Οι αναλογιστικές μελέτες που κάνει η κυβέρνηση για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων αναδεικνύουν το τεράστιο πρόβλημα που προκύπτει στη χρηματοδότηση, ιδίως των επικουρικών.
Ολα αυτά καθιστούν αναγκαία και αναπόφευκτη, σύμφωνα με... κυβερνητικούς παράγοντες, την ανατροπή του σημερινού Ασφαλιστικού με ένα νέο νομοσχέδιο την ερχόμενη άνοιξη, καθώς η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να «τρέξει» τις ρυθμίσεις, για να εξασφαλίσει τη στήριξη της Ε.Ε. με τη ρύθμιση του χρέους, την έκδοση ευρωομολόγων και άλλων παρεμβάσεων για την αποτροπή της πτώχευσης.
Η πρόθεση της γερμανικής πλευράς, που καθοδηγεί πλέον ανοιχτά, κυνικά και χωρίς ενδοιασμούς τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, είναι να αυξηθεί ο ενεργός εργασιακός βίος και να προσαρμοστούν όλες οι χώρες προς μια ενιαία πολιτική στο Ασφαλιστικό και το Συνταξιοδοτικό. Η προσαρμογή, δηλαδή, των ορίων ηλικίας θα γίνει προς τα πάνω και, φυσικά, οδηγός σε αυτό είναι όσα ισχύουν στη Γερμανία, όπου η σύνταξη είναι στο 67ο έτος.
Στο σχέδιο, βάσει του οποίου κινείται η ελληνική κυβέρνηση για τις νέες ρυθμίσεις, επισημαίνεται με αρνητικό τρόπο το γεγονός ότι «στην ηλικία των 60 ετών εξακολουθεί να εργάζεται λιγότερο από το 50% του πληθυσμού, πράγμα που αντίκειται στη δέσμευση που ανέλαβαν τα κράτη-μέλη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, να αυξήσουν κατά πέντε έτη την ηλικία στην οποία οι άνθρωποι σταματούν να εργάζονται».
Οι «γερμανικής συνταγής» αλλαγές στο Ασφαλιστικό που προωθούνται για τη χώρα μας, μεταφράζονται σε επιβολή γενικού ορίου ηλικίας για τη συνταξιοδότηση τα 67 χρόνια και στο πλαίσιο αυτό θα προσαρμοστούν και όλες οι επιμέρους προβλέψεις, όπως η παροχή σύνταξης σε κάποια έτη εργασίας, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Θεωρείται επίσης βέβαιο ότι οι αλλαγές θα αφήσουν άθικτες ελάχιστες κατηγορίες εργαζομένων, με πιο πιθανό σενάριο να αγγίξουν σχεδόν όλους τους εργαζομένους, που έχουν μπει στην αγορά εργασίας την τελευταία 25ετία, έστω κι αν υπάρξουν περίοδοι και τρόποι πιο ομαλής προσαρμογής.
Είναι, πλέον, περισσότερο από σαφές, ότι το πρώτο σχέδιο που προβλεπόταν στο μνημόνιο για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας έχει αποτύχει και οι θυσίες στις οποίες θα κληθούν να υποβληθούν εργαζόμενοι και συνταξιούχοι, θα είναι ακόμη πιο οδυνηρές.
Σε σημαντικές μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις αναμένεται να οδηγήσουν οι νέες οικονομικές συνθήκες και το συζητούμενο πλαίσιο για το Ασφαλιστικό. Η παρατεταμένη ύφεση περιορίζει πλέον δραστικά τους πόρους των Ταμείων, αφού μειώνει τις θέσεις εργασίας και κατ’ επέκταση τις ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα να θέτει θέμα βιωσιμότητας για το σύστημα, κυρίως των επικουρικών ταμείων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση ετοιμάζεται έως το καλοκαίρι να «βάλει χέρι» και στις επικουρικές συντάξεις, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει τον περασμένο Ιούλιο.
Πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση θεωρείται ότι θα είναι η επιβολή ορίου στην αναπλήρωση του μισθού. Με το ψηφισθέν σύστημα υπάρχουν κατηγορίες συνταξιούχων που, παρά τη μείωση της βασικής σύνταξης, μπορούν να τη συμπληρώνουν με τα επικουρικά τους ταμεία και να ξεπερνούν το 100% του τελευταίου μισθού τους.
Η δυνατότητα αυτή αναμένεται να τελειώσει με το προωθούμενο σύστημα, καθώς θα τεθεί καταρχήν όριο, ώστε το σύνολο των καταβαλλόμενων συντάξεων να μην ξεπερνά το 100% του μισθού, με προοπτική περαιτέρω μείωσης, εάν οι αναλογιστικές μελέτες καταδείξουν πιο έντονο πρόβλημα. Σενάρια θέλουν κύρια και επικουρική ασφάλιση να φτάνουν αθροιστικά έως το 80% του τελευταίου μισθού.
Είναι χαρακτηριστικό το πρόβλημα που αναδεικνύεται με το επικουρικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των εργαζομένων. Με τη δραστική μείωση των υπαλλήλων, όπως προβλέπεται από τη ρύθμιση «μία πρόσληψη για κάθε πέντε αποχωρήσεις», οι πόροι του Ταμείου θα συρρικνωθούν θεαματικά τα επόμενα χρόνια, όπερ σημαίνει ότι η καταβολή συντάξεων στο σημερινό ύψος θα είναι πρακτικά αδύνατη, ενώ προβλήματα θα υπάρξουν και με το εφάπαξ.
Στον ιδιωτικό τομέα τις καταστροφικές συνέπειες τις φέρνει η ύφεση, με περίπου το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή τον καταποντισμό των επικουρικών ταμείων.
ΠΗΓΗ: protothema.gr