Του Σταύρου Λυγερού
H δημόσια συζήτηση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους εξαρχής προσέλαβε ανορθολογικά χαρακτηριστικά.
Καθόλου τυχαίο, αν σκεφτεί κανείς ότι θίγει με καταλυτικό σχεδόν τρόπο τις τράπεζες. Μια γενναία...
αναδιάρθρωση δεν θα πλήξει τις τράπεζες, αλλά θα απαξιώσει τα χαρτοφυλάκια των μετόχων τους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Το κρίσιμο ζήτημα είναι, εάν το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο. Σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής αστάθειας και με την πολιτική του Μνημονίου να έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, χρειάζεται πολύ προπαγανδιστικό θράσος για να απαντήσει κάποιος θετικά.
Η εικόνα του χρέους συνεχώς επιδεινώνεται και τίποτα δεν δείχνει, ότι αυτό θα αλλάξει στο ορατό μέλλον.
Η Ελλάδα είναι αδύνατο να φτάσει να πληρώνει για τόκους περίπου το 8% του ΑΕΠ της, δηλαδή περίπου 18 δις ευρώ. Είναι αδύνατο να έχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 5% για πολλά συνεχή χρόνια και, ταυτοχρόνως, να έχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για να πληρώνει τους τόκους και να μειώνει και το χρέος ως προς το ΑΕΠ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι λύση του ελληνικού προβλήματος δεν υπάρχει χωρίς να συμπεριλαμβάνει την αναδιάρθρωση του χρέους.
Προφανώς, από μόνη της η αναδιάρθρωση του χρέους δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Χρειάζεται να συνδυαστεί με δημοσιονομική εξυγίανση και με αξιοποίηση των ουκ ολίγων λιμναζουσών αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας. Με άλλα λόγια, η αναδιάρθρωση είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στη μορφή και το μέγεθος της αναδιάρθρωσης. Είναι σαφές ότι συζητάμε πάντα μόνο για αναδιάρθρωση υπό την ομπρέλα της Ευρωζώνης και όχι για μονομερή απόφαση της Αθήνας. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να υπογραμμίσει το προφανές: η αναδιάρθρωση έχει νόημα, μόνο εάν καταστήσει το χρέος βιώσιμο, δηλαδή εξυπηρετήσιμο. Μόνο τότε η Ελλάδα θα μπορέσει να επιστρέψει στις Αγορές.
Εάν ο βαθμός απομείωσης του χρέους είναι κατώτερος απ’ όσο χρειάζεται για να καταστεί βιώσιμο, τότε η κρίση ανακυκλώνεται, οι Αγορές παραμένουν κλειστές και ένα νέο, πιο μεγάλο «κούρεμα» καθίσταται αναπόφευκτο.
Στις 21 Ιουλίου 2011 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε μια ανεπαρκή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Γι’ αυτό και, τρεις μήνες μετά, οι ίδιοι άνθρωποι συζητούν την αντικατάσταση της απόφασής τους, πριν καν αυτή εφαρμοστεί.
Αυτό συμβαίνει, επειδή το προβλεπόμενο «κούρεμα» κατά 21% είναι πολύ μικρό για να καταστήσει το ελληνικό χρέος βιώσιμο. Είναι προφανές ότι μόνο εάν η ελληνική οικονομία ορθοποδήσει, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει έστω και εν μέρει το χρέος της.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ένα μεγάλο «κούρεμα» των ομολόγων, της τάξεως του 50%, δεν συμφέρει. Κάνοντας υπολογισμούς, με βάση την απόφαση της 21ης Ιουλίου, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι η πραγματική μείωση του χρέους θα είναι μόνο 20-25 δις, ενώ οι παρενέργειες θα είναι έως και καταστροφικές. Κατ’ αυτούς, λοιπόν, δεν συμφέρει.
Όλα αυτά, όμως, είναι ταχυδακτυλουργίες. Γιατί η αφετηρία πρέπει να είναι η απόφαση της 21ης Ιουλίου; Αφετηρία και κριτήριο πρέπει να είναι η ανάγκη το χρέος να καταστεί βιώσιμο.
Το εάν η αναδιάρθρωση θα έχει τη μορφή της επιμήκυνσης με συρρικνωμένο επιτόκιο ή του «κουρέματος» της ονομαστικής αξίας των ομολόγων ή ενός συνδυασμού των δύο είναι δευτερεύον.
Προφανώς, η αναδιάρθρωση είναι καλύτερο να γίνει με τη συναίνεση των τραπεζών, επειδή αυτό εξασφαλίζει ομαλότητα. Η υποχρεωτική αναδιάρθρωση υπό την ομπρέλα της Ευρωζώνης, όμως, δεν πρέπει να αποκλείεται. Η ενεργοποίηση των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) δεν αφορά την Ελλάδα.
Χωρίς άμεσο ή έμμεσο «κούρεμα» μεγάλου ύψους, το χρέος δεν πρόκειται να καταστεί βιώσιμο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ανακύκλωση του αδιεξόδου και τελικώς χρεοκοπία.
Στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, το πραγματικό δίλημμα και για την Ελλάδα και για την Ευρωζώνη και για τους ομολογιούχους είναι είτε μια γενναία αναδιάρθρωση (στο πλαίσιο ενός συνολικού προγράμματος ανάταξης) είτε μια ανεξέλεγκτη κατάρρευση.
ΕΠΙΚΑΙΡΑ
ΠΗΓΗ: parembasis