Η παρέα των πιτσιρικάδων, έψαχνε τα χαλάσματα του έρημου δρόμου. Τα πόδια τους σαν καλαμάκια, ίσα που τους στήριζαν.
Δεξιά τους, αριστερά τους,πίσω τους, ρακένδυτοι σχεδόν ανθρώπινοι σκελετοί, σκύβοντας ανάμεσα στους σωρούς από πέτρες και χώματα έψαχναν να βρούν κάτι να φάνε, κάτι που θα εξείχε από...
τα βομβαρδισμένα σπιτικά.
Δύο μέρες πριν, βομβαρδίστηκε ο Πειραιάς.
Δυο μέρες πριν, η ζωή των ανθρώπων σ' αυτή την πόλη άλλαξε για πάντα.
Η παρέα των πιτσιρικάδων πρόλαβε και χώθηκε στα καταφύγια του Προφήτη Ηλία.
Όταν ο συναγερμός έληξε, η άσχημη μορφή του φρικτού πολέμου ξεδιπλώθηκε αμείλικτη μπροστά τους.
Σαν συννενοημένοι αλλά πολύ τρομαγμένοι κατηφόρησαν στην γειτονιά τους για να κρυφτούν στις αγκαλιές των μανάδων τους...
Των μανάδων τους...
Ποτέ πιά δεν θα ζεσταινόντουσαν σ' αυτές τις αγκαλιές... Ποτέ...
Κι έτσι, περιπλανιόντουσαν στους έρημους δρόμους ψάχνοντας στα χαλάσματα μήπως βρούν κάτι για να φάνε...
Η πείνα τους έκαιγε βασανιστικά τα σωθικά, η δίψα είχε ξεράνει τα χείλη τους κι αυτά, κλωτσώντας πέτρες και χώματα έψαχναν, έψαχναν...
- Παιδιά, μια φυσαρμόνικα.
Απάνω πάνω στα χαλάσματα μια φυσαρμόνικα που είχε σωθεί από την φρίκη του πόλεμου, στεκόταν λαμπερή κάτω από τις ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου και ήταν έτοιμη, να τους απαλύνει με τη μουσική της τον πόνο τους.
Όμως κανείς τους δεν ήξερε να την κάνει να παίξει.Κι έτσι, η φυσαρμόνικα μπήκε στην τσέπη του Γιαννάκη γιατί είπε στα παιδιά της γειτονιάς ότι θα ήταν από δώ και πέρα το γούρι του....
- Παιδιά, παιδιά κοιτάξτε, κοιτάξτε...
Στην άκρη του παπουτσιού του Γιώργου, έσκασε μύτη μια παπαρούνα.
Μια λεπτεπίλεπτη παπαρούνα...Τί όμορφα που φάνταζε μες τα χαλάσματα.
Και τώρα τα παιδιά της γειτονιάς δεν ήξεραν τί να την κάνουν.
Και πείναγαν... Και πείναγαν...
- Να την φάμε. Να την φάμε γιατί πεινάμε.
- Μα τρώγονται οι παπαρούνες;
- Μωρέ άμα πεινάς όλα τρώγονται...
- Όχι, ρε παιδιά, δεν κάνει, λουλούδι είναι, είπε ο Γιαννάκης , και συνέχισε
- Να την κόψουμε και να την φυλάξουμε...
- Πού να την φυλάξουμε;
Ο Γιαννάκης είδε αν είχε χώρο η τσέπη που είχε φυλάξει την φυσαρμόνικα και είχε.
- Θα την βάλω στην τσέπη μου.
- Αφού θα διαλύσει, δεν την βλέπεις;
Η παπαρούνα άκουγε τις κουβέντες των πεινασμένων παιδιών και παρακαλούσε τον Θεό των λουλουδιών, να χορτάσει όποιο πεινασμένο παιδάκι θα την φάει...
- Εγώ πάντως πεινάω και θα την φάω και θα φάω κι ότι άλλο βρώ. Πεινάωωωω ...
- Σσσσσσσσσ κάντε ησυχία ακούω θόρυβο αυτοκινήτων.
Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μάθει απ' έξω κι ανακατωτά τί σήμαινε αυτός ο θόρυβος των αυτοκινήτων....
- Παιδιά οι Γερμανοί, κρυφτείτε...
Πολύ αργά. Τα γερμανικά τζιπ, είχαν στρίψει κι είχαν μπεί στο στενό τους και είχανε δεί τα παιδιά της γειτονιάς. Με χειρονομίες τα έβγαλαν από τα χαλάσματα που μόλις πρόλαβαν να κρυφτούν. Κι αυτά φοβισμένα βγήκαν. Κάτι τους έλεγαν οι Γερμανοί, αλλά τα παιδιά της γειτονιάς δεν καταλάβαιναν κι όσο αυτά δεν τους μίλαγαν τόσο οι Γερμανοί θύμωναν και σε μια στιγμή, σε μία μόνο στιγμή ο Γερμανός Αξιωματικός σηκώθηκε κι γελώντας περιπαιχτικά σήκωσε το πολυβόλο του...
Ο Γιαννάκης κινήθηκε μπροστά για να σώσει την παπαρούνα του. Τότε ο Γερμανός Αξιωματικός σε μια στιγμή, σε μία μόνο στιγμή πάτησε την σκανδάλη. Το όπλο του σκόρπισε φωτιά και σκόρπισε και την παρέα...
Τα τζίπ των Γερμανών συνέχισαν την περιπολία τους...
Τα παιδικά κορμάκια σπαρτάρισαν για δυό μόνο λεπτά και αμέσως ταξίδεψαν προς τους γαλανούς ουρανούς.
Και πιο πάνω, πιο ψηλά απ' όλα ταξίδευε το κορμάκι του Γιαννάκη κρατώντας την παπαρούνα του στο χέρι, για να την προσφέρει στον Θεό, που του είχαν μάθει ότι αγαπάει τα μικρά παιδιά...
Την άλλη μέρα, οι άνθρωποι του Δήμου που μάζεψαν τα μικρά κορμάκια, είδαν ότι το χέρι του μικρού παιδιού που κράταγε την παπαρούνα είχε γεμίσει αίμα. Κόκκινο σαν το χρώμα της σκοτωμένης παπαρούνας...
- Τί είναι αυτό; Είπε ο υπάλληλος του Δήμου. Μια φυσαρμόνικα... Για φαντάσου...
Μια φυσαρμόνικα που γλίστρησε από την τσέπη του Γιαννάκη γιατί δεν ήθελε να ξανακουστεί η μουσική της...
- Άντε παιδιά. Φεύγουμε. Αυτά τώρα ποια είναι;..
Ποιά να είναι;
Τα παιδιά του πολέμου είναι, τα παιδιά του κάθε πολέμου, τα παιδιά της γειτονιάς, της όποιας γειτονιάς του κόσμου...
Τα παιδιά του πολέμου που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν...