10 Ιουν 2011

Η εκνευριστική πρωτοτυπία μιας αυθεντικής λαϊκής εξέγερσης


 Η εκπληκτική σε μαζικότητα πανελλαδική ημέρα συγκεντρώσεων την Κυριακή 5 Ιούνη, η εντυπωσιακή διάρκεια των κινητοποιήσεων, ο πλούτος των λαϊκών συνελεύσεων αυτός ο πρωτόγνωρος λαϊκός ξεσηκωμός επιβεβαίωσε ότι έχουμε μπει σε μια κλιμάκωση της πολιτικής και... κοινωνικής αντιπαράθεσης. 

Σε πείσμα της προσπάθειας της κυβέρνησης και της Τρόικας να παρουσιάσουν ότι τα πράγματα βαίνουν «ομαλά» είναι σαφές ότι η συνθήκη γίνεται όλο και πιο αποσταθεροποιητική για τη δυνατότητα εμπέδωσης του «Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος» και για την επιβίωση της κυβέρνησης.

Οι κινητοποιήσεις στις πλατείες είναι τομή ακριβώς, επειδή αποτελούν τη συνάντηση ανάμεσα στον κόσμο του αγώνα και τα αναγκαστικά αντιφατικά κοινωνικά κομμάτια που κατεβαίνουν για πρώτη φορά στο δρόμο. Αυτό τις κάνει πιο απειλητικές γιατί αποτυπώνουν έμπρακτα μια πραγματική κρίση νομιμοποίησης για το αστικό μπλοκ, που άλλωστε δεν κρύβει την αμηχανία του ούτε όταν προσπαθεί να τις «εγκολπωθεί» (π.χ. μέσα από τη στάση των ΜΜΕ), ούτε όταν τις αποσιωπά.
Η εξέγερση και συμμετοχή στις κινητοποιήσεις κομματιών από τον πυρήνα της εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ αποτελεί έκφραση ενός ρήγματος στις σχέσεις εκπροσώπησης που υπονομεύει συνολικά το πολιτικό σκηνικό και ενεργοποιεί μηχανισμούς μιας συνολικότερης πολιτικής κρίσης.

Αυτό που ζούμε σήμερα είναι μια πραγματική λαϊκή εξέγερση, είναι η μορφή που θα έπαιρνε ο ξεσηκωμός του πραγματικού λαού, της πραγματικής ελληνικής κοινωνίας, των πραγματικών λαϊκών στρωμάτων: άρα ένα αντιφατικό μείγμα οργής αγανάκτησης, «αντιπολιτικών» αντανακλαστικών, προωθημένης αγωνιστικότητας αλλά και ιδεολογικών αντιφάσεων, προχωρημένων πολιτικών συνθημάτων αλλά και γηπεδικών τόνων. Αλλά αυτός είναι ο λαός και είναι λάθος να έχουμε το αντανακλαστικό που κάποτε σατίρισε ο Μπρεχτ με το στίχο του «ας εκλέξει έναν άλλο λαό». Ούτε πρέπει να μας φοβίζουν οι ελληνικές σημαίες που υψώνονται. Όποιος σήμερα αισθάνεται ότι «εκποιείται η πατρίδα του» ή ότι «καταλύεται η εθνική κυριαρχία», όποιος διεκδικεί μια πατρίδα που να μην τον προδίδει καθημερινά, που να μην τον κάνει να αισθάνεται πρόσφυγας στον ίδιο του τον τόπο δεν είναι απαραίτητα «εθνικιστής». Μπορεί να είναι απλώς ο συνάδελφος ή ο γείτονάς μας που αναζητά μια συλλογική ταυτότητα αλληλεγγύης και εξοργίζεται με τον τρόπο που ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός βάζει ολόκληρες κοινωνίες στο στόχαστρο.
Η πρόκληση είναι ακριβώς εάν η Αριστερά, που ορθά είναι δύσπιστη απέναντι στη λειτουργία φενακισμού που έχει η εθνική ιδεολογία, μπορεί να αναδείξει άλλου τύπου συλλογικές αναγνωρίσεις με ταξικό και ανατρεπτικό πρόσημο, επιμένοντας σε τελική ανάλυση ότι μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι μια ανοιχτόκαρδη και φιλόξενη πατρίδα για το «έθνος των εργαζομένων».

Σήμερα οι «πλατείες της αγανάκτησης» ανάγονται σε κρίσιμο παράγοντα που επικαθορίζει τις εξελίξεις. Θα ήταν λάθος σήμερα να πούμε ότι είναι «ανταγωνιστικές προς το οργανωμένο εργατικό κίνημα». Αυτό θα υποτιμούσε τον τρόπο που οι «πλατείες» αναδιατάσσουν ουσιαστικά το συσχετισμό δύναμης και κεντρικοποιούν πολιτικά την οργή ενάντια στην κυβέρνηση και την Τρόικα και βοηθούν το πέρασμα σε μια ανώτερη φάση της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Προφανώς και η ύπαρξη ενός ταξικού και ενωτικού εργατικού κινήματος είναι αναγκαίος όρος για την ανατροπή της πεποίθησης, όμως και οι «πλατείες» με το να φέρνουν για πρώτη φορά μετά από καιρό, μια αίσθηση αυτοπεποίθησης σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, την αισιοδοξία ότι οι αγώνες μπορούν να νικήσουν, διαμορφώνουν θετικό έδαφος για την αποφασιστική κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων και το ζωντάνεμα των σωματείων.
Με αυτό τον τρόπο ό,τι συμβαίνει στις «πλατείες» μπορεί να ενισχύσει το ξεδίπλωμα αποφασιστικών αγώνων, αλλά και οι αγώνες που ξεσπούν μπορούν να βρουν μέσα από τις «πλατείες» και ένα πεδίο συνάντηση και ένα σημείο αναφοράς.

Η Αριστερά έχει πολλά να διδαχθεί από το κίνημα αυτό. Γι’ αυτό και πρέπει να δει προσεκτικά αυτό το πείραμα αυθεντικής λαϊκής δημοκρατίας. Οι συνελεύσεις, η δυνατότητα συμμετοχής, η αυστηρή τήρηση κανόνων ισηγορίας και αλληλοσεβασμού, η προσπάθεια για συλλογική επεξεργασία θέσεων, έστω και στοιχειωδών, δείχνουν το δρόμο για μια δημοκρατική διαδικασία που θα υπερβαίνει και τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και την κονταρομαχία της «πλατφόρμας» που ταλανίζει το συνδικαλιστικό ή το φοιτητικό κίνημα.
Εκφράζουν αυτές οι μορφές αυτοοργάνωσης την αγωνία για μια πραγματική αυτοδιάθεση του χώρου και του χρόνου. Αυτό από μόνο του είναι ένα κρίσιμο βήμα πολιτικοποίησης. Επιπλέον, το να δοκιμάζει η Αριστερά, να παρέμβει δημιουργικά σε ένα τέτοιο κίνημα, σεβόμενη αυτούς τους κανόνες, και αποφεύγοντας να λειτουργήσει ως «από μηχανής θεός» ή ως αυτόκλητος καθοδηγητής, είναι μια κρίσιμη δοκιμασία για δει εάν μπορεί πραγματικά να κερδίσει με τις απόψεις και τις ιδέες της και να διαμορφώσει πολύ πιο ουσιαστικούς δεσμούς συντροφικότητας και αλληλεγγύης.

Άλλωστε, ένα κίνημα πολιτικοποιείται ή μετασχηματίζεται από την Αριστερά, μόνο όταν αυτή είναι ενεργή μέσα σε αυτό, όταν γίνεται κομμάτι του, όταν αναλαμβάνει μερίδιο της συλλογικής ευθύνης, όταν σέβεται τη δική του δημοκρατία και τη σχετική αυτονομία του. Διαφορετικά, η δυσπιστία απέναντι στην πολιτική μπορεί να συμπαρασύρει και την Αριστερά, ακόμη κι όταν έχει το όπλο της αγωνιστικότητας, της συλλογικότητας και της επεξεργασμένης γνώμης. Άρα η όποια παρέμβαση για την πολιτικοποίηση πρέπει να είναι «εμμενής» προς το κίνημα και τα χαρακτηριστικά, τα όρια και τις δυναμικές του, και όχι εξωτερική ή αντιθετική.
Το κίνημα αυτό είναι και ένα τεράστιο αίτημα συλλογικότητας, η διάθεση δηλαδή «να κάνουμε πράγματα μαζί». Η απλή εξωτερική εκφορά ενός λόγου δεν αρκεί ή φαντάζει και «αλλότρια» προς τη δυναμική του κινήματος. Αντίθετα, ο σεβασμός στην έστω και επίπονη δημοκρατία και τις κοινές πρακτικές, είναι η προϋπόθεση για να ακουστεί κάποιος.

Σε κάθε περίπτωση, μπροστά μας ανοίγεται ένα ριζικά νέο κοινωνικό και πολιτικό τοπίο, αναδεικνύεται με τρόπο ιστορικά πρωτότυπο μια διαδικασία ανασύνθεσης ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου, όντως μιας συμμαχίας των λαϊκών τάξεων, των δυνάμεων της εργασίας.

Η δυναμική αυτού του ξεσηκωμού πρέπει με κάθε τρόπο να συνεχιστεί. Αντικειμενικά, η συνέχιση και μαζικοποίηση των κινητοποιήσεων διαμορφώνει συνθήκη ασφυκτικά για την κυβέρνηση και οξύνει την πολιτική κρίση.  Και γι’ αυτό έχει σημασία μέσα στην ίδια τη μαζική διαδικασία να ζυμώνονται και δουλεύονται κρίσιμοι στόχοι που ορίζουν ακριβώς το αίτημα της ριζικής αλλαγής πολιτικής. Εάν το να φύγουν η κυβέρνηση και η Τρόικα και η παύση αποπληρωμής / διαγραφή του χρέους, ήδη σήμερα λειτουργούν ως λίγο πολύ συνεκτικές αναφορές του μαχόμενου κινήματος, είναι κομβικό να ζυμωθούν μαζικά και άλλοι στόχοι, όπως είναι η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ, η εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων, ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος, η ριζική αναδιανομή πλούτου.


Η δεύτερη ανάγκη είναι να βαθύνει η μορφή λαϊκής αυτοοργάνωσης που σήμερα αναδύεται, ιδίως από τη στιγμή που αυτή αναδύθηκε με στοιχεία επινοητικότητας των μαζών. Άλλωστε, οι θεσμοί μιας δυνητικής «δυαδικής εξουσίας» μόνο με τέτοιους όρους πρωτοβουλίας και επινοητικότητας και διαρκούς μορφωτικής διαδικασίας μπορούν να προκύψουν. Γι’ αυτό και θα ήταν λάθος να κάνουμε τις λαϊκές συνελεύσεις ένα ακόμη φόρουμ της Αριστεράς.
Κάθε κίνημα είναι σημαντικό να γεννά θεσμούς δικούς του και μια δική του δημόσια σφαίρα. Είναι συλλογικές εμπειρίες και πρακτικές αυτές που οικοδομούνται τώρα που θα τις χρειαστούμε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Όμως υπάρχει και το πολιτικό επίπεδο. Εδώ, όσο θα ήταν λάθος να πούμε, ότι οι «πλατείες» είναι το «κόμμα μας» ή ακόμη χειρότερα να φτιάξουμε το «κόμμα των πλατειών», άλλο τόσο λάθος θα ήταν μια βίαιη αποσύνδεση της πολιτικής διαδικασίας από τις σημερινές κοινωνικές διεργασίες, που θα έλεγε ότι το τι γίνεται κεντρικά πολιτικά στην Αριστερά ορίζεται με βάση απλώς προειλημμένα σχέδια και δεν επηρεάζεται καθόλου από τη δυναμική της εξέγερσης,

Η εποχή των εξεγέρσεων ανοίγει ένα νέο ιστορικό κύκλο, στον οποίο η Αριστερά δεν καλείται απλώς να τονώσει τη διαμαρτυρία ή να επιβιώσει ως ιδεολογικό χνάρι.
Ανοίγει μια περίοδος όπου η Αριστερά έρχεται αντιμέτωπη με το ερώτημα της εξουσίας. Και απέναντι σε αυτό χρειάζεται μια άλλη στάση. Σήμερα ζητήματα όπως η διαγραφή του χρέους, η ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, η απαίτηση επανοικειοποίησης του δημόσιου πλούτου, η ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου, η άρνηση του κοινοβουλευτικού δρόμου και η εμπέδωση μιας άλλου τύπου δημοκρατίας του αγώνα, ορίζουν όχι μόνο διαχωριστικές γραμμές μέσα στην Αριστερά, αλλά και νέες δυνατότητες ανασύνθεσης μιας Αριστεράς των νικηφόρων εξεγέρσεων και ενός νέου ριζοσπαστισμού.
Εάν το πιστεύουμε αυτό, τότε ας τολμήσουμε να αναμετρηθούμε και με την πρόκληση του Αριστερού Μετώπου σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, όχι μέσα από την πεπατημένη της πολιτικής ή ακόμη χειρότερα της εκλογικής σύμπραξης και μάλιστα στη λογική του αθροίσματος ή του ελάχιστου κοινού παρονομαστή, ούτε μέσα από μια εγκεφαλική προγραμματική αποσαφήνιση, αλλά μέσα από την αναμέτρηση με όλες τις προκλήσεις για ουσιαστική πολιτικοποίηση που ο λαϊκός ξεσηκωμός αναδεικνύει.


Σε κάθε περίπτωση έχουμε την εμπειρία μιας ιστορίας που τώρα είναι σε εξέλιξη.
Αναγκαστικά πρόωρες, όπως κάθε μεγάλη ιστορική ανατροπή, οι «πλατείες» ταράζουν τις βεβαιότητές μας, μας ξεβολεύουν, μας υποχρεώνουν να κάνουμε πολιτική με τρόπους πρωτότυπους και διαφορετικούς.
Όμως, τίποτε δεν θα έπρεπε να τρομάζει την Αριστερά περισσότερο από τη ρουτίνα και την επανάληψη…

Από το Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης
ΠΗΓΗ: tvxs.gr