16 Απρ 2011

ΓΝΩΜΗ: Αναδιάρθρωση - γιατί; Του Παύλου Τσίμα


Μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια, αν γίνει όχι βίαια, αλλά οργανωµένα, µε τη συναίνεση των πιστωτών µας και αν συνοδευτεί µε ευρωπαϊκά αναπτυξιακά µέτρα

Θυµάστε τι καιρό έκανε τον περασµένο Οκτώβριο; Θυµάστε τις λιακάδες; Τα spreads που είχαν πάρει την κατηφόρα; Τους επαίνους µε τους οποίους µας έλουζαν οι πολιτικοί ηγέτες και ο Τύπος των δανειστριών χωρών;

Για µια στιγµή, εκεί κάπου µετά τις δηµοτικές εκλογές, φάνηκε όλα να πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Το... σχέδιο «Μνηµόνιο» να αποδίδει. Και το απίστευτο σενάριο – πως «η Ελλάδα θα επιστρέψει στις αγορές µέσα στο 2012» – να ακούγεται σχεδόν πειστικό.

Πώς, λοιπόν, βρεθήκαµε τόσο γρήγορα στην άλλη άκρη, µε τα spreads ξανά στα ουράνια, τις αγορές να προεξοφλούν την αποτυχία του προγράµµατος, την τρόικα να δηλώνει «απογοητευµένη» µε τις επιδόσεις της κυβέρνησης και τη Γερµανία να προεξοφλεί ως αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση του χρέους µας; Από πού προέκυψε αυτή η ξαφνική καταιγίδα «πτωχευτικών» δηλώσεων και αναλύσεων και πώς βρέθηκε η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους στους φακέλους της Κοµισιόν και στο στόµα όλων των ευρωπαίων πολιτικών;

Η αλήθεια είναι ότι, η πρόβλεψη πως η συνταγή του Μνηµονίου δεν αντιµετωπίζει το πρόβληµα του ελληνικού χρέους, απλώς κερδίζει λίγο χρόνο µέχρι το µοιραίο να καταστεί αναπόφευκτο, δεν είναι νέα. Tο περιοδικό «Εκόνοµιστ», την επαύριον της υπογραφής του Μνηµονίου υπολόγιζε ότι στο τέλος της τριετούς «περιόδου σωτηρίας» το χρέος µας θα είναι µεγαλύτερο, από ό,τι ήταν πριν µας «σώσουν».
Και, πιο χαρακτηριστικά, στο περιοδικό «Νιούζγουικ», ο διάσηµος καθηγητής Νάιαλ Φέργκιουσον (οπαδός της Θάτσερ, όχι της Παπαρήγα) διατύπωνε την κυνική πρόβλεψη πως «η κυβέρνηση Παπανδρέου θα ανατραπεί και η διάδοχός της θα επιβάλει κούρεµα 30% στους κατόχους ελληνικών οµολόγων».

Αλλά αυτή ήταν, ώς πριν από λίγες εβδοµάδες, µια συζήτηση την οποία τροφοδοτούσαν είτε αριστεροί αντισυµβατικοί στοχαστές είτε αγγλοσάξονες αναλυτές, ύποπτοι για διασυνδέσεις µε κερδοσκόπους ή δηλωµένοι εχθροί του ευρώ. 
Τώρα πια η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι µια ιδέα που κυκλοφορεί στα γραφεία της Κοµισιόν, καταγράφεται σε σενάρια και µελέτες και είναι πολύ δηµοφιλής στους κύκλους του γερµανικού υπουργείου Οικονοµικών. Τι εξηγεί την αλλαγή;

Η πρώτη αιτία είναι «εσωτερικής» φύσης.
Οι τοποτηρητές του ∆ιεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου σχηµάτισαν την πεποίθηση ότι ο µεταρρυθµιστικός ζήλος της κυβέρνησης ανεκόπη.
Οτι αφού συµµάζεψε κάπως το έλλειµµα –µε οριζόντιες περικοπές µισθών και µια ιδιότυπη στάση πληρωµών εις βάρος των πιο αδύναµων, εγχώριων πιστωτών του κράτους – σκοντάφτει και δείχνει αδύναµη να διευρύνει τη φορολογική βάση, να εξυγιάνει τον δηµόσιο τοµέα και να προωθήσει αλλαγές στο παραγωγικό µοντέλο της χώρας – αλλαγές που θα προσέφεραν µια υπόσχεση διατηρήσιµης ανάπτυξης µετά την κρίση, αλλάζοντας το προηγούµενο χρεοκοπηµένο µοντέλο µιας οικονοµίας όπου το 70% του ΑΕΠ ήταν κατανάλωση, που συντηρούσαν τα δανεικά και η διαρκώς διευρυνόµενη δηµόσια δαπάνη.

Η δεύτερη αιτία είναι διεθνούς χαρακτήρα.
Η γερµανική κυβέρνηση διαπιστώνει, ότι οι µέχρι τώρα ηµιτελείς και αντιφατικές πολιτικές διάσωσης του ευρώ δεν πετυχαίνουν τον στόχο και η αβεβαιότητα των αγορών παραµένει απειλητική. Αντιµετωπίζει, επιπλέον, ως πολιτική καταστροφή το ενδεχόµενο να πρέπει να ανακοινώσει στους γερµανούς ψηφοφόρους, και µάλιστα ενόψει εκλογών το 2013, ένα δεύτερο πακέτο «βοήθειας» προς την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της ευρωπεριφέρειας.
 Και µετρά, τρίτον, ότι οι γερµανικές, τουλάχιστον, τράπεζες αντέχουν τώρα το σοκ, που πέρυσι θα τους ήταν θανάσιµο, µιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, ακόµη κι αν αυτή επεκταθεί και στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

Κι έτσι βρεθήκαµε εδώ όπου βρισκόµαστε. Με τον έλεγχο των εξελίξεων να έχει µεταφερθεί πλήρως εκτός ελληνικών συνόρων. Και µε την αναδιάρθρωση του χρέους µας να έχει τεθεί στην ηµερήσια διάταξη.
Μπορεί να αποδειχθεί καταστροφή, ένα εισιτήριο προς την παλαιολιθική εποχή.

Μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια, αν γίνει όχι βίαια, αλλά οργανωµένα και µε τη συναίνεση των πιστωτών µας και αν συνοδευτεί µε ευρωπαϊκά αναπτυξιακά µέτρα, όπως το ευρωοµόλογο, και µε µεγάλες εσωτερικές µεταρρυθµίσεις που ανατάσσουν το παραγωγικό µοντέλο.

Αλλά ο δεύτερος δρόµος θέλει κότσια, διαπραγµατευτική δύναµη και συµµάχους.

ΠΗΓΗ: τα νεα on-line