14 Ιουν 2020

Ο Νώντας...


Της Μαρίνας Παπαδοπούλου

Είχε κληρονομήσει ένα μικρό δωματιάκι σ'ένα στενό του Περάματος, τριάντα χρόνια πρίν. Και το είχε κουκλάκι. Γιατί ο Νώντας δεν ήταν τυχαίο άτομο, είχε την ιδιοκτησία του - το δωματιάκι - στο Πέραμα, είχε φτιάξει την...


αυλίτσα του έξω από την εξώπορτα, χωμάτινη αυλή, αλλά πάντα σκουπισμένη και άσπρισμένη και λουλουδιασμένη. Γιατί όλα κι όλα, ο Νώντας ήτανε ρομαντικό άτομο. Και τα τα λουλουδάκια του είχε φυτέψει σε γλαστρούλες και πουλάκια σε κλουβιά είχε και τους έβαζε μπόλικο καναβούρι κι αυτά του γλυκολάλαγαν όλη μέρα. Μόνο που νά, είχανε κι αυτά τον κόπο τους... Ένα χαρτόνι σκορπισμένο καναβούρι μάζευε κάθε βράδυ ο Νώντας, και το έριχνε στις γλαστρούλες του.
Και αυτές του ξεπέταγαν ένα λουλούδι, μα ένα λουλούδι που σου έκοβε την ανάσα από την μυρωδιά. Αφού η κυρά Βασιλική που ήταν φίλη της θείας του, που του άφησε την κληρονομιά, όταν πέρναγε έξω από την αυλή του, έκανε τον Σταυρό της κι έλεγε, - να είναι καλά το παλληκάρι, όλο λιβανίζει...
Ο Νώντας είχε τον δικό του κοινωνικό περίγυρο....Όλοι οι μάγκες και τα κουτσαβάκια της γειτονιάς πέρναγαν να πούν, μια καλησπέρα στον Νώντα, να ξαποστάσουν από τον ύπνο της ημέρας και να πιάσουν δουλειά με το απαγορευμένο αστυνομικό ωράριο. Κι εκεί που ξαπόστεναν, τύλιγαν κι ένα σέρτικο αλλά με το υλικό του Νώντα... Και κατά την μία μετά μεσημβρίαν συναντιόντουσαν όλα τα " μούτρα ", στον ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά. Και περίμεναν να βγούνε οι πρώτες περιπολίες της Αστυνομίας για να καθορίσουν το βραδυνό δρομολόγιό τους.
Τα " μούτρα", ήξεραν καλά τους Αστυνομικούς και μάλιστα με τα μικρά τους ονόματα που βέβαια τα έλεγαν μόνο όταν ήταν μόνοι τους. Κι οι Αστυνομικοί πάλι, τους ήξεραν και με τα παρατσούκλια τους:
Ο αυτιάς σπουδαίος μάγκας της Πειραϊκής, που του βγήκε το όνομα γιατί πρίν μπουκάρει σε σπίτι, κόλαγε τ'αυτί του στον τοίχο, κι από τους θορύβους που άκουγε κανόνιζε τί θα κάνει... Ο κοντός, ο ψηλός, ο βρώμικος, οτραγουδιστής, ο ζωγράφος, ήταν λίγα από τα ονόματα που μεσουρανούσαν στα αστυνομικά δελτία της νύχτας...
Στα χρόνια του Νώντα, οι μάγκες της πιάτσας ή του υπόκοσμου είχαν μπέσα, είχαν τους δικούς τους νόμους και ενίοτε είχαν και καλές σχέσεις με τους άνδρες της δίωξης του εγκλήματος.
Και σιγά τα εγκλήματα δηλαδή. Τότε οι κλοπές ήταν επιπέδου μικρού έως μετρίου. Γιατί τις έκαναν ντόπια άτομα. Τό καί τό, ο τάδες και ο δείνας. Δεν είχε βγεί ακόμη ο Μπαμπινιώτης.
Υπήρχαν και τα καρφιά, αλλά αγνά καρφιά, παιδιά της πιάτσας όλα. Του τύπου, που
παίρνανε τηλέφωνο τον Αξιωματικό Υπηρεσίας και έπεφτε το κάρφωμα:
- μπρος, κύριε Διοικητή εσύ; Κύριε Ανώτερε αναφέρω ευπειθώς, ότι στο μαγαζί της Βαγγελιώς έχει κατεβάσει τον άμπακο ένα στρατιωτάκι που πήρε άδεια. Πού βρήκε τα λεφτά , στρατιωτάκι πράμα κύριε Διοικητή; Μήπως ξάφρισε κανένα πορτοφολάκι , λέω τώρα εγώ. Κι εγώ μη νομίζεις κύριε Διοικητή εγώ για το καλό της Υπηρεσίας το αναφέρω να πούμε...Και θα σας είμαι υπόχρεος έως θανατά αν μου κανονίσετε κείνο κεί,το ενταλματάκι που λέγαμε, να πούμε...
Στην αστυνομική διάλεκτο, το
" καρφί " το λέγανε πληροφοριοδότη.

Ο Νώντας όταν ήταν " μέσα" από το " έξω ", διατηρούσε διαμέρισμα επιπέδου στας εξοχάς του Κορυδαλλού. Ανώτατο εκπαιδευτικό Ιδρυμα... Εκεί έμπαινες μάπας κι έβγαινες με δοκτορά.
Μεγαλεία πράγματα!.. Έτσι έλεγε στην κυρά Βασιλική την φίλη της θείας του - με το δωματιάκι ντέ- ότι είχε πάει διακοπές στας εξοχάς...

Παιδιά σκυλιά δεν είχε ο Νώντας κι αυτό, του είχε κάτσει σαν σαράκι στην ψυχή.
Αλλά πώς να κάνει οικογένεια; Δουλειά σταθερή δεν είχε, ποινικό μητρώο χάλια είχε, τον είχαν αδικήσει και οι Αρχές...
Και το διαμέρισμα με το νούμερο τριάντα τρία στον Κορυδαλλό, δεν τον βόλευε πιά...Υγρασία κι Άγιος ο Θεός.
Αλλά δεν βαριέσαι... Άλλοι έτσι κι άλλοι αλλιώς...το είχε πάρει απόφαση πια ο Νώντας, αλλά
τώρα τελευταία όλο και κάπου χανώτανε τα βράδια.
Τα "μούτρα " ανησύχησαν και του την στήσανε και τον περίμεναν στην αυλή του και κεί κοντά στα ξημερώματα , έσκασε μύτη ο Νώντας. Έτσι μαζεμένους και σκυθρωπούς που τους είδε σκιάχτηκε.
- Ποιός πέθανε ρε παιδιά;
Τα " μούτρα " τον κοίταζαν αμίλητα.
- Που χάθηκες ρε; Του μίλησε ο Σωτήρης, αυτός που κανόνιζε τις " δουλειές ". - Μας πούλησες ρέ;.
Ο Νώντας ανάσανε.
- Τί λέτε ρε παιδιά; Εγώ έχω μπέσα ρε. Με θίξατε ρε.
Στην Σαλαμίνα ήμανε στον μπάρμπα μου, που μου μήνυσε ότι ήτο άρρωστος και περί του τοιούτου χάθηκα.
- Α!!! έκαναν τα "μούτρα" και ησύχασαν.
Κι έτσι ο Νώντας πηγαινοερχόταν στην Σαλαμίνα στον άρρωστο θείο του ανενόχλητος.

Πέρασε ένας χρόνος.
Ο κοινωνικός περίγυρος του Νώντα, μπαινόβγαινε στον Κορυδαλλό για διακοπές, λίγο λίγο σκόρπισαν τα "μούτρα".
Η πιάτσα άρχισε να χαλάει, έγινε εισαγωγή ξένου πληθυσμού, εισαγώμενοι μπαλαρίνοι, κάθε καρυδιάς καρύδι... Όχι, ότι συνέβη και τίποτε, αλλά δεν ήταν πια η δική τους πιάτσα αυτή...
Βγήκαν μαχαίρια, πιστόλια, καλάζνικοφ, ξένα πράματα, μυστήρια πράματα.
- Και τώρα τί κάνουμε;
- Τώρα; Τώρα σε κάτι λαϊκές, σε κανένα λεωφορείο, ήπια πράματα, μεγάλωσαν κι όλας και λαχανιάζουν. Άσε που έχουν αλλάξει και οι Διοικήσεις...

- Μέχρι πότε βρε Σωτήρη θα μπαινοβγαίνεις στη φυλακή;
- Ο κύριος Διοικητής τον κοίταζε με συμπάθεια.Ο Σωτήρης έσκυψε το κεφάλι
και για πρώτη φορά έννοιωσε ντροπή.
- Θα τα παρατήσω κύριε Διοικητή, τα σέβη μου να πούμε... Θα τα παρατήσω.
- Θα κάτσεις καλά, να σε βάλουμε νυχτοφύλακα σ' ένα εργοστάσιο;
- Μπά, κουράστηκα πια. Έχω ένα περιβολάκι στη Σαλαμίνα.
Θα πάω να ξεκουράσω και την φουκαριάρα την μανούλα μου, εμένα περιμένει για να πεθάνει.
- Να πας, Σωτήρη και να βρείς και τον φίλο σου τον Νώντα που ησύχασε πια.
- Τί πέθανε ο θείος του;
- Ποιός θείος του βρέ, παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε και η γυναίκα του είναι έγκυος. Έχει και άδεια λαϊκής η γυναίκα του και ο Νώντας έγινε άνθρωπος βρέ!
...Κόκκαλο ο Σωτήρης. Ώστε έτσι ο Νώντας με τα λιβάνια... Ξέκοψε κι έγινε άνθρωπος ο Νώντας....Καλά έκανε. Μωρέ καλά έκανε. Γλύτωσε από την λέρα... Ο λέρας...

Το βραδάκι, ο Σωτήρης πήρε το καραβάκι από το Πέραμα και βγήκε στα Παλούκια.

Ο Σωτήρης δεν συνάντησε ποτέ τον Νώντα. Ούτε κι ο Νώντας συνάντησε ποτέ τον Σωτήρη.
Αλλά και τα άλλα παιδιά της πιάτσας δεν ξανά αντάμωσαν.
Το Σάββατο στη λαϊκή, ανάμεσα στα φρέσκα φασολάκια και τα κρεμμύδια, ο Νώντας σιγοσφύριζε τον αγαπημένο του σκοπό: ... οι μάγκες δεν υπάρχουν πιά...τους πάτησε το τρένο...