζόριζαν πραγματικά. Εξ ου και αυτή η νικηφόρα –καθώς και εξαιρετικά σπάνια– διαλεκτική ανάμεσα στις εκλογές και τις κινητοποιήσεις, στις κάλπες και τα εργοστάσια. Στις σημερινές συνθήκες, μια αριστερόστροφη κυβέρνηση απαλλαγμένη από αυτή την πίεση θα επιδίωκε αμέσως να συνάψει έναν σίγουρο γάμο με τους τεχνοκράτες, που εδώ και πολλά χρόνια δεν ξέρουν τίποτα άλλο από τον νεοφιλελευθερισμό. Η μόνη τους λαχτάρα θα ήταν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης, οι οποίοι θα υποβίβαζαν αμέσως οποιαδήποτε χώρα επιδίωκε μια αυθεντικά αριστερή πολιτική.
Το τελευταίο φεγγοβόλημα του νεκρού αστεριού της δημοκρατίας του Κέντρου
Επομένως, τολμάμε την αναμέτρηση ή συμμορφωνόμαστε αμέσως;
Οι κίνδυνοι που απορρέουν από μια τολμηρή στάση –απομόνωση, πληθωρισμός, υποβιβασμός στις αξιολογήσεις– επικρέμανται επί των κεφαλών μας σε εικοσιτετράωρη βάση.
Σύμφωνοι, αλλά δεν έχουμε να πούμε τίποτα για τους κινδύνους από τη συμμόρφωση; Αναλύοντας την κατάσταση πραγμάτων στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930, ο ιστορικός Καρλ Πολάνυι μας υπενθυμίζει ότι «το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο φιλελεύθερος καπιταλισμός» είχε οδηγήσει αρκετά κράτη προς «μια μεταρρύθμιση της οικονομίας της αγοράς με τίμημα το ξερίζωμα όλων των δημοκρατικών θεσμών».
Ακόμα και ο Μισέλ Ροκάρ, ο πιο μετριοπαθής σοσιαλιστής, ανησυχεί μπροστά σε μια τέτοια προοπτική: η επιβολή σκληρότερων όρων στους Έλληνες θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της δημοκρατίας στη χώρα αυτή. «Με δεδομένη την οργή που αισθάνεται αυτός ο λαός», έγραφε τον περασμένο μήνα, «είναι αμφίβολο το κατά πόσο οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αντέξει χωρίς την υποστήριξη του στρατού. Αυτή η θλιβερή παρατήρηση αφορά εξίσου την Πορτογαλία ή/και την Ιρλανδία ή/και άλλες, μεγαλύτερες, χώρες. Μέχρι πού θα πάει κάτι τέτοιο;».
Παρ’ όλη την υποστήριξη που της προσφέρουν θεσμοί και μέσα μαζικής ενημέρωσης, η δημοκρατία του Κέντρου κλονίζεται. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη ένας αγώνας ταχύτητας ανάμεσα στην περαιτέρω σκλήρυνση του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και στη ρήξη με τον καπιταλισμό. Η τελευταία φαίνεται να έχει ακόμα μακρύ δρόμο. Αλλά όσο οι άνθρωποι παύουν να πιστεύουν σε ένα πολιτικό παιχνίδι με πειραγμένα ζάρια, όσο αντιλαμβάνονται ότι οι κυβερνήσεις τους στερούνται αυτονομίας, όσο απαιτούν τη συμμόρφωση των τραπεζών, όσο κινητοποιούνται χωρίς καν να ξέρουν πού θα τους οδηγήσει η οργή τους, τότε, παρά πάσα προσδοκία, η Αριστερά είναι ακόμα ζωντανή.
*Ο Serge Halimi είναι διευθυντής της «Monde Diplomatique». To άρθρο, το οποίο μεταφράστηκε στα «Ενθέματα» με κάποιες περικοπές, δημοσιεύθηκε στο φύλλο του Νοεμβρίου της «Monde Diplomatique».
ΠΗΓΗ: tvxs.gr