Μαρίνα Αλεξανδρή
OAλέξης Τσίπρας στην χθεσινή του συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη έκρουσε έναν τριπλό συναγερμό:
Ζήτησε να αποτραπεί οποιαδήποτε επιχείρηση...
του Oruc Reis εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, διαπίστωσε έλλειμμα εθνικής στρατηγικής και απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να πιέσει την Ευρώπη για κυρώσεις κατά της Αγκυρας και υπενθύμισε, ότι η Ελλάδα έχει μία και μοναδική διαφορά με την Τουρκία – το θέμα της υφαλοκρηπίδας.
Το τρίτο από αυτά τα μηνύματα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε να είναι το απολύτως αυτονόητο, η ένταση όμως με την οποία έθεσε το ζήτημα ο Αλέξης Τσίπρας κρύβει και ανησυχία και θερμό πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο.
«Η διαφορά μας με την Τουρκία είναι μία, μόνο μία, είναι η υφαλοκρηπίδα που ταυτίζεται με την αποκλειστική οικονομική ζώνη. Δεν υφίστανται άλλες διαφορές» τόνισε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μετά την συνάντηση που είχε, επί μιάμισι ώρα, με τον πρωθυπουργό, για να προσθέσει: «Η συνθήκη της Λωζάνης είναι αδιαπραγμάτευτη, γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο δεν υφίστανται, το τουρκολιβυκό σύμφωνο είναι ανυπόστατο και παράνομο. Ως εκ τούτου μία είναι η διαφορά μας. Αυτή τη διαφορά, οφείλουμε να την λύσουμε μέσα από το διάλογο με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου. Όχι όμως υπό καθεστώς απειλών και εκβιασμών».
Ο λόγος για τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να φέρει σε πρώτο πλάνο την επαναβεβαίωση του βασικού, εδώ και 20 χρόνια, εθνικού δόγματος, είναι οι πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η γερμανική διαμεσολάβηση για προσέγγιση με την Άγκυρα έχει ανοίξει παράθυρο ελληνοτουρκικού διαλόγου εφ’ όλης της ύλης.
Τα μηνύματα, που λαμβάνει το διπλωματικό επιτελείο της Κουμουνδούρου από το Βερολίνο, δείχνουν, ότι η Ανγκελα Μέρκελ επιδεικνύει αυξημένη ανοχή έναντι του Ερντογάν, αφενός λόγω της γερμανικής εξάρτησης από την συμφωνία με την Άγκυρα για το προσφυγικό και, αφετέρου, λόγω των γνωστών και ισχυρών οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας στην Τουρκία. Και στο πλαίσιο αυτό φέρεται να έχει αφήσει ανοιχτό έδαφος για μια ατζέντα ελληνοτουρκικού διαλόγου, που θα μπορούσε να κινηθεί και πέραν της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Δεν θεωρείται τυχαίο, άλλωστε, ότι από καμία κυβερνητική πηγή δεν διαψεύστηκε το χθεσινό δημοσίευμα της «Εστίας», σύμφωνα με το οποίο στην τριμερή του Βερολίνου συμφωνήθηκε μορατόριουμ ερευνών στο Αιγαίο με προοπτική να συζητηθούν διμερώς «όλα τα εκκρεμή θέματα». Όπως δεν θεωρείται τυχαίο, ότι ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας και έμπιστος του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, επανήλθε χθες, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες μέρες, για να προτείνει διάλογο εφ’ όλης της ύλης.
Σε ομιλία του στο European Policy Center o Καλίν έριξε τους επιθετικούς τόνους, δήλωσε πως η χώρα του «δεν θέλει στρατιωτική ή πολιτική ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο» και, αμέσως μετά, πέρασε στην ουσία: «Η Ελλάδα», δήλωσε, «υποστηρίζει, ότι νησιά όπως το Καστελόριζο έχουν υφαλοκρηπίδα. Όμως είναι 2 χιλιόμετρα από Τουρκία και 580 από το ελληνικό έδαφος. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει, είναι κατά της λογικής και των διεθνών συνθηκών. Η Ελλάδα έχει μαξιμαλιστικές απόψεις… Θέλουμε, η Τουρκία και η Ελλάδα να συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση. Είμαστε έτοιμοι, να συζητήσουμε με την Ελλάδα για όλα τα θέματα, το έχει πει ο Πρόεδρος: για ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, βραχονησίδες, όλα μέρος των συζητήσεων».
Ακριβώς αυτό το «όλα μέρος των συζητήσεων» είναι εκείνο, που προβληματίζει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Διπλωματικές πηγές της Κουμουνδούρου δεν απορρίπτουν την διαμεσολάβηση Μέρκελ και θεωρούν, ότι «η γερμανική προεδρία μπορεί να είναι «ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια νέα αρχή διαλόγου με την Τουρκία», τονίζουν όμως ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν πρέπει να αποδεχθεί, να της επιβληθεί η ατζέντα αυτού του διαλόγου» και μάλιστα με όρους Ερντογάν και εκτός διεθνούς δικαίου.
Επιπροσθέτως, θεωρούν, ότι η κυβέρνηση πρέπει να είναι εξαιρετικά συγκρατημένη σε σχέση με το τι προσδοκά από την Γερμανία, για την οποία επισημαίνουν, ότι δεν διαθέτει ούτε διεθνή διπλωματική παράδοση, ούτε την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, ούτε την γεωπολιτική οπτική της Γαλλίας για να έχει καταλυτική παρέμβαση σε μία μείζονα εθνική κρίση.
Και σημειώνουν με νόημα, ότι η Αθήνα δεν έπρεπε να περιμένει τον Μακρόν να προαναγγείλει σύνοδο του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά να την έχει ήδη ζητήσει η ίδια στο πλαίσιο μιας «ενεργητικής διπλωματίας που έχει εγκαταλειφθεί εδώ κι έναν χρόνο».
ΠΗΓΗ: tvxs.gr