Μαρίνα Αλεξανδρή
Τα καλά νέα από τις Βρυξέλλες είναι, πως το σχέδιο της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης ανεβάζει το συνολικό ύψος του πακέτου στήριξης στα 750 δις ευρώ, προβλέπει πως τα 500 δις εξ αυτών θα είναι απ’ ευθείας επιχορηγήσεις και τα 250 δις δάνεια και ότι η Ελλάδα θα είναι από τις πλέον κερδισμένες χώρες σε...
ότι αφορά την άντληση κονδυλίων: Η Αθήνα θα μπορεί να πάρει 22,5 δις ευρώ σε δωρεάν επιδοτήσεις και άλλα 9,5 δις σε δάνεια (ποσά, που αντιστοιχούν στο 12% του ΑΕΠ της χώρας ή σε ένα ολόκληρο πακέτο ΕΣΠΑ).
Το ένα πέμπτο, άλλωστε, του όλου ποσού, που εισηγείται για επιχορηγήσεις η Κομισιόν, θα πάει στην Ιταλία και την Ελλάδα (οι οποίες μαζί με την Ισπανία αποδεικνύονται και οι χώρες που πλήττονται πιο σκληρά από την οικονομική κρίση της πανδημίας), με τη Ρώμη να έχει τη δυνατότητα άντλησης 81,8 δις και την Μαδρίτη 77,3 δις. Πέραν των δύο μεγάλων οικονομιών του Νότου, μόνον άλλες τρεις χώρες της ΕΕ προβλέπεται, να πάρουν μεγαλύτερα ποσά από την Ελλάδα σε επιδοτήσεις και πρόκειται για τις Γαλλία, Πολωνία και Γερμανία. Σε ότι αφορά όμως ειδικά τη Γερμανία το ποσό των επιχορηγήσεων που της αναλογεί, τα 28 δις ευρώ, θα είναι πολύ μικρότερο από τη συμμετοχή της στη χρηματοδότηση του πακέτου καθώς αυτή καθορίζεται με βάση τη συνεισφορά της στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Το κακό (αλλά αναμενόμενο) νέο είναι, πως η Ελλάδα είναι, ίσως, η χώρα, που πληρώνει ήδη, αναλογικά, το υψηλότερο τίμημα στο lockdown της πανδημίας λόγω της υψηλής εξάρτησής της από τον τουρισμό, αλλά και του μεγάλου ποσοστού μικρών επιχειρήσεων που έχει. Στην ανάλυση της Κομισιόν, που συνοδεύει την πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης, εκτιμάται, ότι η πτώση της τουριστικής δραστηριότητας στη χώρα μας στο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς θα είναι μεγαλύτερη από 70% σε σχέση με τα περσινά επίπεδα. Στην ίδια ανάλυση επισημαίνεται ακόμη, πως το πλήγμα από την κρίση της πανδημίας θα είναι δυσανάλογα υψηλότερο, για τις χώρες εκείνες που έχουν μεγάλο αριθμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (κι εδώ, εκ των πραγμάτων, η Ελλάδα υφίσταται τις πιο σκληρές συνέπειες, καθώς διαθέτει τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Το, επίσης αναμενόμενο, όχι καλό νέο είναι, πως η πρόταση της Κομισιόν δεν αποτελεί τελική απόφαση παρά μόνον την αφετηρία για τον συμβιβασμό, στον οποίο θα καταλήξουν ο γαλλο-γερμανικός άξονας και οι τέσσερις «σκληροί» της ΕΕ, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Δανία και η Σουηδία. Οι τέσσερις του «βόρειου μετώπου» επιμένουν, πως η βοήθεια για την πανδημία δεν πρέπει να δοθεί με τη μορφή επιδοτήσεων παρά μόνον με δάνεια μνημονιακού τύπου. Προφανώς, πρόκειται για μια γραμμή που δεν πρόκειται να μείνει άκαμπτη μέχρι τέλους, αποτελεί όμως τη γραμμή εκκίνησης της διαπραγμάτευσης, η οποία, στο καλό σενάριο, θα οδηγήσει περί τα τέλη Ιουνίου στην τελική απόφαση-συμβιβασμό της ΕΕ για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Κι εδώ ξεκινούν και τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα, που αφορούν, αφενός την τελική αναλογία επιχορηγήσεων-δανείων που θα συμφωνηθούν και, αφετέρου, το επίπεδο αιρεσιμότητας και πολιτικών δεσμεύσεων που θα συνοδεύει την απορρόφηση των επιδοτήσεων.
Με βάση τις έως τώρα πληροφορίες, το «κλειδί» για τον συμβιβασμό βρίσκεται σε δύο υπό συζήτηση ρήτρες:
Η πρώτη προβλέπει, πως η πρόσβαση στα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα συνδέεται με «συνετές οικονομικές πολιτικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα πρέπει να κινούνται στην κατεύθυνση των βασικών προτεραιοτήτων της ΕΕ, όπως είναι η πράσινη μετάβαση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός.
Η δεύτερη προβλέπει, ότι η έγκριση των σχετικών αιτημάτων χρηματοδότησης δεν θα απαιτεί την έγκριση μόνον της Κομισιόν, αλλά και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο θα ζητά πρόσθετες δεσμεύσεις, πως οι χρηματοδοτήσεις θα συνδέονται και με δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες θα ενισχύουν την ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών έναντι πιθανών μελλοντικών κρίσεων.