Αυστηρή κριτική ασκεί η ναυαρχίδα των τραπεζικών συμφερόντων στη Γερμανία, «Frankfurter Allgemeine Zeitung», στην πορτογαλική κυβέρνηση.
Της καταλογίζει ότι προσπαθεί να αποφύγει, όσο μπορεί, να τεθεί υπό τον έλεγχο ευρωπαϊκών αρχών και του ΔΝΤ. Την...
κατηγορεί ότι αναζητεί δάνεια σε Κίνα, Ρωσία και Βραζιλία. Η κατηγορία δεν αφορά την αναζήτηση δανείων από αυτές τις πηγές. Αλλά το ότι, με αυτή την αναζήτηση, επιδιώκει η Πορτογαλία «να αποφύγει τους όρους της τρόικας και τα μέτρα που θα απαιτήσει».
Αντίθετα, δεν περνάει, πλέον, ημέρα που οι ξένοι τοκογλύφοι και δανειστές της Ελλάδας να μην έχουν να πουν έναν καλό λόγο για την κυβέρνησή της.
Την υμνούν διότι διασφάλισαν τα λεφτά τους και υπάρχει η προοπτική να αγοράσουν δημόσια φιλέτα και γη φτηνά.
Την υμνούν που έπεισε την ελληνική κοινωνία ότι τα δάνεια δεν αφορούν το εξωτερικό χρέος, αλλά τη διασφάλιση «μισθών και συντάξεων».
Που κατάφερε να την πείσει ότι η μοναδική πηγή δανεισμού ήταν οι τοκογλύφοι της Ευρώπης και του ΔΝΤ. Οτι η κυβέρνηση μέσα σε τέτοιες συνθήκες «μπόρεσε να κερδίσει τις εκλογές». Οι υμνητές, βέβαια, δεν έχουν καταλάβει πολλά από το καζάνι που βράζει.
Στην όλη ιστορία της «ελληνικής κρίσης» το ζητούμενο δεν ήταν μόνο εάν η κυβέρνηση θα δανειζόταν, αλλά εάν αυτός ο δανεισμός θα γινόταν με τρόπο που να δικαιολογούσε το συγκεκριμένο μνημόνιο, δηλαδή τη βίαιη υφαρπαγή δεκαετιών κατακτήσεων των εργαζομένων. Τον εντοπισμό πραγματικών προβλημάτων, με τρόπο, όμως, που θα δικαιολογούσε λύσεις υπέρ των ολίγων. Την απόκρυψη άλλων, πολύ σημαντικότερων προβλημάτων της χώρας που οφείλονται σε αυτούς τους ολίγους και σε όσους τους στηρίζουν πολιτικά.
Προκειμένου να συνδυαστεί ο δανεισμός με το μνημόνιο, αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες απέρριψαν τις προτάσεις που υπήρχαν από παράγοντες (δημόσιους και κρατικούς) των αναδυόμενων αγορών, κυρίως από την Κίνα, τη Ρωσία και τις αραβικές χώρες. Η απόρριψη αυτή δεν έγινε διότι τάχα δεν θα άφηνε η Ε.Ε. κάτι τέτοιο. Το έωλο αυτό επιχείρημα δεν «εμφανίστηκε» όταν η Ισπανία και η Πορτογαλία προσανατολίστηκαν στην αξιοποίηση κινεζικών κεφαλαίων, ούτε τώρα που η Ιρλανδία δανείζεται από την Ιαπωνία.
Το επιχείρημα αυτό προβλήθηκε διότι κάθε εναλλακτική λύση πέραν του ΔΝΤ και της τρόικας μπορεί να διασφάλιζε την Ελλάδα φτηνότερα και χωρίς επαχθείς όρους, αλλά δεν διασφάλιζε «τα αφεντικά της Ελλάδας» και τα στενά τους συμφέροντα.
Θυμίζω, απλά, ότι όταν έκανα την πρόταση, πριν σχεδόν από έναν χρόνο, να ακολουθήσει η χώρα εναλλακτικές πηγές δανειοδότησης, η πρόταση αυτή υπέστη ύβρεις από πρωτοσέλιδα δύο εφημερίδων που για λογαριασμό των τραπεζών υπερασπίζονταν τον μονόδρομο του ΔΝΤ και της μη διαπραγμάτευσης.
Το κύριο για αυτούς δεν ήταν ο δανεισμός, τα κέρδη από αυτόν και διά αυτού, αλλά η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί ο πράγματι αναγκαίος δανεισμός ως αφετηρία μιας μεγάλης επίθεσης σε δικαιώματα των εργαζομένων και αναδιανομών πλούτου και ισχύος.
Η κυβέρνηση προτίμησε, με άλλα λόγια, να υποτάξει τη χώρα στα ακριβά δάνεια, διότι αυτά ήταν τα μόνα που της έδιναν τη δυνατότητα να επιβάλει τις πολιτικές που είχε επιλέξει. Δηλαδή, τις πολιτικές που παρουσίασε ως «μνημονιακή αναγκαιότητα» και που στην πραγματικότητα ήταν μια επιλογή υπέρ των ολίγων.
Του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ Συγγραφέα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς nkotzias@otenet.gr.
ΠΗΓΗ: enet.gr