25 Ιουν 2020

Εξουσία, νόμος, εικόνες


Οι εικόνες στρατεύονται στην υπηρεσία του έθνους και του κράτους και στη δημιουργία εθνικής συνείδησης

Κώστας Δουζίνας

Στη νεωτερικότητα, ο πόλεμος των εικόνων περνάει από την προσωποποίηση της εξουσίας στη συμβολική προώθηση ιδεολογιών και θεσμών. Οι εικόνες...


στρατεύονται στην υπηρεσία του έθνους και του κράτους και στη δημιουργία εθνικής συνείδησης
Αυτό είναι το εκατοστό πεντηκοστό άρθρο των «Πολιτικών και Φιλοσοφικών Επίκαιρων». Εφτά χρόνια στη φιλόξενη και μοναδική «Εφ.Συν.» παίρνουμε τη φιλοσοφία από τα αποστειρωμένα σεμινάρια και τη φέρνουμε στην πολιτική, τον δρόμο, τη ζωή, για να αντισταθούμε μαζί στον «ανεξέταστο βίο».

Όταν οι διαμαρτυρόμενοι του «Black Lives Matter» αποκαθήλωσαν το άγαλμα του αρχι-δουλοκτήτη Εντουαρντ Κόλστον στο Μπρίστολ, ο Μπόρις Τζόνσον δήλωσε, ότι δεν θα επιτρέψει τη διαγραφή της ιστορίας. Tους αποκάλεσε «όχλο» και «χούλιγκαν» και ζήτησε από την αστυνομία να τους τιμωρήσει παραδειγματικά (https://douzinas.gr/θέσεις-για-την-αντίσταση-3-πλήθος-και-ό/). Όμως, η αποκαθήλωση αγαλμάτων είναι μέρος μιας παμπάλαιας φιλοσοφικής και πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η εξουσία και η γλώσσα της, ο νόμος, αντιλαμβάνονταν πάντα τη σημασία της εικόνας για τη διατήρηση του κοινωνικού δεσμού και την επικράτηση του κυρίαρχου. Ο νόμος για να γίνει αποδεκτός, εγγράφει ένα συγκεκριμένο καθεστώς εικόνων στην ψυχή. Στον όρο «νόμος» περιλαμβάνω όλες τις κανονιστικές πηγές και εκφράσεις του δέοντος: τους κανόνες, τις εντολές και απαγορεύσεις της πολιτείας, της θρησκείας, της ηθικής, των κοινωνικών συμβάσεων και εθίμων. Αλλά και τον νόμο της «ψυχής» θα λέγαμε, τη συνείδηση στη θρησκεία και το υπερεγώ στην ψυχανάλυση. Όπως έλεγαν οι Λατίνοι, «jus vitam instituet», «ο νόμος συνιστά τη ζωή»: συναρμολογεί την κοινωνική ύπαρξη με τη βιολογική και το ασυνείδητο.

Ο πόλεμος της εικόνας ξεκίνησε στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία και σύντομα έγινε κεντρικό πεδίο μάχης για την εξουσία. Η Βίβλος τοποθετεί δύο αντιφατικούς κανόνες στο κέντρο του νόμου. Στη «Γένεση», ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Η εικόνα ιεροποιείται. Αλλά η δεύτερη εντολή στην «Εξοδο» απαγορεύει τη δημιουργία ειδώλου ή παντός ομοιώματος, «όσα εν τω ουρανώ και επί της γης». Εδώ θεμελιώνεται η εικονοκλαστική άποψη και οι ανεικονικές θρησκείες, η Εβραϊκή, το Ισλάμ, οι Προτεστάντες. Στις δύο αυτές εντολές, και τη φιλοσοφία στην οποία βασίζονται, στηρίχτηκαν οι αντιμαχόμενες δυνάμεις στις Εικονομαχίες, τον 7ο και 8ο αιώνα στο Βυζάντιο, τον 15ο στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση, σήμερα στον πόλεμο των αγαλμάτων.

Στην Ελλάδα, ο Πλάτωνας εκδιώκει τους ποιητές και τους ζωγράφους από την Πολιτεία και αρχίζει την «αρχαία διαμάχη» μεταξύ τέχνης και φιλοσοφίας. Ο φιλόσοφος επαινεί τον μυθολογικό Αιγύπτιο νομοθέτη που θέσπισε κατάλογο με αποδεκτές τεχνοτροπίες επειδή ορισμένες μορφές είναι επιζήμιες. Οι νόμοι της Θήβας επίσης επέβαλαν στους ζωγράφους, να εξιδανικεύουν τα θέματά τους και τιμωρούσαν αυστηρά τις εκτροπές. Όμως, ταυτόχρονα, το «θαύμα που ήταν η Ελλάδα» είναι γεμάτο εικόνες και αγάλματα, που βρίσκουν μιμητές σε όλη την ιστορία.

Damnatio memoriae

Εντούτοις, ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που έβαλε την τέχνη στην υπηρεσία της εξουσίας. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός εισήγαγε μια τελετουργία, που εξομοίωνε τον αυτοκράτορα με την εικόνα του. Πορτρέτα και αγάλματα του αυτοκράτορα στέλνονταν σε όλες τις επαρχίες. Οι τοπικές αρχές τα υποδέχονταν με τιμές και εορτασμούς και τα τοποθετούσαν στα δημόσια κτίρια. Όλες οι τιμές που ανήκαν στον αυτοκράτορα δίνονταν και στις εικόνες του. Όταν ένας αυτοκράτορας ανατρεπόταν, τα πορτρέτα του καταστρέφονταν τελετουργικά στην τελετή damnatio memoriae, καταδίκη της μνήμης. Ήταν η αρχή μιας μόνιμης πια πρακτικής, να αφαιρούνται και να καταστρέφονται αγάλματα και μνημεία μετά την αλλαγή ενός καθεστώτος.

Η διαγραφή της μνήμης γινόταν με διάφορους τρόπους. Τα αγάλματα αφαιρούνταν, καταστρέφονταν ή καλύπτονταν με δύσοσμες ουσίες. Τα ονόματα διαγράφονταν από τα νομίσματα ή τις πέτρινες επιγραφές σε μια προσπάθεια εξαφάνισης κάθε αναφοράς στην ύπαρξή τους. Η προσπάθεια δεν ήταν πάντα πετυχημένη.

Οι εικόνες του Νέρωνα, του Δομιτιανού ή του Γέτα, που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, Καρακάλλα, αποθηκεύτηκαν και διατηρήθηκαν καλύτερα από εκείνες των διαδόχων τους. Η εξαφάνιση των αγαλμάτων βοήθησε στη διατήρηση της εικόνας τους. Παραδόξως, οι εικόνες που αφαιρούνται διατηρούν την ιστορική μνήμη καλύτερα από αυτές που επιβιώνουν.

Theatrum Mundi

Η θεολογία της Βυζαντινής Εικονομαχίας αποτελεί την ανυπέρβλητη εξέταση της σχέσης εικόνας, εξουσίας και υποκειμενικότητας. Για τους εικονόφιλους, οι εικόνες αποτελούν μέσο διδαχής, παραδειγματισμού, αρωγούς της μνήμης. Η εικόνα του Χριστού είναι εικόνα του Θεού (imago Dei). Δεν παριστάνει τον Χριστό (δεν είναι είδωλο) αλλά τον μιμείται και παραδειγματίζει τους πιστούς.

Οι θρησκευτικές εικόνες τους καλούν να οργανώσουν τη ζωή της ως Imitatio Christi, μίμηση του Χριστού. Όποιος αρνείται τις ιερές εικόνες, αποποιείται την οικονομία της σωτηρίας. Για τους εικονοκλάστες όμως «η βίβλος των αγράμματων» μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματικό παροξυσμό.

Οι εικόνες γυμνών σωμάτων διεγείρουν τη σεξουαλική επιθυμία, γι’ αυτό τις είχαν στις κρεβατοκάμαρες οι πλούσιοι της Πομπηίας. Οι εικόνες πηγαίνουν κατευθείαν στην ψυχή χωρίς τη μεσολάβηση του μυαλού και της γλώσσας και οδηγούν στην ειδωλολατρία και την τρέλα.

Οι θεολογικές διαμάχες ήταν το φιλοσοφικό θεμέλιο των πολιτικών ανταγωνισμών. Με το τέλος των Εικονομαχιών, οι χριστιανοί αυτοκράτορες αποδέχτηκαν την άποψη των Ρωμαίων για τα πορτρέτα τους. Το δέος που εμπνέει το δημόσια εκτεθειμένο αυτοκρατορικό άγαλμα αποτρέπει τον όχλο από τα εγκλήματα, τα κουτσομπολιά και τις ταραχές.

Ο Αθανάσιος εξηγεί τον 4ο αιώνα: «Η ομοιότητα του Αυτοκράτορα με την εικόνα του είναι τέτοια, έτσι ώστε όποιος βλέπει την εικόνα αναγνωρίζει σ’ αυτήν τον Αυτοκράτορα. Η εικόνα μπορεί να πει “Εγώ και ο Αυτοκράτορας είμαστε ένα, γιατί εγώ υπάρχω σε αυτόν και αυτός υπάρχει σε ’μένα”». Ο Βασίλειος συμφωνεί: «Η τιμή που αποδίδεται σε μια εικόνα αρμόζει στο πρωτότυπο».

Το Theatrum Mundi, η «αλυσίδα των εικόνων» που διαδίδεται σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οργανώνεται σαν μια πυραμίδα συμβολικών σχέσεων. Στην κορυφή της στέκεται η imago και από κάτω αυτή του αυτοκράτορα. Οι αυτοκρατορικές εικόνες προσωποποιούν την εξουσία δίνοντας μορφή και περιεχόμενο στη μεγαλοπρέπειά της.

Το Βυζάντιο ήταν η πρώτη κοινωνία της εικόνας. Στη Δυτική Εικονομαχία, οι προτεστάντες σε μια αρχέτυπη μορφή ιδεολογικής τρομοκρατίας κατέστρεψαν χιλιάδες καθολικά αγάλματα, εικόνες, ιερά και θρησκευτικά αντικείμενα, έκαψαν εκκλησίες και μοναστήρια και σκότωσαν παπάδες και μοναχούς. Η θεολογία τους ήταν απομίμηση της Βυζαντινής, αλλά τόσο κατώτερη όσο ένα «κλασικό εικονογραφημένο» σε σχέση με το αριστουργηματικό μυθιστόρημα. Ωστόσο, έβαλε το θεμέλιο της σύγχρονης εικονομαχίας.

Εικόνα και ιδεολογία

Στη νεωτερικότητα, ο πόλεμος των εικόνων περνάει από την προσωποποίηση της εξουσίας στη συμβολική προώθηση ιδεολογιών και θεσμών. Οι εικόνες στρατεύονται στην υπηρεσία του έθνους και του κράτους και στη δημιουργία εθνικής συνείδησης.

Ο Γερμανός τεχνοκριτικός Γκότχολντ Λέσινγκ τον 18ο αιώνα και ο Γάλλος ιστορικός Ζιλ Μισελέ τον 19ο υποστηρίζουν, ότι η τέχνη έχει μεγάλο ρόλο στη διάπλαση του εθνικού χαρακτήρα και δεν μπορεί να μένει αρρύθμιστη.

«Οι εικαστικές τέχνες ιδιαίτερα, πέρα από την αναπόφευκτη επιρροή που ασκούν στον χαρακτήρα του έθνους, παράγουν αποτελέσματα που απαιτούν στενή επιτήρηση από το δίκαιο». Δουλειά του νομοθέτη είναι, να προωθεί τις θετικές και να αποτρέπει αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα ελέγχοντας τις εικόνες.

Σε αυτή την άποψη στηρίχτηκε η καταστροφή των εικόνων-συμβόλων της εξουσίας έπειτα από ριζικές αλλαγές: στη Γαλλική και Ρωσική Επανάσταση, μετά την ήττα του ναζισμού, την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων ή του Σαντάμ. Ταυτόχρονα, νέες μνημειώδεις εικόνες έπαιρναν τη θέση των κατεστραμμένων.

Ο πόλεμος των αγαλμάτων είναι διαφορετικός. Η ιστορική αξιολόγηση της αποικιοκρατίας δεν τελείωσε, αλλά η πάλη για την ταυτότητα δίνεται αυτή τη στιγμή. Η αποκαθήλωση των αγαλμάτων δεν διαγράφει την ιστορία, αλλά προσπαθεί να αποβάλει την κακιά κληρονομιά από τη δημόσια μνήμη. Η διατήρηση ή απομάκρυνση συμβολικών εικόνων σχετίζεται με το τι θέλει μια χώρα, να δείχνει για τον εαυτό της, όχι μόνο από πού έρχεται, αλλά πού πηγαίνει. Αυτό είναι το διακύβευμα και στους δικούς μας εορτασμούς του 1821.

* Ο Κ. Δουζίνας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και πρόεδρος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών