Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Με μπέρδεψε η μάρτυρας Κελέση (ας όψεται η Α.Ψ. που μας τη θύμισε, μαζί με τις χρωματιστές δεσμίδες του Φρουζή. ΟΚ, για τη σαμσονάϊτ τύπου τρόλεϊ δεν τραβάω ζόρι –αλήθεια, αυτή...
τι χρώμα είχε;), αλλά με το περιεχόμενό της έχω θέματα. Τι είναι οι μοβ, κίτρινες και πράσινες δεσμίδες χαρτονομισμάτων; Αχρωματοψία δεν έχω και δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει, την τελευταία δεκαετία, τέτοια «μαρούλια».
Για ευρώ μιλάμε, έτσι; Δολάρια αποκλείεται, φαιοπράσινα παραμένουν. Δεν πιστεύω να μιλάμε για τουρκικές λίρες! Όχι, σίγουρα ευρώ εννοούσε η μάρτυς. Μοβ, κίτρινα και πράσινα. Σαν τις πεταλούδες τις πράσινες, κόκκινες και κίτρινες της Παπασταύρου, μετά το πρώτο χαστούκι του καθηγητή Φλωρά, βεβαίως, βεβαίως. Στη γνωστή ταινία που κάθε Νεοέλληνας οφείλει να δει 150 φορές μεταξύ γέννησης και θανάτου του. ‘Η σαν τις πράσινες, τις κόκκινες, τις θαλασσιές τις χάντρες του Πρετεντέρη (του πατρός, μιας και ο υιός Ζαν Μπατίστ παίζει μόνο στις 50 αποχρώσεις του μπλου-μπλακ).
Ευρώπουλα μοβ, κίτρινα και πράσινα. Πω, πω, είχα ξεχάσει την ύπαρξή τους. Τα είδα προ 18 ετών κι έπειτα απέμειναν μόνο οι φωτογραφίες τους, μάρτυρες της φιλόδοξης εκκίνησης της ευρωζώνης, που ήθελε να κάνει το ευρώ το πιο πρεστιζάτο νόμισμα του κόσμου. Εμείς, οι θνητοί, δεν πήραμε χαμπάρι, ότι θα έβρεχε 500ευρα, 200ευρα και 100ευρα, τα πήραμε για πεταλούδες.
Την πρώτη δεκαετία της νομισματικής ένωσης τη φάγαμε παλεύοντας να εξοικειωθούμε με χάλκινα σεντ και ασημόχρυσα μονόευρα (δίευρα και ν’ αποβάλουμε τον «ψυχολογικό πληθωρισμό», όπως έλεγε κι ο Μπάμπης - ο γνωστός Μπάμπης), τη μαγική μεταμόρφωση του 50δραχμου σε 50λεπτο, του κατοστάρικου σε 1 ευρώ και ούτω καθεξής. Κάντε την αναγωγή, για να θυμηθείτε πόση αξία χάθηκε μες στη νομισματική φούσκα. Τη δεύτερη δεκαετία, φάγαμε την ξεγυρισμένη «εσωτερική υποτίμηση», σαν τα χαστούκια του Φλωρά, κι έτσι το χρώμα του χρήματος περιορίστηκε στο γκρι, το κόκκινο, το θαλασσί και το πορτοκαλί. Το πενηντάρικο είναι ότι μεγαλύτερο δικαιούται το πορτοφόλι μας.
Ποιο είναι τελικά το χρώμα του χρήματος; Ποιο του ταιριάζει πιο πολύ; Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι το μοβ του 500άρικου, του πρώτου χαρτονομίσματος στη νεότερη ιστορία που απεσύρθη επίσημα και ομολογημένα από την εκδούσα αρχή, την ΕΚΤ, ως όχημα παγκόσμιου ξεπλύματος, έπειτα από 18 έτη κυκλοφορίας. Η ΕΚΤ, κανονικά, όφειλε να εξηγήσει, γιατί τύπωσε τόσο μεγάλο χαρτονόμισμα, άχρηστο στις συναλλαγές του μέσου ανθρώπου, αλλά τι να πει και τι να ’μολογήσει; Ότι αυτός ήταν ο υπόρρητος τρόπος για να ξεπλυθεί μαύρο χρήμα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων από κάθε πηγή και κάθε γωνιά του πλανήτη στο πλυντήριο του ευρώ και της φιλοδοξίας των κατασκευαστών του να το καταστήσουν Νο 1 παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα; Δεν ομολογούνται αυτά τα πράγματα.
Έτσι, κατρακυλώντας στο τόξο της ίριδας, θα μπορούσε το χρώμα του χρήματος να γίνει το κίτρινο, αλλά αυτό είναι κατοχυρωμένο στον Τύπο, ή το πράσινο, αλλά αυτό είναι πιασμένο από το δολάριο. Απομένουν, λοιπόν, ως επιλογές τα χρώματα με τα οποία είμαστε εξοικειωμένοι οι κοινοί θνητοί του νομισματικού πολιτισμού – πορτοκαλί, θαλασσί, κόκκινο, γκρι, χρυσαφί, ασημί, χάλκινο.
Τίποτα από αυτά, όμως, δεν ταιριάζει πια στο χρήμα. Το χρήμα μπορεί να είναι ή μαύρο, ως συμπύκνωση των ληστρικών όρων στην ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από μια όλο και στενότερη ολιγαρχία. ‘Η μπορεί να είναι διάφανο σαν το νερό ή τον αέρα, ως αποτέλεσμα των πολιτικών αποϋλοποίησης του χρήματος.
Η εξαφάνιση του χρήματος στην υλική μορφή των 5 τελευταίων χιλιετιών, η βίαιη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στο όνομα της διαφάνειας, της νομιμότητας και της εφορίας, αποδεικνύεται τελικά ο πιο επιδέξιος τρόπος, να αποκρυβούν οι σχέσεις ληστείας και αρπαγής, που έχει επιβάλει ο καπιταλισμός–καζίνο σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Από τους ζάπλουτους του Μανχάταν, μέχρι τους Γουαρανί του Αμαζόνιου. Το διαφανές είναι το απόλυτο καμουφλάζ του μαύρου.
Ο,τι χρώμα κι αν αποδώσουμε στο χρήμα, όσα απαξιωτικά επίθετα κι αν φορτώσουμε (ανήθικο, εκμαυλιστικό, απεχθές, ματωμένο) στο φετιχιστικό απείκασμα του ανθρώπινου μόχθου, όποια υλική ή άυλη μορφή κι αν πάρει, δεν θα χάσει δύο θεμελιώδεις ιδιότητες: θα είναι πάντα βρόμικο και πάντα πολιτικό.
Βρόμικο, γιατί υποβαθμίζει τον άνθρωπο, τις δεξιότητες, την εργασία του, τις ανάγκες και επιθυμίες του στο επίπεδο του εμπορεύματος – και δεν χρειάζεται να έχουμε ενοχές που θα ζήσουμε για πολύ ακόμη μαζί του. Και πολιτικό, γιατί με σκάνδαλα ή χωρίς σκάνδαλα, με Siemens, Novartis ή χωρίς αυτές, η διακίνηση και κατανομή του χρήματος, το πόσο φθηνό ή ακριβό είναι, το πόσο διαφανείς ή σκοτεινές είναι οι πηγές απόκτησής του, συμπυκνώνουν σχέσεις εξουσίας και ισχύος.
Το χρήμα είναι το γενικό ισοδύναμο όχι μόνο για τις σχέσεις ανταλλαγής, αλλά και για τις σχέσεις κράτους και αγοράς, πολιτικής και οικονομίας, πολιτικών και επιχειρηματιών. Αυτή η στρεβλή ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στους βασικούς πόλους του οικονομικού μας πολιτισμού θα παράγει πάντα μια (μεταβλητή στις συγκυρίες) ποσόστωση μίζας και «μαύρου» χρήματος και στην ποδιά του θα σφάζονται παλικάρια, κράτη, τάξεις, επιχειρήσεις, πολιτικοί. Δεν λέω να την ανεχτούμε μοιρολατρικά. Αλλά μην τρώμε και πολύ από το κουτόχορτο της διαφάνειας και της «νομιμότητας».
Μαύρο! Πόσο διαφανές ξοδεύεις, για να μη σε βλέπουμε...
Θεωρίες για την υπεραξία
...Μόλις πριν από λίγο ο μεθυσμένος από τη βιομηχανική άνθηση αστός διακήρυσσε, ότι το χρήμα είναι κούφια ιδέα και ότι «Μόνο το εμπόρευμα είναι χρήμα». «Μόνο το χρήμα είναι εμπόρευμα!» – αυτή η φωνή αντηχεί τώρα πάνω από την παγκόσμια αγορά. Όπως το ελάφι λαχταράει φρέσκο νερό, έτσι κι η ψυχή του αστού λαχταράει χρήμα, τον μοναδικό πλούτο. Τον καιρό της κρίσης, η αντίθεση ανάμεσα στο εμπόρευμα και τη μορφή της αξίας του, το χρήμα, ανυψώνεται ως την απόλυτη αντίφαση. Γι’ αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ η μορφή εμφάνισης του χρήματος. Η δίψα για χρήμα παραμένει η ίδια, άσχετα από το αν οι πληρωμές πρέπει να γίνουν σε χρυσό ή σε πιστωτικό χρήμα.
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος Α’
Πηγή: efsyn.gr