10 Ιαν 2021

Η Αμερική του Τραμπ: Η επιστροφή του απωθημένου


Κώστας Δουζίνας

Ένα μεγάλο μέρος των Αμερικανών είναι βαθιά συντηρητικό. Η δουλεία, ο ρατσισμός, ο νόμος του Λυντς και οι διακρίσεις ενάντια στους Αφρο-Αμερικάνους και τις μειονότητες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Αμερικανικής ιστορίας και παράδοσης. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές...

στιγμές της εισβολής, για μένα, ήταν, όταν σχολιάστρια του CNN είπε με θλίψη, ότι «οι σκηνές που βλέπουμε την έχουν τραυματίσει ψυχικά». Το ψυχαναλυτικό «πραγματικό» ξαφνικά εισέβαλε στον ήρεμο και τακτοποιημένο κόσμο της Αμερικάνικης ελίτ. Δε βρέθηκε κάποιος να της πει, βέβαια, ότι πολιτικοί και πολίτες σε πολλά μέρη του κόσμου έχουν ζήσει πολύ χειρότερες στιγμές εξ αιτίας της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ. Οι εισβολείς στο Καπιτώλιο ήταν ακριβώς το Αμερικάνικο «πραγματικό», μια ανάμνηση τρομακτική και αναπόδραστη που η «καλή» κοινωνία απωθεί αλλά προχτές επέστρεψε. Οι στασιαστές κρατούσαν σημαίες των Νοτίων, που πολέμησαν για τη διατήρηση της δουλείας. Οπλοφορούσαν με φαντασίωση ότι είναι εθνοφύλακες της Επανάστασης και εκδικητές των ηττημένων του εμφυλίου. Αποτελούν μέρος μιας κοινωνικής ομάδας, που αυτό-χαρακτηρίζεται ως θύματα μιας διεθνούς συνωμοσίας καθοδηγούμενης από πολιτικές και χρηματοπιστωτικές ελίτ, δημιούργημα της οποίας είναι και η πανδημία. 

Οι παρανοϊκές αυτές θεωρίες, που εντούτοις ακουμπούν στο συλλογικό ασυνείδητο, καλλιεργήθηκαν από ένα δίκτυο mainstream ΜΜΕ, με ναυαρχίδες το Fox News και το Wall Street Journal, αλλά και πολλά δεξιά τοπικά και περιθωριακά ραδιόφωνα. Βοήθησαν στην  κατασκευή και την αυτοσυνειδησία μιας αλλοπρόσαλλης κοινωνικής κατηγορίας, που αποτελείται από λευκούς πρώην βιομηχανικούς εργάτες, συντηρητικούς Ευαγγελιστές, ξενόφοβους και ρατσιστές, υποστηρικτές της «λευκής ανωτερότητας» και της οπλοκατοχής και άλλα περιθωριακά στοιχεία. Όταν η Χίλαρυ Κλίντον τους χαρακτήρισε «deplorables» («αξιοθρήνητους, σιχαμένους») το 2016, τους έδωσε όνομα και συνδετική ύλη.

Επιβεβαίωσε την περιφρόνηση των ελίτ και αυτοί απάντησαν με τη ψήφο στον Τραμπ. Αλλά τα 75 εκατ. που ψήφισαν Τραμπ δεν είναι όλοι ακροδεξιοί. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε ένα μεγάλο αριθμό μικροαστών των συνοικιών, που ζουν σε ένα καταναλωτικό και διαψευσμένο παράδεισο, αυτούς που άφησε πίσω το Αμερικανικό όνειρο. Αποτελούν εικόνα της μισής Αμερικής, που συσπειρώθηκε γύρω από το φαντασιακό σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά».

 Ο σκληρός πυρήνας των οπαδών του Τραμπ και των θεωριών συνωμοσίας εγκατέλειψαν σε μεγάλο βαθμό τη συμβατική πολιτική και εντάσσουν τις δράσεις τους σε ένα παράλληλο σύμπαν εθνολαϊκισμού και άμυνας ενός συντηρητικού τρόπου ζωής, τον οποίον απειλούν δήθεν ντόπιες ελίτ και διεθνείς κλίκες, που κινούν τα νήματα της ιστορίας. Αυτή η εναλλακτική πραγματικότητα είχε διαδοθεί πριν την νίκη του Τραμπ, που βρήκε ένα κατάλληλο κλίμα για να εξασκήσει την παρανοϊκή ρητορική του και την βαθιά νεοφιλελεύθερη πολιτική του. Όταν είδα τον Τραμπ να δηλώνει, ότι αν κάνουμε ένεση απολυμαντικού θα θεραπευτούμε από την αρρώστια, μια και το σαπούνι σκοτώνει τον κορονοϊό, φαντάστηκα ότι θα τον έβαζαν σε ζουρλομανδύα. Δεν έγινε. Οι μικροκομματικοί και ευκαιριακοί υπολογισμοί πολιτικάντηδων και η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος διατήρησαν αυτόν τον μισότρελο στην εξουσία. 

Το κόμμα εκφράζει μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, στο πετρέλαιο, τις εξορύξεις και την ακίνητη περιουσία, που χρηματοδότησαν τον Τραμπ και πήραν ως αντάλλαγμα απορρύθμιση των λειτουργιών τους. Αλλά αυτοί οι τομείς βρίσκονται σε υποχώρηση, καθώς οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, με το «προοδευτικό» τους προφίλ, τείνουν να υποστηρίζουν τους Δημοκρατικούς. Και όπως η κρίση και η κοινωνική αποδιάρθρωση εξαπλωνόταν, ακροδεξιές ιδέες και στελέχη εξτρεμιστικών και νέο-φασιστικών οργανώσεων ενσωματώθηκαν στο κόμμα που παραδοσιακά εξέφραζε τα πιο συντηρητικά τμήματα στον Νότο και την ενδοχώρα του Midwest. Έτσι η ακροδεξιά μπόρεσε να μετακινήσει το συνολικό πολιτικό φάσμα προς τα δεξιά.  Δεξιοί σχολιαστές υποστήριξαν προχτές, ότι οι εισβολείς ήταν «αντιφά»(σιστες). Ο Μπάϊντεν παρουσιάζεται ως «σοσιαλιστής» και «κομμουνιστής». Δεν πείθουν κανένα έξω από τον κύκλο τους. Αυτή όμως είναι η δουλειά του μύθου. Αποκαλύπτει αυτονόητες αλήθειες στους πιστούς τους, που τους επιτρέπουν να βλέπουν τον κόσμο συνεκτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων τους. Οι πιστοί έχουν επενδύσει πολλά στον μύθο τους και αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν ως τέτοιο. Τα fake news συνήθως δεν επιδιώκουν να παρουσιαστούν ως αλήθεια, αλλά να υποστηρίξουν την φαντασιακή ταυτότητα των πιστών.

Κάτι ανάλογο έγινε στα κεντροδεξιά κόμματα της Ευρώπης και στην χώρα μας. Οι πολιτικοί του ΛΑΟΣ πήγαν στην Νέα Δημοκρατία, οι ακροδεξιές ιδέες έγιναν αποδεκτές από «έγκριτους» δημοσιογράφους, η αριστερά χαρακτηρίστηκε «ελαττωματική», μια ιδεολογία που πρέπει κοινωνικά να απαξιωθεί και θεσμικά να αποκλειστεί. Οι εισβολείς του Καπιτωλίου συγκρίθηκαν με τους «αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα. Μια από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις άμεσης δημοκρατίας στην ιστορία της χώρας μας παρομοιάστηκε με τους παρανοϊκούς στασιαστές της Ουάσιγκτον. Το μόνο κοινό ανάμεσα στο δύο συμβάντα είναι η προσπάθεια κατασκευής του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου και του μύθου της Αριστεράς ως καταστροφικού εχθρού.  Στην Αμερική, οι ακροδεξιοί και πολλοί Τραμπικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει πανδημία. Στην Ελλάδα, οι ακροδεξιοί και πολλοί εκκλησιαζόμενοι κεντροδεξιοί λένε και πιστεύουν τα ίδια. Μήπως βλέπουμε εδώ τον Ελληνικό Τραμπισμό που θα τραφεί από τη σάρκα της Νέας Δημοκρατίας;

 Ο κόσμος του Τραμπ

Τα mainstream ΜΜΕ απέδωσαν την εισβολή αποκλειστικά στον Τραμπ και απέφυγαν να αναλύσουν τα κοινωνικά αίτια που οδήγησαν στη δημιουργία της κοινωνικής κατηγορίας, από την οποία προήλθε ο όχλος. Η ριζοσπαστικοποίηση, που δεν είναι απλά ιδεολογική αλλά αντισυστημική, προϋπήρχε του Τραμπ και θα επιβιώσει μετά την αποχώρηση του. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν  καταλύτης σ’ αυτή τη διαδικασία και εν μέρει μόνο δημιουργός της. Έδωσε πρόσωπο και φωνή σε μια υπόγεια κοινωνική τάση.

Ο Τραμπ χρησιμοποίησε την πραγματική ή κατασκευασμένη αγανάκτηση του κόσμου που αισθάνεται προδομένος από την παγκοσμιοποίηση, εγκαταλειμμένος από το πολιτικό και χρηματοπιστωτικό κατεστημένο και ταπεινωμένος από τα περιφρόνηση των «μορφωμένων» σχολιαστών στα ΜΜΕ. Ο δεξιός λαϊκισμός υπερασπίζεται ρητορικά τον λαό, τους άνεργους και τους χαμηλόμισθους και επιτίθεται στο πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο, τους μετανάστες και τις μειονότητες. Ο Τραμπ οργάνωσε την στρατηγική του γύρω από μια επιφανειακά «λαϊκή» πολιτική. Εμφανίστηκε ως εχθρός των συνθηκών ελεύθερου εμπορίου, των εξευτελιστικών συνθηκών εργασίας, της παράνομης μετανάστευσης και υποστηρικτής της «σιωπηρής πλειοψηφίας» ενάντια στα μεγάλα και διεφθαρμένα συμφέροντα και την ηγεσία των δύο κομμάτων. Η πρωτεύουσα και οι θεσμοί της Ουάσιγκτον είναι ένας «βάλτος», ένας «οχετός» που θα τον καθάριζε, έλεγε το 2016. «Η σιωπηρή πλειοψηφία γύρισε και δεν είναι πια σιωπηρή. Είναι επιθετική» δήλωνε πέρσι.  Προχτές κραύγαζε στους οπαδούς του, παρακινώντας τους να πορευτούν στο Καπιτώλιο: «Πρέπει να είμαστε ισχυροί. Μόνο η δύναμη μπορεί να επιβληθεί». Επαναστάτης κι αυτός δι’ αντιπροσώπων.

Κεντρική στρατηγική του Τραμπ ήταν οι «πόλεμοι του πολιτισμού» (culture wars): ταυτότητες, φυλετικές διακρίσεις, «πολιτική ορθότητα», αμβλώσεις, προστασία του ιδιωτικού βίου. Ο Τραμπ επιτέθηκε στις μειονότητες (Αφρο-Αμερικάνους, Λατίνους, μετανάστες, Μουσουλμάνους, ΛΟΑΤΚΙ) με επιδείξεις ανδρισμού, φραστικής βίας και πολιτικού θράσους. Παρουσίαζε παράλογα τους καταπιεσμένους και περιθωριοποιημένους ως καταπιεστές και εκμεταλλευτές της λευκής πλειονότητας. Έβρισκε βέβαια εύφορο έδαφος για τους παραλογισμούς του. Μια πλειονότητα λευκών Ευαγγελικών πιστεύει, ότι οι διακρίσεις εναντίον των λευκών είναι μεγαλύτερες από αυτές κατά των μαύρων. Οι λευκοί δεν αντιμετωπίζουν πουθενά τις διακρίσεις κατά των μαύρων ή των  μουσουλμάνων. Αλλά οι μύθοι διατηρούν την ταυτότητα του ανθρώπου. Χωρίς αυτή την πίστη στη θυματοποίηση τους από ένα σατανικό σχέδιο, οι αποτυχίες της προσωπικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν αντέχονται. Όπως είπαν πολλοί σχολιαστές, φανταστείτε τι θα γινόταν, αν οι εισβολείς στο Καπιτώλιο ήταν Αφροαμερικανοί ή Μουσουλμάνοι. 

 Σ’ αυτή την λογική, ο Τραμπ φάνηκε να εγκαταλείπει τον μεταπολεμικό ρόλο των ΗΠΑ ως πρωταγωνιστή του ελεύθερου εμπορίου και διεθνή σερίφη. Ο προστατευτισμός, ο εμπορικός πόλεμος και ο απομονωτισμός επαναπροσδιόρισαν το στρατηγικό δόγμα με κέντρο την νοτιο-ανατολική Ασία. Η επίθεση του Τραμπ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ, «που δεν πληρώνουν το κόστος της ασφάλειας τους», η αποχώρηση από σημαντικές διεθνείς συμφωνίες, όπως του Παρισιού για το κλίμα, με το Ιράν για τα πυρηνικά, η μη συμμετοχή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και η αποχώρηση από τον ΔΟΥ αποτελούν συμπτώματα της Αμερικανικής παρακμής. Ο εξωτερικός προστατευτισμός έγινε ο καλύτερος σύντροφος του εσωτερικού νεοφιλελευθερισμού. Η μείωση της φορολογίας των πλουσίων, η ριζική σμίκρυνση του κοινωνικού κράτους και η άγρια εκμετάλλευση της φύσης και των φυσικών πόρων ολοκλήρωσε το μοντέλο του «αυταρχικού καπιταλισμού».

 Το φαινόμενο Τραμπ δείχνει μια μετάλλαξη του  παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Οδηγεί σε άγρια φαινόμενα φτωχοποίησης, εκμετάλλευσης και οργής και τρέφεται από τις αντιδράσεις και τον θυμό που ο ίδιος δημιουργεί. Ο αυταρχικός νέο-φιλελευθερισμός δεν χρειάζεται πια τη δημοκρατία. Εργαλειοποιεί την αγανάκτηση, το μίσος και τη μνησικακία των θυμάτων της από-βιομηχανοποίησης και της υποχώρησης του κοινωνικού κράτους στρέφοντας τους εναντίον εξιλαστήριων θυμάτων. Ενώ ο νέο-φιλελευθερισμός υποστήριζε τα ανοικτά σύνορα, την αύξηση της οικονομίας και τα δικαιώματα, η μετεξέλιξη του προωθεί την απατηλή επιστροφή στην εθνική «κυριαρχία», στην καθαρότητα του έθνους, στο κλείσιμο των συνόρων με τοίχους και φράχτες και τον περιορισμό των ελευθεριών, γιατί διακινδυνεύουν την ασφάλεια. Το κράτος που τόσο δαιμονοποιήθηκε επιστρέφει, όχι ως κράτος κοινωνικών ασφαλίσεων αλλά ως κράτος ασφάλειας με αστυνομική καταστολή, παρακολούθηση των πολιτών, λογοκρισία και περιορισμό της ελευθερίας του τύπου και της πολιτικής.

Οι άνισες κοινωνίες με υποτυπώδη δημόσια συστήματα υγείας αποτελούν πρόσφορο έδαφος για την διάδοση της πανδημίας. Μια ιδεολογία που αποβλέπει σε συνεχή αύξηση του κέρδους ατόμων και επιχειρήσεων δεν ενδιαφέρεται για τη δημιουργία ενός δίκαιου και αποτελεσματικού συστήματος περίθαλψης και δεν επεκτείνει τις κοινωνικές ασφαλίσεις σε όσους τις χρειάζονται. Η Αμερική και σε μικρότερο βαθμό η Βρετανία, ο Τραμπ και ο Τζόνσον, αποτελούν παράδειγμα της αντιλαϊκής ιδεολογίας του εθνολαϊκισμού και της στρατηγικής του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού. Εσωτερικά και εξωτερικά η Αμερική και μαζί της και η Δύση παρακμάζει. 


                                  Η Αμερική του Τραμπ


Κώστας Δουζίνας

Ηυφήλιος παρακολουθεί αυτά που γίνονται στις ΗΠΑ και δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια της. Η προσπάθεια αποκλεισμού ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία του Νοεμβρίου, η καθυστέρηση στην καταμέτρηση των ψήφων, οι πάνω από πενήντα δικαστικές προσφυγές του Τραμπ για την ακύρωση των αποτελεσμάτων αλλά και η τεράστια καθημερινή αύξηση των κρουσμάτων και των θανάτων από την πανδημία δίνουν την εντύπωση ενός παρακμασμένου θεσμικού και πολιτικού συστήματος.

Η επίθεση στο Καπιτώλιο από έναν όχλο υποστηρικτών του Τραμπ ολοκλήρωσε την εικόνα ενός «αποτυχημένου κράτους» (failed state), όπως Αμερικανοί διπλωμάτες και πανεπιστημιακοί συνηθίζουν να ονομάζουν κράτη που απεχθάνονται.

Ζούμε στην εποχή της παρακμής αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Δύση», «στην οποία ανήκουμε». Οι εξελίξεις στις ΗΠΑ το επιβεβαιώνουν. Ο Σπένγκλερ δημοσίευσε το  περίφημο βιβλίο «Η παρακμή της Δύσης» το 1918. Η πρόβλεψη ήταν πρόωρη και η ανάλυση προβληματική. Αλλά η πορεία είχε αρχίσει. Η αποικιοκρατία, οι δύο παγκόσμιοι και ο ψυχρός πόλεμος μετάφερε το κέντρο εξουσίας και πλούτου από το παρακμάζον Λονδίνο στη Ουάσιγκτον δίνοντας στον 20ο αιώνα το όνομα «Αμερικανικός».

Αλλά ο εικοστός-πρώτος είναι ο αιώνας μιας νέας παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων με την συστηματική μεταφορά πόρων και ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή και από τον Βορρά στον Νότο. Ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα με το τέλος της αποικιοκρατίας, τις επανειλημμένες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις και το τέλος του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που έδινε στην Δύση κάποιο ηθικό «πλεονέκτημα».

Στην δεκαετία του 1950 λεγόταν ότι όταν η Αμερική φταρνίζεται ο κόσμος παθαίνει πνευμονία. Αλλά μετά το 1960 τα πράγματα αλλάζουν. Η ήττα στο Βιετνάμ στοίχισε πολύ. Οι εξαγωγές γεωργικών και βιομηχανικών προϊόντων άρχισαν να μειώνονται δραματικά. Πρόσφατα η Αμερική από μεγαλύτερος δανειστής έγινε ο μεγαλύτερος χρεώστης στον κόσμο, με το χρέος να αυξάνεται διαρκώς κατακόρυφα.

Η Κίνα, ο μεγάλος αντίπαλος, κατέχει ένα μεγάλο μέρος αυτού του χρέους. Αλλά οι στρατιωτικές υποχρεώσεις της Αμερικής συνεχώς αυξάνονταν και περιόριζαν τη δυνατότητα άσκησης εναλλακτικών πολιτικών. Οι αναπτυξιακές επενδύσεις περιορίζονταν, οι φόροι αυξάνονταν και οδηγούσαν σε σμίκρυνση του ΑΕΠ και συγκρούσεις για την διανομή του.

Στο σημαντικό βιβλίο «The Rise and Fall of Great Powers: 1500-2000», ο Paul Kennedy υποστηρίζει ότι η ισχύς μιας μεγάλης δύναμης είναι συγκριτική. Η άνοδος σχετίζεται με τους διαθεσίμους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και την οικονομική σταθερότητα. Η παρακμή αρχίζει όταν προσπαθεί να επεκτείνει και εντείνει την κυριαρχία της (overstretch)  πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες της.

Για τον Paul Kennedy, η Αμερική βρίσκεται σε κατάσταση ανάλογη μ’ αυτήν της Μεγάλης Βρετανίας λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έχει τον ίδιο αριθμό βάσεων, μειούμενη ικανότητα να χρηματοδοτήσει τα αμυντικά βάρη και οικονομική στασιμότητα. Χρειάζεται λοιπόν να διαχειριστεί την παρακμή της. Τι στρατηγικές υπήρξαν σ’ αυτήν την κατεύθυνση; Η πρώτη ήταν η παγκοσμιοποίηση, η δεύτερη ο Τραμπ.

Παγκοσμιοποίηση

Η «νέα παγκόσμια τάξη» και το «τέλος της ιστορίας» που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης είχε τρία πρόσωπα: παγκοσμιοποίηση στην κοινωνική οργάνωση, κοσμοπολιτισμός στη θεσμική και νεοφιλελευθερισμός στην οικονομική. Συστατικά της ήταν το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, η παγκόσμια «κοινωνία πολιτών» και ΜΚΟ. Συνδυάστηκε με την ιδεολογική ηγεμονία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αναβάθμιση των Ηνωμένων Εθνών, την απελευθέρωση των αγορών και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.

Η παγκοσμιοποίηση επιδίωξε να μεταφέρει το επιχείρημα του Μίλτον Φρίντμαν ότι «τα ιδιωτικά συμφέροντα είναι το καύσιμο του κόσμου» από την Δύση στην υφήλιο. Το έκανε αρχικά μεθυσμένη με την νίκη της στον ψυχρό πόλεμο με επιχείρηματα. Όταν αυτά απέτυχαν γύρισε στα τανκς με την βοήθεια των banks. Ο Τόμας Φρίντμαν των New York Times αποκάλεσε την παγκοσμιοποίηση «επαναστατική δύναμη προόδου» και έγινε ήρωας των γιάπις σε όλη την υφήλιο και των εκσυγχρονιστών στη χώρα μας.

Οι ιδιωτικοποιήσεις, η μείωση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των επαγγελμάτων ήταν απαραίτητα βήματα στον δρόμο για τη δημιουργία ενός «επίπεδου κόσμου» ελεύθερων συναλλαγών και επικοινωνιών. Η Στωική παράδοση του κοσμοπολιτισμού ανασύρθηκε από τα εγχειρίδια της ιστορίας των ιδεών και έγινε το μανιφέστο των ελίτ. Οι νεο-κοσμοπολίτες υποσχέθηκαν ένα παγκόσμιο σύστημα περιορισμένης κυριαρχίας και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αλλά ισχυρής ενίσχυσης της ιδιοκτησίας, ως απαραίτητου θεμέλιου του άπληστου καπιταλισμού.

Αλλά τα προβλήματα της νέας περιόδου είχαν ήδη φανεί από την δεκαετία του 1980, παρ’ ότι δεν τα είχε προβλέψει, η «βιομηχανία» της γεωπολιτικής: «ειδικοί», ιδρύματα και think tanks, ένα καλοπληρωμένο είδος ιδεολογικής δημοσιογραφίας. Δεν υποπτεύθηκαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ούτε κατανόησαν ότι η αποχώρηση του διπολισμού θα οδηγούσε σε περίοδο μεγάλης αστάθειας.

Πίστεψαν ότι η επικράτηση του καπιταλισμού στην Κίνα θα την οδηγήσει σε φιλελεύθερη δημοκρατία. Πίστεψαν ότι η ηγεμονία της Αμερικής ήταν αυταπόδεικτη και αναγκαία. Τα υποστήριξαν και οι δικοί μας εκσυγχρονιστές  «αναλυτές». Απέτυχαν σε όλα.

Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους σήμανε το τέλος της νέας παγκόσμιας τάξης. Ο Τζωρτζ Μπους ο νεότερος έβαλε απότομα τέλος στην ελπίδα για διαρκή ειρήνη: «Νέες θανάσιμες απειλές έχουν ξεπηδήσει από τα κράτη-ταραξίες και τους τρομοκράτες. Δεν θα διστάσουμε να δράσουμε μόνοι μας, αν αυτό είναι απαραίτητο, και να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην αυτοάμυνα ενεργώντας προληπτικά.»

Ο κοσμοπολιτισμός έδωσε την θέση του σε αυταπάτες μιας νέας αυτοκρατορίας. O John Bolton, ηγέτης της νέο-συντηρητικής παράταξης υποστήριξε πριν τον πόλεμο του Ιράκ, ότι οι διεθνείς συνθήκες είναι δεσμευτικές πολιτικά, όχι νομικά, και μπορούν να εγκαταλειφθούν αν το επιβάλλει η πολιτική σκοπιμότητα.  Η Αμερική είναι σε θέση να αποφεύγει τους κανόνες, να αλλάζει τις προσδοκώμενες συμπεριφορές και να δημιουργεί νέες πραγματικότητες με αδιάλλακτες επιδείξεις βούλησης…Πρέπει χωρίς ντροπή, απολογίες, συμβιβασμούς, να είμαστε η Αμερική του συνταγματικού ηγεμονισμού».

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, στην αρχή του 21ου αιώνα, μπήκαμε σε ιστορικό βέρτιγκο, καθώς οι νικητές του ψυχρού πολέμου πίστεψαν ότι μπορούσαν να επιβάλλουν μια οικονομική νεο-αποικιοκρατία στις αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και τα περιφερειακά Λατινο-Αμερικάνικα και Ευρωπαϊκά κράτη.

Έτσι ο Βρετανός νέο-ιμπεριαλιστής ιστορικός και φίλος του κ. Μητσοτάκη Νιλ Φέργκιουσον προέτρεπε τους Αμερικανούς να επανα-συστήσουν τη Βρετανική αυτοκρατορία του «ελεύθερου εμπορίου» και των «ισορροπημένων προϋπολογισμών» με «στρατιωτική βία» για να κάνουν τον κόσμο «ασφαλή για τον καπιταλισμό και την δημοκρατία». Ο καθηγητής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο Χάρβαρντ Μαικλ Ιγκνάτιεφ, υποστήριζε τη χρήση των βασανιστηρίων, ενώ τα mainstream ΜΜΕ πρόβαλαν τις φαντασιώσεις περί Αμερικάνικης ανωτερότητας.

Η ιδεολογική συμπόρευση των πολυεθνικών, των πολιτικών ελίτ, των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των οργανικών διανοουμένων οδήγησε στην παγκόσμια διάδοση του νεοφιλελευθερισμού και της «ντεκαφεϊνέ» δημοκρατίας, με όπλα τα τανκς και τις banks.  H στρατιωτική «νίκη» στο Αφγανιστάν και το Ιράκ είτε προηγείτο είτε ακολουθούσε την επιβολή του Washington consensus από το ΔΝΤ.

Η «νίκη» όμως ήταν Πύρρεια. Το «σοκ και δέος» που ένοιωσαν οι λαοί γύρισε σαν μπούμεραγκ κατά των εμπνευστών του. Η παγκοσμιοποίηση χρειάζεται ανοικτές αγορές χρήματος, εμπορευμάτων και ανθρώπων. Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίστηκε ως το ύστατο στάδιο της ιστορίας.

Αλλά η ανεξέλεγκτη κίνηση κεφαλαίων, η υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματικοποίηση όλων των υπηρεσιών έκανε τους πολίτες μικρο-καπιταλιστές του εαυτού τους. Σύντομα οδήγησαν σε τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, σε δομική ανεργία και καταστροφή της κοινωνικής συνοχής, παρ’ ότι δεν τα κατάλαβε ο κ. Πισσαρίδης. Ο Μπιλ Κλίντον ξεκίνησε το ξήλωμα του καχεκτικού κοινωνικού κράτους και την επίθεση στους μαύρους με τη μαζική φυλάκιση και την στρατικοποίηση της αστυνομίας.

O Τζο Μπάϊντεν τον υποστήριξε στο Κογκρέσο. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, μεγάλο μέρος του Αμερικανικού - και του Βρετανικού - λαού αισθάνθηκε ταπεινωμένο, εγκαταλειμμένο από τους ηγέτες τους, έρμαιο εξελίξεων που δεν ελέγχονται. Η γιγάντωση των ανισοτήτων (1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 50% του πλούτου), η προλεταριοποίηση των εργατών και η φτωχοποίηση των μεσαίων, διέλυσε την εύθραυστη κοινωνική συνοχή. Η πολύχρωμη Αμερικανική κοινωνία χωρίστηκε ταξικά, πολιτισμικά και εθνικά. Οι πολίτες άρχισαν συνειδητοποιούν ότι ζουν σε διαλυμένες κοινωνίες, χωρίς μέλλον και ελπίδα.

Δύο ήταν οι απαντήσεις των ελίτ. Η πολιτική του φόβου και του εκφοβισμού που πριμοδοτήθηκε από την φασιστική και Ισλαμική τρομοκρατία, δεύτερο, ο εθνο-λαϊκισμός. Ένα παγκόσμιο κράτος έκτακτης ανάγκης άρχισε να εγκαθίσταται και σήμερα γενικεύεται με δικαιολογία την πανδημία.

Η συστηματική παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, η αύξηση της καταστολής και των δυνάμεων της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών, η επιβολή του δικαίου της εξαίρεσης στις περισσότερες Δυτικές δημοκρατίες μας βάζουν σε μια περίοδο αυταρχικής και απολυταρχικής δημοκρατίας, ενός καπιταλισμού με απάνθρωπο πρόσωπο.

Η δεύτερη είναι ο ακροδεξιός και εθνικιστικός λαϊκισμός, με πρωταγωνιστή τον Τραμπ. Γιατί ποιο είναι το νόημα του Τραμπ; Νίκη του εθνικού καπιταλισμού, του εθνικιστικού ρατσισμού, επιφανειακή εγκατάλειψη της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης.  Ο Τραμπ είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός οικονομικού συστήματος, της γεωπολιτικής αστάθειας στην οποία οδήγησε και της προσπάθειας διαχείρισης της παρακμής του.


*Στο δεύτερο μέρος της «Αμερικής του Τραμπ»: H επιστροφή του απωθημένου

Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τον συντάκτη τους, χωρίς να συμπίπτουν κατ' ανάγκη με την άποψη του Jenny΄s world


ΠΗΓΗ: tvxs.gr