Του Λευτέρη Τσουλφίδη*
Τα πρόσφατα χρόνια η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) άλλαξε άρδην, καθώς έχει παραβιάσει σύμφωνα και συμφωνίες, προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση του ευρώ και της ευρωζώνης (ΕΖ)...
Είναι γεγονός ότι όταν υπογράφθηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ και δημιουργήθηκε η ΕΖ, οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονταν σε τροχιά ανόδου.
Ορισμένοι μάλιστα ηγέτες, όπως π.χ. ο Γκόρντον Μπράουν το 1997, υποστήριξαν ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι φαινόμενα του παρελθόντος, για να διαψευστεί τραγικά το 2007, όταν ξεκίνησε μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις και συνεχίζεται στις ημέρες μας με ιδιαίτερη σφοδρότητα.
Αν και πρόκειται για μια κλασική κρίση, εντούτοις η χαρακτηριστική της διαφορά από τις προηγούμενες είναι η υπερχρέωση των κρατών και στην περίπτωση ορισμένων χωρών της ΕΖ (όπως η Ελλάδα) να έχουν βρεθεί χωρίς δικό τους νόμισμα και νομισματική πολιτική εκτεθειμένες σε πρωτόγνωρους κινδύνους.
Ειδικότερα, διαπιστώνουμε, ότι αν μια χώρα θεωρηθεί πως έχει ξεπεράσει ορισμένα όρια χρέους, γίνεται στόχος υποτιμητικής κερδοσκοπίας, με αποτέλεσμα οι τιμές των ομολόγων της να κατρακυλούν και τα επιτόκια να εκτοξεύονται στα ύψη, ενώ οι εκδόσεις νέων ομολόγων να γίνονται είτε ευθύς εξαρχής με αυξημένα επιτόκια είτε ακόμη και μέσω υποτιμητικής κερδοσκοπίας, διότι η οίκοθεν αύξηση του επιτοκίου συχνά εκλαμβάνεται ως ομολογία οικονομικών δυσχερειών και ανοίγει περισσότερο την «όρεξη» των κερδοσκόπων.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε στο δανεισμό της Ελλάδας, στα τέλη του 2009, που την οδήγησε στην προσφυγή της στο μηχανισμό στήριξης, που λίγο αργότερα την ακολούθησαν η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Ενώ σήμερα, το μοτίβο αυτό επανεμφανίζεται δειλά-δειλά στην Ιταλία και την Ισπανία.
Γνωρίζουμε, ότι η ΕΚΤ επικεντρώνεται στην νομισματική πολιτική, ενώ η δημοσιονομική πολιτική είναι αρμοδιότητα των χωρών μελών της ΕΖ. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ δεν εκδίδει ομόλογα και συνεπώς δεν μπορεί να τροφοδοτήσει με νέα ρευστότητα τις αγορές, όπως κάνουν π.χ. οι ΗΠΑ, οι οποίες μέσω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής έχουν πετύχει να υποτιμήσουν το δολάριο πράγμα που ισοδυναμεί με αύξηση της ισοτιμίας του ευρώ.
Η ΕΚΤ δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο, όχι μόνο λόγω έλλειψης θεσμικής ευελιξίας, αλλά, επιπλέον, διότι βασίζει πολλά στο ενδοευρωπαϊκό εμπόριο.
Συνεπώς, οι βιομηχανικές χώρες της ΕΕ χάρη στο ισχυρό ευρώ αγοράζουν φθηνότερα τις εισροές τους και αν και εξάγουν σε όλο τον κόσμο, εντούτοις το εμπόριο εντός της ΕΕ είναι που μετρά περισσότερο.
Εδώ φαίνεται να έχει επιτευχθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, μια κάποια ισορροπία, η οποία όμως δεν μπορεί να διατηρηθεί, καθώς η ανάγκη για την παροχή περισσότερης ρευστότητας για τη διάσωση επισφαλών χωρών γίνεται όλο και πιο πιεστική.
Αν π.χ. σε μια τέτοια προοπτική, η ΕΚΤ χαλαρώσει περαιτέρω τη νομισματική της πολιτική και μάλιστα προχωρήσει σε έκδοση ευρωομολόγου, τότε ακόμη και οι οικονομικά ισχυρές χώρες της ΕΖ αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να προσβληθούν από τον ιό του χρέους. Επομένως, προκειμένου να αποφύγουν τη μόλυνση, δεν αποκλείεται, με τα πρώτα συμπτώματα, η καθεμιά από αυτές να επιστρέψουν στα δικά τους νομίσματα.
Ποιο όμως είναι το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΖ;
Αυτό που διαπιστώνουμε για το ευρώ, είναι ότι πρόκειται για νόμισμα κατάλληλο για φάσεις οικονομικής άνθησης και αυτό γιατί διευκολύνει το δανεισμό οικονομικά αδύναμων χωρών, όπως η Ελλάδα, και άρα τις ενθαρρύνει να «ξανοιχτούν» περισσότερο από όσο θα τους επέτρεπαν οι δικές τους δυνάμεις και όταν έλθει ο λογαριασμός να μη είναι σε θέση να τον πληρώσουν.
Οι καπιταλιστικές οικονομίες, όμως, είναι εγγενώς ασταθείς και η εξέλιξή τους χαρακτηρίζεται από μακροχρόνιες φάσεις άνθησης και αντίστοιχες ύφεσης.
Το ευρώ θα μπορούσε, ίσως, να γίνει νόμισμα παντός καιρού, αν,
πρώτον, οι χώρες μέλη της ΕΖ διατηρούσαν ισοσκελισμένους - κατά μέσο όρο και σε βάθος χρόνου - προϋπολογισμούς, όπου σε φάσεις οικονομικής άνθησης θα είχαν πρωτογενή (τουλάχιστον) πλεονάσματα, προκειμένου να μπορούν τα επενδύουν παραγωγικά στους χαλεπούς καιρούς των κρίσεων.
Και δεύτερον, αν οι χώρες με πλεονασματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναγκάζονταν να επενδύουν μέρος τουλάχιστον των πλεονασμάτων αυτών στις ελλειμματικές χώρες, ούτως ώστε να μετριάζονται οι εγγενείς ανισορροπίες του συστήματος.
Σε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν διαπιστώνουμε ότι στη φάση της άνθησης, η Ελλάδα, ιδίως μετά την ένταξή της στην ΕΖ, ακολούθησε ακριβώς αντίθετη πολιτική από την ενδεδειγμένη. Με αποτέλεσμα να επιταχύνει τη διεύρυνση των ελλειμμάτων της και να διογκώνει το χρέος της και έτσι στη σημερινή φάση της ύφεσης να καθιστά αδύνατες τις δαπάνες για παραγωγικές (δημόσιες και ιδιωτικές) επενδύσεις.
Επομένως, αντί να έχουμε εφαρμογή αντικρισιακών πολιτικών διαπιστώνουμε εφαρμογή πολιτικών όξυνσης της κρίσης!
Εδώ δεν αναφερόμαστε στα μέτρα καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και περιορισμού των προνομίων της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά στη προσπάθεια επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων και την χρήση τους όχι για παραγωγικές επενδύσεις, αλλά για πληρωμές τοκοχρεολυσίων.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνο αν υπάρξει διεθνής οικονομική ανάκαμψη μπορούμε να ελπίζουμε σε ουσιαστική ενίσχυση από τους μηχανισμούς της ΕΕ και να επανορθώσουμε την εμφανώς λαθεμένη αλλά εν πολλοίς αναγκαστική και διεκπεραιωτική σημερινή οικονομική πολιτική.
Δημοσιεύτηκε στο Βήμα
*Αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ΠΗΓΗ: tvxs.gr