Nέο ρεκόρ κρουσμάτων και πάμε για εθνική υστερία…
του Χρήστου Ξανθάκη
Μου θύμισε λίγο τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Εκείνο το τρελό πάρτυ του 2004, όπου αναδύθηκε η εικόνα μιας νέας Ελλάδας, αστραφτερής και...
λαμπερής, μιας Ελλάδας του εικοστού πρώτου αιώνα, μιας Ελλάδας αποτελεσματικής και σοβαρής και υπεύθυνης.
Και ύστερα εξατμίστηκε το ροζ συννεφάκι και ανοίξαμε τα ματάκια μας και κοιτάξαμε γύρω μας και καταλάβαμε, ότι δεν είχαμε φύγει ποτέ, ότι δεν είχαμε φύγει ούτε μια στιγμή από το λάκκο με τα σκατά…
Κάπως έτσι και με τον κορωνοϊό.
Τον νικήσαμε τον καριόλη, τον εξοντώσαμε, τον στείλαμε στον άλλο κόσμο.
Τέτοια εθνική υπερηφάνεια χρόνια ολόκληρα είχαμε να νιώσουμε, τέτοια εθνική ανάταση και ανακούφιση. Δεν μιλάμε τώρα για νίκη απέναντι σε τίποτα κουρελήδες τύπου Έβρος, μιλάμε για συντριβή μιας πανδημίας ολόκληρης, που κόντεψε να φέρει τούμπα τον πλανήτη. Εκεί λοιπόν που άλλες φυλές τα κάνανε μαντάρα και υποχώρησαν άτακτα, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ύψωσαν ανάστημα και φρύδι και τον κάνανε μία χόρτα (αλάδωτα!) τον κορωνοϊό.
Και ύστερα ξυπνήσαμε.
Και ανοίξαμε τα ματάκια μας και κοιτάξαμε γύρω μας και καταλάβαμε, ότι δεν είχαμε φύγει ποτέ, ότι δεν είχαμε φύγει ούτε μια στιγμή από το λάκκο με τα σκατά…
Σε λίγες εβδομάδες μέσα μας βγήκαν ξινά τα μεγάλα λόγια, μας βγήκαν ξινοί οι πανηγυρισμοί. Μόλις τελείωσε η Βαλκάνια απομόνωση του χειμώνα και ανοίξαμε τις πύλες της πατρίδος στον τουρισμό, να φάνε ψωμάκι οι ξενοδόχοι, επανήλθε ο κορωνοϊός. Και επανήλθε μαινόμενος!
Ως και τα διακόσια πενήντα κρούσματα ξεπεράσαμε σε μια μέρα και εκεί που υμνούσαν οι ξένοι το «θαύμα» της Ελλάδας, άρχισαν να γράφουν, ότι κάτι δεν πάει καλά στη χώρα της Μπίμπι Μπο. Άρχισαν να λένε για δεύτερο κύμα, άρχιζαν να μιλάνε για κινδύνους, άρχισαν να σημειώνουν ότι δεν τον νικήσαμε ακριβώς τον κορωνοϊό, πιο πολύ σε ισοπαλία φέρνει για την ώρα, για να μην σου πω για άσσο ημίχρονο-διπλό τελικό και ομορφιά του ποδοσφαίρου που θα έλεγε και ο αξεπέραστος δήμαρχος Βόλου…
Με δυο λόγια, δεν πάμε καλά. Και δεν θα πηγαίναμε καλά με τη νοοτροπία που αναπτύξαμε, ότι δηλαδή ο κορωνοϊός είναι σαν την κατσαρίδα, άπαξ και την πατήσεις με το σκαρπίνι το πρόστυχο, πάει και τελείωσε δεν ξαναζωντανεύει. Αλλά πώς αλλιώς να γίνει, όταν το ταμείον είναι μείον κι εσύ ψάχνεις για προπέτασμα καπνού μπας και κρύψεις τη γύμνια σου; Όταν η ανάγκη για επικοινωνιακούς θριάμβους επισκιάζει κάθε άλλη προτεραιότητα;
Νικήσαμε ρε και στα ασταδγιάλα και άμα δεν το πιστεύεις, είσαι προδότης κι εσύ και το σόι σου όλο. Πήλιο Γούση, ε Πήλιο Γούση!
Το αστείον της υποθέσεως βέβαια είναι, ότι ούτε το χαρτί του τουρισμού μας βγήκε. Πέντε εκατομμύρια καλοκαιρινούς τουρίστες υπολόγιζα τον περασμένο Μάρτιο και πέφτανε πάνω μου τότε να με φάνε και με λέγανε Κασσάνδρα. Και ούτε αυτά θα φτάσουμε, πλέον, μιας και έχουμε μπει βαθιά στον κουβά και δεν μπορούμε άλλο να πουλήσουμε το παραμυθάκι της ασφαλούς χώρας. Και για το μέλλον, δεν το συζητώ καν. Σε λίγο καιρό θα στέκονται νυχθημερόν στα αεροδρόμια ο Χαρδαλιάς και τα χαρδαλάκια και όποιος τουρίστας έρχεται, θα του αδειάζουν επί τόπου την πορτοφόλα (και την πιστωτική!) και θα τον στέλνουν ολοσούμπητο πίσω στην πατρίδα του με την επόμενη πτήση.
Μαζί με ένα φυλλάδιο όπου θα εξηγείται, τι ακριβώς είναι το Greek State of Mind και γιατί στις νίκες κερδάει ένας αλλά στις ήττες χάνουμε όλοι…
- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το newpost.gr