Χριστόφορος Βερναρδάκης, Χαρίλαος Φλώρος
Η σημερινή ιστορική περίοδος χαρακτηρίζεται από την άρνηση των δυνάμεων του κεφαλαίου να επιδιώξουν την σύναψη ακόμα και ενός ετεροβαρούς κοινωνικού συμβολαίου.
Το ευρύτερο περιβάλλον κατάθεσης του Προϋπολογισμού
Η κατάθεση του Προϋπολογισμού 2021 γίνεται σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από:
α) Την εμφάνιση της πανδημίας Covid-19. Η επίδραση της πανδημίας και κυρίως των μέτρων καραντίνας που επιβλήθηκαν, υπήρξε καταλυτική για την οικονομία και αναδείχθηκε σε μείζονα παράγοντα οικονομικής επιβράδυνσης και ύφεσης, με βαρύτατες συνέπειες στο οικονομικά ενεργό δυναμικό της χώρας.
β) Την εμφάνιση επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2020, πριν από την καταλυτική επίδραση του Covid-19.
γ) Την προώθηση πολιτικών «ταξικής εντάσεως» με αφορμή και πρόσχημα την πανδημία, καθότι η τελευταία δημιούργησε την κατάλληλη ευκαιρία στην κυβέρνηση να προχωρήσει τα σχέδια ολικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας υπέρ του κεφαλαίου, σε όλους τους τομείς της δημόσιας σφαίρας. Έτσι:
* Επιτάχυνε την θέσπιση αντιμεταρρυθμιστικών ταξικών πολιτικών στους τομείς της Υγείας, της Παιδείας και του κοινωνικού κράτους,
* Διευκόλυνε μια τεράστιου βάθους απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων,
* Διαμοίρασε σε εκπροσώπους των οικονομικών ελίτ απροσδιόριστο μέρος του πλεονάσματος που κληρονόμησε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ,
* Προχώρησε στην εφαρμογή προγράμματος ευρύτατων ιδιωτικοποιήσεων σε κρίσιμες λειτουργίες του κράτους,
* Θέσπισε νέο Πτωχευτικό Κώδικα που στοχεύει στην ιδιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των χαμηλότερων και μεσαίων κοινωνικών τάξεων από τράπεζες, funds και ιδιώτες, επιβάλλοντας μια τεράστια αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας.
δ) Την όξυνση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης με την εφαρμογή ανορθολογικών και τυχοδιωκτικών πολιτικών διαχείρισης. Η αποσύνδεση των υγειονομικών από αντίστοιχης ισχύος οικονομικά μέτρα έχει οδηγήσει σε ένα τραγικό αδιέξοδο τη μικρή και μεσαία οικονομική δραστηριότητα και το σύνολο της μισθωτής εργασίας. Αρχίζει και γίνεται όμως αντιληπτό, ότι αυτή η επιλογή δεν είναι ένα σφάλμα, μια λάθος εκτίμηση. Είναι συντονισμένη και σχεδιασμένη πολιτική αναδιανομής του πλούτου και ολικής αναδιάρθρωσης της οικονομίας και του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού συστήματος.
Η κυβέρνηση της ΝΔ μετέθεσε συνειδητά την κρίση στο οικονομικό πεδίο. Ήδη από το πρώτο στάδιο της πανδημίας, η κυβέρνηση δεν προέβη σε επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές ανάσχεσης των συνεπειών του lockdown και της αποδυνάμωσης της οικονομικής δραστηριότητας – παραγωγής και διανομής. Τέτοιες πολιτικές θα περιφρουρούσαν τις θέσεις εργασίας και θα περιόριζαν τις στρεβλώσεις προσφοράς-ζήτησης, ενισχύοντας την ενεργό ζήτηση μέσω της κατανάλωσης. Αντίθετα, άφησε να εξελιχθεί σε όλο το φάσμα της οικονομικής σφαίρας η αυτοματοποιημένη διαδικασία της «αοράτου χειρός» της αγοράς.
Στο Υγειονομικό πεδίο, επίσης, δεν προχώρησε σε δαπάνες ενίσχυσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας σε προσωπικό και υποδομές. Δεν είναι λάθος εκτίμηση. Είναι συνειδητό πολιτικό σχέδιο να μην ενισχυθεί το δημόσιο σύστημα υγείας και οι κοινωνικές δαπάνες.
ε) Την οικονομική, υγειονομική και κοινωνική κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού επιδείνωσε το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα και, σε συνδυασμό με την παθητική εξωτερική πολιτική, αποδυνάμωσε τη διεθνή θέση της Ελλάδας και όξυνε τα γνωστά προβλήματα με την Τουρκία. Το κενό ενεργητικής διπλωματίας για την άμυνα της χώρας αποτυπώνεται στο Σχέδιο Προϋπολογισμού με την υιοθέτηση διπλωματίας των εξοπλισμών και την επιλογή ανορθολογικών δαπανών για αγορά οπλικών συστημάτων.
Ο Προϋπολογισμός ‘21 και οι κεντρικές πολιτικές στοχεύσεις του
Σε αυτήν τη βεβαρυμμένη συγκυρία κατατίθεται το Σχέδιο Νόμου του Προϋπολογισμού του οικονομικού έτους 2021. Ένα Σχέδιο υψηλής ύφεσης και ήδη αυξημένων ελλειμμάτων, αφού για το 2021 το συνολικό έλλειμμα προβλέπεται στα 11,5 δις ευρώ ή 6,7% του ΑΕΠ (το συνολικό έλλειμμα του ’20 εκτιμάται στα 16,1 δις ευρώ ή 9.9% του ΑΕΠ) και το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται στα 6,6 δις ευρώ ή 3,8% του ΑΕΠ (11,1 δις ευρώ ή 6,8% του ΑΕΠ για το ’20).
Ο Προϋπολογισμός ’21 θα πρέπει να θεωρηθεί ως το εργαλείο εφαρμογής, όλων αυτών που η κυβέρνηση της Δεξιάς προωθεί μεθοδικά αυτή την περίοδο. Δεν πρόκειται ούτε για κάποιον «ανεφάρμοστο» ούτε για κάποιον «αδόκιμο» και ανεπαρκή Προϋπολογισμό. Πρόκειται για ένα μεθοδικό εργαλείο για την κεφαλαιοκρατική ανασυγκρότηση. Αν η «Έκθεση Πισσαρίδη» είναι το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο του «Επιτελικού κράτους», ο Προϋπολογισμός φιλοδοξεί να είναι το τεχνικό εργαλείο υλοποίησής του.
Ως κύρια χαρακτηριστικά του επί τροχάδην αναφέρονται:
α) Οι περιορισμένες δαπάνες για τη στήριξη της οικονομίας. Ενώ η χώρα θεωρητικά θα πασχίζει να ορθοποδήσει από τις συνέπειες της πανδημίας, οι προβλέψεις δαπανών για κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες όπως οι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιστήμονες, οι μισθωτοί, οι αγρότες, οι εποχικοί εργαζόμενοι και απασχολούμενοι στον Τουρισμό, την Εστίαση και στον Πολιτισμό είναι ισχνότατες.
Ο προς έγκριση Προϋπολογισμός δεν μεριμνά επίσης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις των περισσότερων κλάδων που δοκιμάστηκαν κατά την υγειονομική κρίση. Τέλος, δεν μεριμνά για τους μακροχρόνια ανέργους τους οποίους αφήνει ακάλυπτους.
β) Οι περιορισμένες δαπάνες για προσλήψεις και υποδομές σε Υγεία και Παιδεία σε σχέση με το 2019 και το 2020.
γ) Ενώ η κυβέρνηση «υπόσχεται» φοροελαφρύνσεις, ο Προϋπολογισμός ‘21 προβλέπει αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 8,1% (ισοδυναμεί με 3,6 δις), πράγμα το οποίο φυσικά παραπέμπει σε αύξηση της φορολογίας. Είναι προφανές ότι οι φοροελαφρύνσεις θα περιβληθούν με τον μανδύα των αναπτυξιακών κινήτρων για την προστασία της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης. Συνεπώς, θα αφορούν τα υψηλά εισοδήματα.
δ) Το Ασφαλιστικό – Συνταξιοδοτικό βρίσκονται στις προτεραιότητες του Προϋπολογισμού, που «συνομιλεί» ευθέως με την Έκθεση Πισσαρίδη. Ο κεντρικός πυρήνας στοχεύει στην ιδιωτικοποίηση σε πρώτο στάδιο της Επικουρικής Ασφάλισης.
Σημειώνονται δύο προβλέψεις του Προϋπολογισμού, που αφορούν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι δύο αυτές προβλέψεις ωστόσο αφορούν κυρίως υψηλά εισοδήματα, ενώ, ταυτόχρονα, στερούν πόρους από τον ΟΑΕΔ για τη στήριξη των ανέργων.
Η συνταξιοδοτική δαπάνη για το 2021 αναμένεται να αυξηθεί κατά 500 εκ € κυρίως λόγω της προβλεπόμενης πλήρους εκκαθάρισης των ληξιπροθέσμων. Ωστόσο, η συνταξιοδοτική δαπάνη το 2020 αναμένεται να είναι κατά 400 εκ € χαμηλότερη από το 2019 και κατά 200 εκ χαμηλότερη από τον αρχικό προϋπολογισμό του 2020, αποτυπώνοντας ουσιαστικά την αύξηση των εκκρεμών συντάξεων κατά την τρέχουσα περίοδο.
ε) Οι δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας το 2021 αναμένεται να είναι σημαντικά μειωμένες σε σχέση με αυτές του 2020. Αυτό βασίζεται στην (επισφαλέστατη) υπόθεση ότι η αγορά εργασίας και η οικονομία θα έχουν επανέλθει σε πλήρη κανονικότητα και στις ανεδαφικές προβλέψεις για ανάπτυξη 7.5% το 2021 έναντι ύφεσης 8.2% το 2020. Η υπόθεση, ειδικότερα, για ανάπτυξη 7.5% βασίζεται στην εκτίμηση ότι η αύξηση των επενδύσεων θα κινηθεί στο 30% περίπου, κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ από το 1960 στην ελληνική οικονομία.
Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου ως συνεκτικό στοιχείο και κεντρικό σχέδιο του Προϋπολογισμού ‘21
Η παρούσα υγειονομική κρίση αξιοποιείται σε διεθνές και εθνικό επίπεδο από τις ιθύνουσες ελίτ σαν πολιορκητικός κριός μιας πολυεπίπεδης Αναδιάρθρωσης που στοχεύει:
α) Στην αναδιάταξη των υφιστάμενων ενδοκεφαλαιακών ανταγωνισμών και συσχετισμών ισχύος, με τη χρήση οικονομικών εργαλείων όπως η στρατηγική εισαγωγής των υπερσυσσωρευμένων ανενεργών κεφαλαίων στον χρηματοπιστωτικό και οικονομικό κύκλο.
β) Στην περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του Κεφαλαίου εις βάρος της Εργασίας, με την ακραία, πρωτοφανή και διαλυτική ελαστικοποίηση και απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ, για την απόσπαση μεγαλύτερης μερίδας του εθνικού προϊόντος από το κεφάλαιο. Επιλογή που αντανακλάται εμμέσως στο χαμηλό ύψος των δαπανών για την κοινωνική προστασία.
Η αναδιάρθρωση είναι βασικός στόχος και παράλληλα ιδεολογικοπολιτικός πυλώνας μιας σειράς νομοθετημάτων και υπουργικών αποφάσεων που ευνοούν τμήματα του κεφαλαίου σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής. Χαριστικές συμβάσεις και απευθείας αναθέσεις, κρατικές ενισχύσεις εκατομμυρίων σε μεγάλες εταιρείες χωρίς όρους, επιδίωξη τμηματικών ιδιωτικοποιήσεων στην Υγεία και την Παιδεία, ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, νέος πτωχευτικός νόμος, πρωτοφανής και διάλυση των εργασιακών σχέσεων, κατάργηση ή καταστρατήγηση δικαιωμάτων κλπ. Όλα αυτά είναι κομμάτια του παζλ της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που επιχειρείται να εφαρμοστεί με τον Προϋπολογισμό.
Στις προηγούμενες 10ετίες έγινε υπερσυσσώρευση κεφαλαίων από τις εγχώριες ελίτ. Τα συσσωρευμένα κεφάλαια παρέμειναν αδρανή σε εξωχώριες εταιρείες ή επανεισήχθησαν στη χώρα ως τμήματα ξένου επενδυτικού κεφαλαίου ή ως δανεισμός και πρόβαλαν πιεστικές απαιτήσεις κερδοφορίας, οι οποίες κατά τη διάρκεια των μνημονίων ενσωματώθηκαν στις συνολικές απαιτήσεις των δανειστών. Η ελληνική οικονομία αδυνατεί να καλύψει τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για ιδιοποίηση μέρους του ετήσια παραγόμενου προϊόντος με τη μορφή κερδών, λόγω του μεγέθους της συσσώρευσης σε σύγκριση με το ετήσιο ΑΕΠ. Στις απαιτήσεις αυτές βρίσκεται η αιτία της κρίσης υπερσυσσώρευσης που εκδηλώθηκε αρχικά σαν χρηματοπιστωτική και μαστίζει την ελληνική οικονομία.
Οι μνημονιακές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και συνεχίστηκαν καταναγκαστικά από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, απέτρεψαν την απαξίωση του πλεονάζοντος και αδρανούς αυτού κεφαλαίου.
Σήμερα, η ειδοποιός ποιοτική και ποσοτική διαφορά από ανάλογες πολιτικές αναδιάρθρωσης που ακολούθησαν οι μνημονιακές συγκυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ από το 2008 έως το 2014 βρίσκεται στο τρίπτυχο «Έκθεση Πισσαρίδη - Πτωχευτικός νόμος και εργασιακά», συν έναν μηχανισμό διαχείρισης αυξημένης ανεργίας και υψηλής ύφεσης.
Με την επάνοδο της ΝΔ στην διακυβέρνηση της χώρας σαρώθηκαν οι όποιες αντιστάσεις και άμυνες της Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και προωθήθηκαν πολιτικές, που επέτρεψαν την ιδιοποίηση από τους κεφαλαιοκράτες αυξημένου μεριδίου της παραγόμενης αξίας με:
* Την επιβολή διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας και στον τομέα της κοινωνικής Ασφάλισης που υποβαθμίζουν σε πρωτοφανή βαθμό τη μισθωτή εργασία καθιστώντας δυσμενέστατη τη θέση των εργαζομένων.
* Την επιβολή νέας πτωχευτικής νομοθεσίας που προβλέπει την ιδιοποίηση της περιουσίας των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων.
* Την παρέμβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα υπέρ των τραπεζών, εις βάρος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των μισθωτών.
* Την εφαρμογή υφεσιακών πολιτικών διαρκούς λιτότητας.
* Τη συνειδητή πολιτική στόχευση για διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά ποσοστά. Η αύξηση της ανεργίας δεν είναι πολιτική αποτυχία της ΝΔ, όπως θέλει να πιστεύει μια τετριμμένη κριτική. Είναι συστημική πολιτική επιλογή, που ευνοεί την υποταγή της μισθωτής εργασίας στο κεφάλαιο. Συνεπώς ο Προϋπολογισμός ‘21 δεν επιχειρεί να ανασχέσει το υψηλό ποσοστό ανεργίας που σε τελευταία ανάλυση σχετίζεται ευθέως με την απαίτηση του κεφαλαίου επί του παραγόμενου προϊόντος. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων οφείλεται στην άρνηση του κεφαλαίου να επενδύσει απασχολώντας εργατικό δυναμικό με όρους μη συμφέροντες σε σχέση με το προσδοκώμενο κέρδος του. Η ανεργία ως γνωστόν, είτε ως απειλή κατάπτωσης του εργαζόμενου στον «εφεδρικό στρατό των ανέργων», είτε ως πραγματικό ποσοστό, συμπιέζει τους όρους απασχόλησης, σαρώνοντας μισθούς και δικαιώματα.
Τέλος, η Έκθεση Πισσαρίδη ενισχύει τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προς όφελος του απαξιωμένου και μη παραγωγικού τμήματός του, ακόμα και παρασιτικών τμημάτων του. Εισηγείται την απαξίωση τμημάτων του παραγωγικού κεφαλαίου, τα οποία βρίσκονται στα χέρια της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και ελεύθερων επαγγελματιών, εις βάρος δηλαδή της μεγάλης πλειοψηφίας του επιχειρείν σε όλους τους οικονομικούς κλάδους.
Εν μέσω πανδημίας σαρώνονται κερδοφόροι κλάδοι μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, είτε με λήψη αμφιλεγόμενων μέτρων δήθεν προστασίας είτε με «παραλείψεις» λήψης μέτρων. Οι νεοφιλελεύθερες ξαναζεσταμένες συνταγές, μειώνοντας μεσοβραχυπρόθεσμα τον αριθμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στρέφονται εξίσου κατά της μισθωτής εργασίας αφήνοντας απροστάτευτο το 57% των εργαζομένων στην ελληνική οικονομία που απασχολείται σε αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Εστίαση που επέδειξε εξαιρετική αντοχή κατά τη διάρκεια των μνημονίων, συμβάλλοντας με τον κλάδο του Τουρισμού στην ανάσχεση της οικονομικής αποσάθρωσης και της τερατώδους διόγκωσης της ανεργίας και τώρα καταδικάζεται σε καταστροφική συρρίκνωση.
Το ζητούμενο: μια στρατηγική για την παραγωγική ανασυγκρότηση υπέρ των εργαζόμενων τάξεων
Η στρατηγική της βίαιης αναδιάρθρωσης που οργανώνει σήμερα η ΝΔ, αν εφαρμοστεί, θα καταστρέψει το σύνολο της μικρής και μεσαίας επιχείρησης στην Ελλάδα και θα συμπαρασύρει και το μεγαλύτερο μέρος της μισθωτής εργασίας.
Η πολιτική αυτή αυτονοήτως δεν πρέπει να περάσει και επιβάλλεται να ανατραπεί. Και θα ανατραπεί αν η δική μας πλευρά οργανώσει πολιτικά και προγραμματικά μια νέα κοινωνική συμφωνία των παραγωγικών κοινωνικών δυνάμεων εναντίον του κεφαλαίου και της ολιγαρχίας.
Η νέα κοινωνική συμφωνία δεν είναι η παλιά «σοσιαλδημοκρατική» συμφωνία «κεφαλαίου – εργασίας». Ακόμα και η μεγάλη κρίση της πανδημίας (που για πολλούς, ακόμα και αριστερούς, αντιμετωπίστηκε αρχικά ως δήθεν ήττα του νεοφιλελευθερισμού και επιστροφή του κοινωνικού κράτους), επιβεβαίωσε ότι το κεφάλαιο και τα κοινωνικά ή πολιτικά υποκείμενά του έχουν ως σταθερή τους επιδίωξη την απόλυτη κυριαρχία του, ανεξαρτήτως κοινωνικού, οικονομικού ή περιβαλλοντικού κόστους.
Η δήθεν «αναπτυξιακή» στρατηγική της ΝΔ και της Κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι στοχοπροσηλωμένη στη μετατροπή των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών σε ελαστικά απασχολήσιμους, στη δραστική μείωση των κοινωνικών δαπανών και στην υποστήριξη οικονομικών συμφερόντων ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους σε μια αναπτυξιακή ή παραγωγική δυναμική.
Η σημερινή ιστορική περίοδος χαρακτηρίζεται, όχι μόνο στην Ελλάδα, από την άρνηση των δυνάμεων του κεφαλαίου να επιδιώξουν την σύναψη ακόμα και ενός ετεροβαρούς κοινωνικού συμβολαίου με τον κόσμο της εργασίας. Απαιτούν την απόλυτη συντριβή της, και στο στόχο αυτό κινούνται απολύτως συνειδητά και σχεδιασμένα. Η καταστροφή των δημόσιων δομών υγείας και παιδείας, παραδείγματος χάριν, δεν είναι λάθος διαχείριση ή ιδεοληπτική προσκόλληση. Είναι μέρος μιας συνειδητής στρατηγικής συρρίκνωσης των δημοσίων δαπανών και η πανδημία ως «κρίση» έδωσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις.
Θα ήταν στρατηγικό και ιστορικό λάθος, όχι απλώς για την Αριστερά, αλλά ευρύτερα για όλο το δημοκρατικό πολιτικό τόξο και το κοινωνικό παραγωγικό δυναμικό της χώρας, να αποδεχτεί κανείς την παρασιτική ανάπτυξη της Εκθεσης Πισσαρίδη και της κυβέρνησης Μητσοτάκη..
Η στόχευση της ΝΔ είναι δεδομένη. Να βάλει ένα πλαίσιο «ανάπτυξης», που θα αποτελέσει και το «πλαίσιο διακυβέρνησης» στα επόμενα χρόνια. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ απαντήσει στην πρόκληση αυτή «συστημικά» και με τον ενοχικό κυβερνητισμό που πολλές φορές τον χαρακτηρίζει μετά τον Ιούλιο του ‘19, τότε η πολιτική της ΝΔ θα έχει θριαμβεύσει.
Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο των μισθωτών και των μικρο-μεσαίων παραγωγικών δυνάμεων μπορεί να θέσει στόχους και να χρησιμοποιήσει νέες μεθόδους στο τρίπτυχο: αύξηση της παραγωγής και απασχόλησης, κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, υλοποίηση επειγόντων περιβαλλοντικών στόχων.
Το τρίπτυχο αυτό απαιτεί την επανεισαγωγή της έννοιας του «σχεδιασμού», κεντρικού και περιφερειακού, στην ιδεολογία και το πολιτικό μας πρόγραμμα. Και «σχεδιασμός» σημαίνει ιεράρχηση αναγκών και στόχων, διοικητικά μέσα και οικονομικά χρηματοδοτικά εργαλεία. Δηλαδή, μια στοχευμένη αλλαγή του Κράτους, με μετάβαση από τον κατακερματισμένο νεοφιλελευθερισμό σε κεντρικό χώρο σχεδιασμού παρεμβατικών πολιτικών.
Ο τρόπος ένταξης των διαθέσιμων δημοσίων πόρων (εθνικών και ευρωπαϊκών) σε αυτόν το σχεδιασμό αποτελεί κρίσιμο σημείο για το νέο μας πρόγραμμα. Τα χρηματοδοτικά εργαλεία και οι οικονομικοί πόροι (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, ΠΔΕ, κλπ) δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ως ουδέτερα πεδία. Εμπεριέχουν πολλές φορές δεσμευτικές κατευθύνσεις που τείνουν σε ενίσχυση των παρασιτικών μερίδων του κεφαλαίου.
Όπως, επίσης, κρίσιμα σημεία θα είναι για τη στρατηγική μάχη που θα δοθεί στο πεδίο της οικονομίας και της παραγωγής η διαγραφή χρεών των μισθωτών και των μεσαίων τάξεων, η ενίσχυση του δημόσιου και συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα, η αύξηση των μισθών στο προμνημονιακό τουλάχιστον ύψος και, τέλος, η αναδιανομή εισοδήματος μέσω μιας φορολογικής πολιτικής με υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στις αποδόσεις των κεφαλαίων και στις πολύ μεγάλες περιουσίες.
*Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Α’ Αθήνας – Πανεπιστημιακός
**Ο Χαρίλαος Φλώρος είναι Πολιτικός Επιστήμονας, πρώην Γενικός Γραμματέας Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων