Με τη βαρυθυμιά μιας άυπνης νύχτας μετά από μια θλίψη της μέρας, την κάψα ενός ανελέητου γρεγολεβάντε και τις μπερδεμένες σκέψεις που φέρνει η αϋπνία, ανάγκη κάτι να σκουντήξει τις ενδορφίνες.
Να πάρει μπρος το σύστημα της υπόφυσης που παράγει τις ορμόνες της χαράς, να ξεκολλήσει το μυαλό από το μηρυκασμό της συλλογικής αρρώστιας, τη φρίκη...
εξαφανισμένων προσφύγων και τον ακαταπόνητο καύσωνα.
Αυτό το κάτι μπορεί να είναι μια λεκάνη που γέμισε βροχή. Ένα ελάχιστο μέγεθος ολόφρεσκου νερού, αρκετού ωστόσο για να δείξει τη γενναιοδωρία των σύννεφων. Μπορεί να είναι μια εικόνα, γεμάτη αντιφάσεις. Η φωτογραφία, ας πούμε, του Φορτίνο Σαμάνο, με καθαρό άσπρο πουκάμισο, τα χέρια στις τσέπες, βλέμμα τσακίρικο κι ένα τσιγάρο δαγκωμένο με χαμόγελο. Μια φωτογραφία, που ο Σαμάνο θα μπορούσε να την είχε βγάλει για να γράψει, πίσω της, ερωτικό ραβασάκι σε κάποια Αλίσια.
Και τελικά είναι η φωτογραφία που τράβηξε ο Agustin Victor-Casasola και είναι το μοναδικό ίχνος ζωής, που άφησε ο σύντροφος του Ζαπάτα για «Γη κι Ελευθερία», ο επαναστάτης Φορτίνο Σαμάνο, πριν καν τελειώσει το τελευταίο τσιγάρο και σωριαστεί από σφαίρα, μπροστά στον πλίνθινο τοίχο που ποζάρει με ανεμελιά.
Και μέσα σ’ αυτή τη μούχλα του νεκραναστημένου νεοφιλελεδισμού, τον κρετινισμό των φαλαγγιτών του και τους αδιέξοδους μηρυκασμούς όλων μας, η λεβέντικη επιθανάτια ανεμελιά του Φορτίνο Σαμάνο, γίνεται ολόφρεσκο νερό. Λαχταριστή τζούρα κομμένου τσιγάρου.
Η έξοδος από το φαύλο κύκλο των προσδοκιών που τις συρρικνώσαμε σε αναρτήσεις, θέλει βρόχινο νερό και κάμποση επιθανάτια ανεμελιά.
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται: "Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα ‘ρθει να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί. Βράδυ στα κρεβάτια τους θα στενάζουν ξαναμμένες ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή".
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται: "Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχειό. Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…" Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται: "Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ, σε παιδιά που ξεφαντώνουν, ο καιρός θα χάνεται, ώσπου κάποιο απ’ αυτά θα φωνάξει “Λιμπερτά!” κι όπως θα κοιτάει τις κάννες, θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…"
Πηγή: Νίνα Γεωργιάδου – f/b