12 Ιουν 2020

Ο παπά Γιάννης μας


του Πέτρου Θ. Θωμαϊδη

[Ήδη συμπληρώθηκαν 2 χρόνια από την εκδημία του: 6 Ιουνίου 2018]
«Παναγία Θεοτόκε, τον χρόνον της ζωής μου, μη εγκαταλίπης με, ανθρωπίνη προστασία, μη καταπιστεύσης με, αλλ' αυτή αντιλαβού, καί ελέησόν με».


Μέγα Απόδειπνο.
Και μια λεπτή, λυγμική, φωνή δονεί την Εκκλησία του Αποστόλου Παύλου και συντονίζει συμπροσευχητικά τις καρδιές των συμμετεχόντων στην ακολουθία.
Είναι η φωνή του παπά Γιάννη, που σαν τη φωνή εκείνου του αηδονιού του Αγίου Πορφυρίου, γεμίζει κάθε κόγχη και κάθε αψίδα του Ναού και ανεβαίνει ψηλά υμνώντας και όχι υψηλοφρονώντας. Καλώντας και δοξολογώντας χωρίς ν’ αποζητεί δόξα, έπαινο και τιμή, αφού ζήτημα είναι αν εκείνη τη στιγμή τον ακούνε 5-10 πιστοί.
Του άρεσε πάντα να ψάλλει αυτό τον ύμνο και τον ένιωθες να βγαίνει σαν φωνή από ένα παιδί προς την Παναγία Μητέρα, την πονετική, να μη το δώσει σε άλλη αγκαλιά, αλλά να το κρατά. Να τον κρατά, για να μας κρατά. Τον ένα και καθένα, και τους πολλούς. Τους χιλιάδες. Που βάπτισε, εξομολόγησε, πάντρεψε, στήριξε, έδωσε κουράγιο, ελπίδα και απαντοχή, πάνω από το μαρτυρικό σταυρό των δικών του βασάνων και δοκιμασιών.
Και ο Μητροπολιτικός Ναός ταυτίστηκε έτσι με την αδιάλειπτη παρουσία του και έγινε το σπίτι και η μεγάλη του οικογένεια. Με όλους εμάς να κουρνιάζουμε στα φτερά του που σπάθιζαν και τον έκαναν να πετά μέσα κι έξω από το Ναό σαν το χελιδόνι που έκανε ανοιξιάτικο το γκρίζο μας ουρανό.
Γι’ αυτό σήμερα, Απόστολε Παύλε, δεν είναι ότι αγνοούμε περί των κεκοιμημένων, όπως μας συμβουλεύεις να μην κάνουμε για να μη λυπούμεθα, όπως οι λοιποί των ανθρώπων.
Δεν μπορούμε όμως να διανοηθούμε το Ναό σου, χωρίς τον παπά Γιάννη. Να λειτουργεί, να κυκλοφορεί στην αυλή, να είναι στο γραφείο και κυρίως να ξέρουμε ότι είναι πάντα εκεί και πάντα διαθέσιμος να μας μεταλάβει έμπνευση και κίνητρο για ζωή, χωρίς διδακτισμούς, επιτηδεύσεις, περισπούδαστο ύφος, θρησκευτικές φλυαρίες και γλυκερό στυλ.
Δεν είναι ότι δεν πιστεύουμε ότι οὐκ ἔστιν θάνατος, ἐκδημούντων ἡμῶν ἀπὸ τοῦ σώματος, και προς τὸν Θεὸν ἐνδημούντων, ἀλλὰ μετάστασις ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα, καὶ ἀνάπαυσις καὶ χαρά, αλλά ότι είναι σαν να χάνουμε ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μας και μια σχέση που νοηματοδότησε την προσωπική και οικογενειακή μας ιστορία και ταυτότητα. Είναι η πνευματική ορφάνια και ο πόνος από τη συνειδητοποίηση της απώλειας ότι δεν θα τον ξαναδείς να λειτουργεί, δεν θα τον ξανακούσεις να ψάλλει και να συμψάλλει, δεν θα τον έχουμε πάλι μαζί μας στο «ω γλυκύ μου έαρ» των εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, δεν θα τον βλέπεις κάθε φορά που θα διασχίζεις το προαύλιο του Ναού και δεν θα τον έχεις για να τον ρωτάς: «παπά Γιάννη τι να κάνω; Ή πως ν’ αντιμετωπίσω την περίπτωση αυτή;», αλλά θα σου λείπουν, θα μας λείπουν, θα μου λείπουν όλα αυτά τα χάδια του τα πατρικά.
H φωτογραφία του που αναρτήθηκε στο ιστολόγιο της Μητροπόλεώς μας επί τη ανακοινώσει της εκδημίας του, είναι από το βράδυ της Ανάστασης. Ο παπά Γιάννης, με τα ίδια ιερατικά άμφια με τα οποία είναι σήμερα ενδεδυμένος, κρατά τη λαμπάδα της Αναστάσεως και χαμογελά. Χαμογελά στον καθένα από εμάς ξεχωριστά. Με το χαμόγελο της Ανάστασης. Με τη λαμπάδα του «Χριστός Ανέστη». Και αυτή του η εικόνα θα είναι από εδώ και μπρος το δικό μας φυλαχτό.
Παπά Γιάννη, Δόξα τω Θεώ που ειπώθηκαν εν ζωή αυτά που έπρεπε κάποιος για σε να πει. Σε τούτη τη στιγμή και με την παραπάνω εικόνα σου ως φυλαχτό δέξου τον ύστατο χαιρετισμό και πρέσβευε από το Ουράνιο Θυσιαστήριο υπέρ πάντων ημών.