Ελένη Μαυρούλη
Τα τελευταία 24ωρα έχει ξεσπάσει ένας «πόλεμος» στο κέντρο της Αθήνας. Ένας πόλεμος με πεδίο την περιοχή των Εξαρχείων, κυρίως γύρω από την πλατεία, και συμβολικό πεδίο το, εδώ και χρόνια, δουλεμένο από τα κυρίαρχα ΜΜΕ δήθεν «άβατο» της περιοχής. Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για το ρόλο των μεγάλων...
ΜΜΕ, ιδιαίτερα, δε, των τηλεοπτικών, για την καλλιέργεια αυτού του «παράλληλου σύμπαντος» περί άβατου, το οποίο το «τράβηξαν από τα μαλλιά», για να καλύψει και την κατάργηση του ασύλου. Φαίνεται, όμως, ότι στην κατρακύλα δεν υπάρχει όριο.
Όλα αυτά τα τελευταία 24ωρα, όποιος δεν έχει πρόσβαση σε κοινωνικά δίκτυα και μάλιστα σε συγκεκριμένους λογαριασμούς ή εναλλακτικά ΜΜΕ, δεν έχει πάρει χαμπάρι, τι ακριβώς συμβαίνει στα Εξάρχεια. Για την ακρίβεια, μάλλον έχει διαμορφώσει μια «μαγική εικόνα», εμπνευσμένη περισσότερο από χολυγουντιανού τύπου μπλοκμπάστερ με τους «σκληρούς μπάτσους» να δίνουν ένα «μάθημα» για το καλό του «συνόλου» παίζοντας τη ζωή τους στους «κακούς» της κινηματογραφικής ιστορίας.
Το γεγονός ότι έχει γίνει επίθεση με δακρυγόνα μέσα σε κλειστό χώρο (κατάληψη ΒΟΞ), ότι ακριβώς τις ημέρες αυτές γίνονταν εκδηλώσεις πάνω στην πλατεία με έκθεση βιβλίου και συναυλίες, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι (οικογένειες, παιδιά, μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι), που βρέθηκαν αίφνης να τρώνε δακρυγόνα στο κεφάλι και να προσπαθούν να σωθούν, δυστυχώς δεν υπάρχει σε κανένα «ρεπορτάζ» μεγάλου καναλιού. Δεν υπάρχουν ούτε οι απειλές και οι βρισιές των ανδρών των ΜΑΤ, ούτε οι καταγγελίες των κατοίκων ότι δεν μπορούν τις τελευταίες ημέρες να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους λόγω των ΜΑΤ. Δεν υπάρχει η είδηση για την πορεία που έγινε, μέρα μεσημέρι, κατά της αστυνομικής καταστολής από πλήθος κόσμου μετά την πρώτη επίθεση στο ΒΟΞ.
Και πολύ περισσότερο δεν υπάρχει καν η πληροφορία, ότι οι εκδηλώσεις αυτές διοργανώθηκαν ακριβώς, για να μπορέσουν οι κάτοικοι να ανακτήσουν το δημόσιο χώρο, που τους έχουν υφαρπάξει οι ναρκέμποροι και ο υπόκοσμος. Όλοι αυτοί, δηλαδή, που όντως κάνουν τη ζωή των κατοίκων δύσκολη, που υποβαθμίζουν την περιοχή, αλλά προφανώς δεν αποτελούν πρόβλημα για τα ΜΑΤ και την λογική της «τάξης».
Αυτήν την εικόνα, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών αυτής της χώρας, που ασχέτως αν εμπιστεύεται ή όχι το τι λένε τα κανάλια, τα παρακολουθεί, δεν πρόκειται να την μάθουν ποτέ. Αντίθετα, θα συνεχίσουν να εμπλουτίζουν την λογική του «άβατου» στη βάση εντελώς φαλκιδευμένων στοιχείων, μια εικόνα που μπορεί να δικαιολογήσει κάθε είδους καταστολή και βία.
Είναι κομβικό, να «σπάσει» με κάθε τρόπο αυτό το μονομπλόκ κατασκευασμένης πληροφόρησης. Ένα μονομπλόκ που είδαμε όλοι, να ξετυλίγεται και στην περίπτωση της εκκένωσης των καταλήψεων με τους πρόσφυγες (στα Εξάρχεια πάλι), όπου κανείς στη συνέχεια δεν ντράπηκε να μεταδώσει τα ψέματα περί εγκατάστασής τους σε «ξενοδοχεία», ενώ επρόκειτο για εγκαταλελειμμένο κτίριο στις Αχαρνές χωρίς καν τρεχούμενο νερό, ούτε της περαιτέρω ταλαιπωρίας τους με τη διανομή τους σε άλλους χώρους υποδοχής προσφύγων ανά την Ελλάδα, ήδη υπερφορτωμένους. Το ίδιο μονομπλόκ ενημέρωσης που δεν αναφέρει ούτε ένα όνομα μεγαλο-οφειλέτη της ΔΕΗ (αφού περιλαμβάνεται και το κυβερνόν κόμμα αλλά και πολλοί επιφανείς επιχειρηματίες μέσα σε αυτά) αλλά προσπαθεί να πείσει, ότι η αύξηση στην τιμή του ρεύματος δεν θα είναι αύξηση και ότι το ξεπούλημα θα είναι σωτηρία. Και ο κατάλογος ουκ έχει τέλος (καταστροφική πυρκαγιά στην Εύβοια, φορολογικά, διορισμός επικεφαλής ΕΥΠ, μεταφορά προσωπικών δεδομένων προς την ΕΥΠ από κάθε δημόσια υπηρεσία, αλλά και παλιότερα η δολοφονία του Ζακ, η «ανάπλαση» της αθηναϊκής Ριβιέρας κ. ά. )
Προφανώς, η επιλεκτική πληροφόρηση και τα fake news δεν είναι κάτι καινούργιο. Εδώ ολόκληρες χώρες εξολοθρεύονται, πχ Υεμένη, και δεν υπάρχει καν είδηση στα μεγάλα ΜΜΕ ολόκληρου του πλανήτη. Ωστόσο, η μονομπλόκ, με τα ίδια λόγια, αναπαραγωγή μόνο των ανακοινώσεων της κυβέρνησης και στην προκειμένη περίπτωση των Εξαρχείων, της διεύθυνσης της αστυνομίας και του αρμόδιου υπουργείου, και η απόκρυψη σωρείας άλλων στοιχείων, ξεπερνά τις όποιες εγχώριες, ας πούμε, τελευταίες κόκκινες γραμμές.
Το να έχει κάποιος όποια άποψη θέλει, και αρνητική, για τα Εξάρχεια, για τις καταλήψεις, προσφύγων και μη, για πολιτικές δυνάμεις και χώρους, και για τη στάση τους, είναι θεμιτό. Το να ασκεί κριτική επίσης. Το να προωθούν οι διευθύνσεις και οι εργοδοσίες των κυρίαρχων ΜΜΕ μονομερείς απόψεις, επίσης δεν αποτελεί έκπληξη. Αυτός είναι ο κανόνας ιδιαίτερα όταν νιώθουν «καβάλα στο άλογο», πιστεύοντας ότι δεν έχουν αντίπαλο (και αντίπαλο δέος μπορούν να είναι, οργανωμένα, μόνο οι εργαζόμενοι). Το να υποχρεώνεται ένας δημοσιογράφος να προβάλει τη γραμμή που θέλει το αφεντικό του, είναι κατανοητό, αναμενόμενο και παλιό όσο η δημοσιογραφία. Υπόκειται, όμως, σε κριτική και είναι προφανές, ότι έχει όρια. Όρια που δεν έχουν περάσει χιλιάδες δημοσιογράφοι, που παραμένουν, ακριβώς γι αυτό, άνεργοι ή φυτοζωούν.
Η επίκληση της «επίσημης γραμμής» του αφεντικού ή της εξασφάλισης της επιβίωσης, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται διαρκή αναπαραγωγή της επίσημης γραμμής της Αστυνομίας και πολύ περισσότερο την απόκρυψη γεγονότων και στοιχείων. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζωές ανθρώπων, για μια ολόκληρη συνοικία στο κέντρο της πόλης, για μια ιστορική γειτονιά.
Ο ευτελισμός της έννοιας της δημοσιογραφίας ή του ρεπορτάζ, στην περίπτωση των Εξαρχείων, έφτασε στο υψηλότερο, μέχρι στιγμής, επίπεδο. Δεν χρησιμοποιείται επίτηδες η λέξη αποκορύφωμα, γιατί ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος, ότι δεν θα ακολουθήσουν χειρότερα. Ο εξευτελισμός, δε, όσων επιλέγουν να γίνουν τα φερέφωνα – στηλοβάτες της διαμόρφωσης αυτής της «μαγικής εικόνας» είναι πλέον τέλειος. Ελπίζουμε, τουλάχιστον, ο μισθός τους να είναι αντίστοιχος της αναξιοπρέπειάς τους και της αμαύρωσης ενός ολόκληρου επαγγέλματος.
ΥΓ. Είναι επιλογή, οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο και οι οποίες προέρχονται (εννοείται) από τα social media, να δείχνουν ακριβώς την προσπάθεια κατοίκων και όχι μόνο, να ανακαταλάβουν το δημόσιο χώρο των Εξαρχείων με πολιτισμό και να ξαναζήσουν στη γειτονιά τους. Είναι επίσης επιλογή, στο κείμενο να μην χρησιμοποιηθεί ο όρος «συνάδελφος», όσον αφορά εκείνους στους οποίους αναφέρεται.
Πηγή: Το Περιοδικό