Αντώνης Νταβανέλος
Στο ζήτημα του «κομβικού» νομοσχεδίου για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατόρθωσε να προσδέσει στην ουρά της, πέρα...
από τους δεδομένους ακροδεξιούς του Βελόπουλου, το πρώην ΠΑΣΟΚ της Φ. Γεννηματά, αλλά και ορισμένους συνταγματολόγους που κάποτε περιφέρονταν ως σύμβολα ενός κάποιου «προοδευτισμού». Οι 187 ψήφοι στη Βουλή, υπέρ της δρακόντειας συρρίκνωσης του δικαιώματος στη διαδήλωση, αποδεικνύουν ότι αυτό είναι μια βαθύτερη καθεστωτική επιλογή.
Πέρα από τους ιδεολογικούς και συμβολικούς λόγους, που δεν πρέπει να υποτιμούνται, η επιλογή αυτή υποδεικνύει, ότι τα «επιτελικά» κέντρα του καθεστώτος γνωρίζουν ότι: α) Βαδίζουμε προς μια γενικευμένη κρίση β) Μέσα σε αυτήν θα επιδιωχθούν, ως απαραίτητα, σκληρά αντεργατικά-αντικοινωνικά μέτρα γ) Απέναντι σε αυτά θα υπάρξει, πιθανότατα, σκληρή κοινωνική-κινηματική και πολιτική αντίσταση, που θα πρέπει να τσακιστεί.
Είναι γεγονός, ότι τα στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη κινούνται με ταχύτητα, ακόμα και με ευχαρίστηση, προς αυτή την αντιδραστική κατεύθυνση.
Είναι, και δεν θέλουν να το κρύβουν, «οι κατάλληλοι άνθρωποι» για τον κοινωνικό κανιβαλισμό που προετοιμάζεται (καλυμμένος ως «μεταρρυθμισμός») ενόψει της κορύφωσης της κρίσης.
Όμως η προθυμία της ΝΔ, και των πάσης φύσεως «μαϊντανών» που θα συγκεντρωθούν γύρω της, για να αναλάβουν τη βρώμικη δουλειά, δεν πρέπει να συγχέεται με την ικανότητά τους, με τη δυνατότητα να βγάλουν πέρα τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν, συνομιλώντας με τη ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους διεθνείς συμμάχους της στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Μια εξαιρετικά αντιδραστική κυβέρνηση δεν ταυτίζεται πάντα (ούτε και συχνά…) με μια ισχυρή κυβέρνηση.
Στη συγκυρία είναι σε εξέλιξη μεγάλα θέματα, που απειλούν να θρυμματίσουν την επιρροή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και τη συνοχή της, να προκαλέσουν μεγάλες αντιπαραθέσεις με τον εργατικό/λαϊκό παράγοντα, και να ανοίξουν τελικά ένα νέο μεγάλο κύκλο πολιτικής κρίσης.
Η απόφαση της κυβέρνησης να υπακούσει στις απαιτήσεις των καπιταλιστών και να προχωρήσει σε μια άτακτη «έξοδο» από τη σκληρή καραντίνα, που είχε νωρίτερα επιβάλει μπροστά στην απειλή του κορονοϊού, δοκιμάζεται αγρίως πριν καν φτάσουμε στις κρίσιμες συνθήκες των μεγάλων μετακινήσεων που συνδυάζονται με τον μαζικό τουρισμό. Οι πρώτες μαζικές αφίξεις έφεραν στην επιφάνεια τις πραγματικές αδυναμίες και τις εγκληματικές καθυστερήσεις της κυβερνητικής πολιτικής: όταν οι υπεύθυνοι των Κέντρων Υγείας υποχρεώνονται να στέλνουν με ταξί (!) άρρωστους ανθρώπους προς τα νοσοκομεία αναφοράς, αφού στην περιοχή τους δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο (!!), είναι να απορεί κανείς, για το τι θα συμβεί, όταν στα νησιά και άλλες παραθαλάσσιες περιοχές θα αρχίσουν να προσγειώνονται τα τσάρτερ με χιλιάδες επιβάτες από χώρες προέλευσης, όπου η επιδημία σαρώνει. Για να αφήσει ανοιχτά τα όποια περιθώρια κερδοφορίας στη «βαριά ελληνική βιομηχανία» του μαζικού τουρισμού, η κυβέρνηση παίζει στα ζάρια την υγεία του κόσμου. Αφήνει ορθάνοιχτη την προοπτική μιας εξέλιξης παρόμοιας με το κύμα της επιδημίας που χτύπησε τις γειτονικές βαλκανικές χώρες, λίγο μετά τις «επιτυχίες» τους στην κρίση του Μαρτίου, «επιτυχίες» που χτίστηκαν αποκλειστικά με την καταπιεστική καραντίνα και κρύβοντας τις μεγάλες αδυναμίες στα δημόσια συστήματα υγείας, που έχει προκαλέσει η πολυετής νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Μια τέτοια εξέλιξη, όχι μόνο θα εξανεμίσει το πολιτικό «κεφάλαιο» που συγκέντρωσε ο Μητσοτάκης μέσω της αντιμετώπισης της κρίσης του Μάρτη με τη σκληρή καραντίνα, αλλά θα δημιουργεί και τον κίνδυνο ενός γενικότερου ξεσπάσματος οργής του κόσμου, που θα συνειδητοποιεί, ότι στην πραγματικότητα αφέθηκε ανυπεράσπιστος μπροστά σε μια σοβαρή υγειονομική απειλή. Γιατί η αλήθεια είναι, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προκειμένου να διατηρήσει το προφίλ των άκαμπτων νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμιστών», δεν έχει κάνει ούτε ένα στοιχειώδες βήμα πραγματικής ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας.
Οικονομία
Αυτή η εικόνα αναπαράγεται στο γενικότερο τοπίο της οικονομίας, μπροστά στη σκληρή διαπίστωση, ότι η διεθνής κρίση του συστήματος είναι, ξανά, εδώ. Το σχέδιο της Επιτροπής «σοφών», υπό τον Πισσαρίδη, για το πώς θα αξιοποιηθούν τα περίπου 32 δισ. ευρώ των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων και δανείων, έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ο σύμβουλος του Μητσοτάκη, Αλεξ. Πατέλης, διαμήνυσε προς τους ευρωπαίους «εμπειρογνώμονες» που σχεδιάζουν την αντίστοιχη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ (στις 17-18 Ιούλη), ότι: «η κυβέρνηση όχι μόνο δεν εγκαταλείπει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, βάσει του οποίου εξελέγη, αλλά το εμπλουτίζει και το προσαρμόζει στις νέες δύσκολες συνθήκες…».
Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει, ότι το σύνολο των επιχορηγήσεων και δανείων της ευρωπαϊκής «χαλάρωσης» προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική και η υγειονομική κρίση, θα διοχετευτεί προς την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων, για να αντέξουν στην κρίση, χωρίς οι ίδιες να υποχρεωθούν να επενδύσουν ούτε σέντσι. Οι «διαρροές» για το περιεχόμενο του σχεδίου της Επιτροπής Πισσαρίδη κάνουν λόγο για μείωση των φόρων επί των κερδών και των εργοδοτικών εισφορών, για μείωση του κόστους ενέργειας, για ενίσχυση της «ψηφιοποίησης», για αντικατάσταση των πόρων αλληλεγγύης στους ανέργους με «δικαιώματα» κατάρτισης και κίνητρα προς τις επιχειρήσεις, για υποστήριξη της «μετάβασης» προς το κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα 3 πυλώνων, για ενίσχυση των υποδομών, ακόμα και για συμμετοχή της βιομηχανίας στο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων (που τάχα θα αφορούσε τη βελτίωση των κατοικιών και των υποβαθμισμένων λαϊκών συνοικιών). Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτά απουσιάζει, ακόμα και ως φραστική αναφορά, η ενίσχυση του ΕΣΥ και η ανακούφιση των εργαζομένων και επαγγελματιών που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα από την κρίση.
Μια τέτοια κατεύθυνση καπιταλιστικής απληστίας πάντα συνδυάζεται με πολιτικά μέτρα, που αποσκοπούν στη διάβρωση των δυνατοτήτων εργατικής αντίστασης. Εδώ λογοδοτεί το νομοσχέδιο για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, αλλά και μια γενικότερη γκάμα αντιμεταρρυθμιστικών «τομών» που προωθεί ο Μητσοτάκης. Όπως η κατάργηση του «βάσιμου λόγου» ως προϋπόθεσης για τη νομιμοποίηση των απολύσεων, δηλαδή η αφαίρεση και της τελευταίας ελάχιστης αστικοδημοκρατικής προστατευτικής διάταξης που έχει απομείνει στην εργασιακή νομοθεσία σχετικά με τις απολύσεις.
ΑΟΖ και συμμασχίες
Ένας τρίτος τομέας που θα δοκιμάσει την κυβερνητική συνοχή είναι τα γεωπολιτικά. Για ένα μακρύ διάστημα η ελληνική κοινή γνώμη βομβαρδίστηκε με αναλύσεις και σχόλια (υπό την ευγενή χορηγία των μυστικών κονδυλίων του Υπ. Εξ. και του Υπ. Εθ. Α…) με στόχο να πειστεί ο κόσμος, ότι το μεγαλεπήβολο σχέδιο East Med, που προϋποθέτει τη γεωγραφική «συνέχεια» των ΑΟΖ Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, αποτελεί μια φυσιολογική «λύση», μια αυτονόητη συνέπεια του διεθνούς δικαίου.
Όμως τώρα φτάσαμε στην ώρα των πρακτικών μέτρων, όπου θα δοκιμαστούν οι συσχετισμοί δύναμης που υποστηρίζουν κάθε «λύση».
Με τη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας μάθαμε πρακτικά, ότι οι ΑΟΖ δεν ανακηρύσσονται μονομερώς, αλλά οριοθετούνται μέσω συμφωνιών μεταξύ των γειτονικών κρατών. Με τις δυσκολίες της οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο (και την αποτυχία του ταξιδιού Δένδια στο Κάιρο) μάθαμε πρακτικά, ότι ακόμα και μεταξύ «συμμάχων» και ομόσταβλων κρατών, δεν είναι καθόλου αυτονόητο, ότι η «γραμμή βάσης» για τον υπολογισμό της ΑΟΖ μπορεί να είναι ένα απομακρυσμένο νησί, ακόμα και αν είναι μεγάλο όπως η Κρήτη. Με το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο (που είναι πλέον κατατεθειμένο στον ΟΗΕ προς έγκριση και ανοίγει έτσι το δρόμο προς τη Χάγη για όποιον έχει αντιρρήσεις…) μάθαμε πρακτικά, ότι το διεθνές δίκαιο είναι δίκοπο μαχαίρι. Με τη δήλωση της Παλαιστινιακής Αρχής ότι προτίθεται να προχωρήσει σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Τουρκία, μάθαμε πρακτικά ότι υπάρχουν και άλλες χώρες (όπως η Συρία και ο Λίβανος που ακολουθούν…) που θα αντιδράσουν στο «ηγεμονικό» (υπό το κράτος του Ισραήλ) σχέδιο East Med. Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη και το ελληνικό κράτος γενικότερα, φτάνει η στιγμή της αλήθειας, με την έννοια των συγκεκριμένων και πιεστικών αποφάσεων.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα καυτό πολιτικό δίλημμα: Πόσο επιμονή στη δημιουργία τετελεσμένων (με την υποστήριξη των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων) με στόχο μια λεόντεια «μοιρασιά» στην ανατολική Μεσόγειο, που πρακτικά σημαίνει παραγκωνισμό ή και αποκλεισμό της Τουρκίας; Είτε, αντίστροφα, πόσο στροφή σε πολιτική «διαλόγου», που θα επιχειρεί να καταγράψει «επιτυχίες» για την ελληνική πλευρά, αλλά όχι τις μάξιμουμ επιτυχίες που «υποσχέθηκε» το σχέδιο East Med; Είναι φανερό, ότι η πρώτη επιλογή σημαίνει «παιχνίδι» με την ένοπλη αναμέτρηση: από το «θερμό επεισόδιο» μέχρι και τον γενικευμένο πόλεμο (όπως ανοιχτά πλέον προτείνει ένα μεγάλο μέρος της «εθνικής» δημοσιογραφίας). Η δεύτερη εκδοχή σημαίνει στροφή στη διπλωματία, με προοπτική, ίσως, μια διευθέτηση στη Χάγη, που ανοίγει πιο ρεαλιστικές προοπτικές στα επιχειρηματικά σχέδια στην περιοχή, αλλά ενέχει τον κίνδυνο σοβαρής «έκθεσης» απέναντι στις υπέρμετρες φιλοδοξίες που καλλιεργήθηκαν στο προηγούμενο διάστημα. Με δεδομένη την εσωτερική διάταξη των δυνάμεων στη ΝΔ, το ζήτημα αυτό μπορεί να αποδειχθεί ένας μεγάλος «πονοκέφαλος» για το Μητσοτάκη.
Αντιπολίτευση από τα κάτω
Μπροστά σε αυτήν την κυβέρνηση και σε αυτήν την πολιτική η αντιπολίτευση θα έπρεπε να κάνει πάρτι.
Και όμως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε αναδίπλωση, αντιμετωπίζοντας κατηγορίες, όπως οι αποκαλύψεις για τις συνομιλίες Παππά-Μυωνή, οι δραστηριότητες του «κεντρικού μαγαζιού» με τον Καλογρίτσα, οι δραστηριότητες του «υποκαταστήματος» Παπαγγελόπουλου, και κάποιες πιο ατιμωτικές κατηγορίες για τις «αουτ-σόρσινγκ» δραστηριότητες αμφοτέρων των καταστημάτων. Πρόκειται μόνο για τα απόνερα: γιατί η βασική «κατηγορία» ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ είναι το νεοφιλελεύθερο και μνημονιακό περιεχόμενο της πολιτικής, με την οποία κυβέρνησε επί 4,5 χρόνια. Αυτή είναι η πολιτική βάση της νίκης του Μητσοτάκη τον Ιούλη του ’19, αυτή είναι η βάση για το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα η Δεξιά διατηρεί δημοσκοπική διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ σε διψήφια κλίμακα.
Αυτή η πολιτική ντροπή, αυτή η ήττα, βάραινε στις πλάτες και στις διαθέσεις των εργατικών και λαϊκών ανθρώπων. Η κινηματική υποχώρηση κατά την κυβερνητική θητεία του Τσίπρα συνεχίστηκε, σε ένα βαθμό, στους πρώτους μήνες του Μητσοτάκη.
Όμως όποιος-α έχει τα μάτια στραμμένα στις κινητοποιήσεις κατανοεί, ότι αυτό αρχίζει να αλλάζει. Παρά τις δυσκολίες της επιδημίας, οι αγώνες πυκνώνουν και η συμμετοχή παίρνει αυξητικό ρυθμό (όχι τον αναγκαίο, όχι τον επιθυμητό, αλλά ξεκάθαρα αυξητικό ρυθμό). Έτσι, συνήθως, «ξεπαγώνει» η εργατική αντίσταση.
Αυτός ο παράγοντας μπορεί να είναι ο αποφασιστικός: στην εξέλιξη του, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που θα θέσει το δεύτερο κύμα της υγειονομικής κρίσης και της οικονομικής κρίσης του συστήματος, οι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες είναι η δύναμη, που μπορεί να οδηγήσει την κυβέρνηση της ΝΔ στην απομόνωση, στην κατάτμηση, στην κρίση. Η οικογένεια Μητσοτάκη έχει, περισσότερο από τους υπόλοιπους ομολόγους της, τη σχετική εμπειρία της κρίσης και τελικά της πτώσης της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στην περίοδο του 1989-92.
Σε αυτόν τον παράγοντα οφείλουμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας. Μαζί με τη συστηματική προσπάθεια να χτίσουμε τη μαζική ριζοσπαστική Αριστερά, που έχει ανάγκη ο κόσμος μας, για να νικήσει.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά