Το ζήτημα παραπέμπει στο γνωστό ερώτημα για την κότα και το αυγό. Αλλά με τραγικό περιεχόμενο. Διότι ενώ η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει την απόδοση της παγκόσμιας γεωργίας, η γεωργία καταστρέφει επίσης το κλίμα.
Φαύλος κύκλος. Οι συνέπειες του οποίου, ωστόσο, δεν...
είναι προφανείς στους περισσότερους, παρά το γεγονός ότι τις υφίσταται ένα τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη.
Έτσι, στο ερώτημα για τους μεγαλύτερους κινδύνους που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή, οι περισσότεροι άνθρωποι θα απαντήσουν με την απαρίθμηση ακραίων καιρικών φαινομένων, από τυφώνες, μέχρι πλημμύρες και πυρκαγιές. Αυτή η προσέγγιση δεν εκπλήσσει, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο τα ΜΜΕ καλύπτουν την κλιματική κρίση. Διότι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο και τεκμηριώνουν τον κίνδυνο. Άσε που αποτελούν «κελεπούρι» για τις ακροαματικότητες.
Όμως, ενώ όντως οι ακραίες καιρικές συνθήκες αποτελούν πραγματική απειλή για τις κοινωνίες - κυρίως τις φτωχές, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις… - μερικές από τις πιο ανησυχητικές πτυχές της κλιματικής αλλαγής είναι πολύ λιγότερο προφανείς. Σχεδόν αόρατες.
Μια νέα έκθεση 1.400 σελίδων από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος (IPCC) έρχεται να ρίξει φως σε αυτές τις πτυχές, εξετάζοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής ζημιάς στο πιο θεμελιώδες και οικείο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου πολιτισμού: Το σύστημα παραγωγής τροφίμων.
Το Foreign Policy φέρνει ένα διαδεδομένο παράδειγμα μιας συνέπειας της κλιματικής αλλαγής, με «αόρατα» αποτελέσματα: Την εξαφάνιση των παγετώνων. Στη θέα ενός τεράστιου παγετώνα να λιώνει με εκκωφαντικό τρόπο, θρηνούμε και οργιζόμαστε για την απώλεια ενός θαύματος της φύσης και ανησυχούμε για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Δεν φανταζόμαστε καν τη σχέση αυτής της διαδικασίας με τα τρόφιμα. Αλλά εκεί βρίσκεται η πραγματική κρίση.
Ο μισός πληθυσμός της Ασίας εξαρτάται από το νερό που ρέει από τους παγετώνες των Ιμαλαϊων. Όχι μόνο για να το πίνει και για την ατομική και οικιακή καθαριότητα, αλλά, κυρίως, για τη γεωργία.
Για χιλιάδες χρόνια, η φύση αναπληρώνει τον χειμώνα, το νερό των παγετώνων που λιώνει το καλοκαίρι. Το σύστημα δούλευε «ρολόι». Η επιτομή της αειφορίας. Μέχρι τώρα. Διότι πλέον, οι πάγοι στα βουνά λιώνουν με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι αναπληρώνονται. Αν οι κυβερνήσεις δεν καταφέρουν να επιτύχουν ριζικές μειώσεις εκπομπών αερίων, οι περισσότεροι από αυτούς τους παγετώνες θα εξαφανιστούν κατά τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Αυτό θα έχει σαν συνέπεια να καταστρέψει την «καρδιά» του συστήματος παραγωγής τροφής της περιοχής, αφήνοντας 800 εκατομμύρια ανθρώπους να λιμοκτονούν.
Και αυτό δεν θα συμβεί μόνο στην Ασία. Στο Ιράκ, στη Συρία και σε μεγάλο μέρος της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής, οι ξηρασίες και η ερημοποίηση θα καταστήσουν ολόκληρες περιοχές αφιλόξενες για γεωργική εκμετάλλευση. Η Νότια Ευρώπη θα μετατραπεί σε επέκταση της Σαχάρας. Οι μεγάλες ζώνες καλλιέργειας τροφίμων στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα υποστούν επίσης ένα σοβαρό χτύπημα.
Σύμφωνα με προειδοποιήσεις της NASA, οι εντατικές ξηρασίες θα μπορούσαν να μετατρέψουν τις αμερικανικές πεδιάδες και τα νοτιοδυτικά της χώρας, σε ένα γιγάντιο δοχείο σκόνης. Σήμερα όλες αυτές οι περιοχές είναι αξιόπιστες πηγές τροφίμων. Χωρίς επείγουσα δράση για το κλίμα, αυτό θα αλλάξει.
Όπως αναφέρει ο Ντέιβιντ Γουάλας Γουέλς (David Wallace-Wells) στο βιβλίο «Ακατοίκητη Γη», οι επιστήμονες υπολογίζουν, ότι για κάθε βαθμό που θερμαίνουμε τον πλανήτη, οι αποδόσεις των βασικών σιτηρών θα μειωθούν κατά μέσο όρο περίπου 10%.
Το κυρίαρχο βιομηχανικό αγροτικό μοντέλο απέτυχε
Υπό κανονικές συνθήκες, η έλλειψη τροφίμων σε μια περιοχή, μπορεί να καλυφθεί από πλεονάσματα από άλλα μέρη του πλανήτη. Αλλά τα μοντέλα υποδεικνύουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, πως η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να προκαλέσει ελλείψεις σε πολλές ηπείρους ταυτόχρονα. Σύμφωνα με την έκθεση της IPCC, η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς Κελσίου είναι πιθανό να προκαλέσει «διαρκείς διαταραχές στην παροχή τροφίμων παγκοσμίως».
Η αλλαγή του κλίματος θα οδηγήσει στην ποσοτική αύξηση της πείνας, στον ποιοτικό υποσιτισμό και στην υπανάπτυξη των παιδιών. Θα έχει επίσης σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια πολιτική σταθερότητα. Οι περιοχές που πλήττονται από έλλειψη τροφίμων θα δουν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς οι άνθρωποι θα μεταναστεύουν σε πιο καλλιεργήσιμες περιοχές του πλανήτη ή θα αναζητούν σταθερό εφοδιασμό σε τρόφιμα. Στην πραγματικότητα, αυτό συμβαίνει ήδη. Πολλοί από τους ανθρώπους που φεύγουν από μέρη όπως η Γουατεμάλα και η Σομαλία τώρα, το κάνουν επειδή τα χωράφια τους δεν είναι πλέον βιώσιμα.
Το δυτικό πολιτικό σύστημα ήδη δοκιμάζεται από κάποιες από τις πολιτικές συνέπειες της προσφυγικής κρίσης - έστω και ως αφορμή - με την ενίσχυση των φασιστικών κινημάτων και με την αρχή της διάσπασης διεθνών συμμαχιών. Αν σε αυτό προστεθεί ο παράγοντας της απώλειας του 40% των παγκόσμιων γεωργικών αποδόσεων, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, τι θα συμβεί.
Κάπου εδώ υπεισέρχεται αυτό που το δημοσίευμα χαρακτηρίζει ως «ανησυχητική ειρωνεία»: Η αλλαγή του κλίματος υπονομεύει τα παγκόσμια συστήματα διατροφής, αλλά ταυτόχρονα τα συστήματα διατροφής μας αποτελούν σημαντική αιτία για την κλιματική αλλαγή.
Σύμφωνα με την IPCC, η γεωργία συμβάλλει σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνόλου των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Φυσικά, δεν είναι η γεωργία αυτή καθεαυτή το πρόβλημα εδώ. Είναι, συγκεκριμένα, το βιομηχανικό μοντέλο που έχει έρθει, να κυριαρχήσει στη γεωργία το τελευταίο μισό του περασμένου αιώνα.
Η προσέγγιση αυτή τεκμηριώνεται, όχι μόνο με την επιθετική αποψίλωση των δασών για να δοθεί η δυνατότητα για μονοκαλλιέργεια μεγάλης κλίμακας (η οποία παράγει από μόνη της το 10% των παγκόσμιων αερίων θερμοκηπίου) αλλά και με το υπερεντατικό όργωμα του εδάφους και τη κατάχρηση βαριών χημικών λιπασμάτων, η οποία υποβαθμίζει γρήγορα τα εδάφη του πλανήτη, απελευθερώνοντας τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και κατά την παραγωγή τους.
Αυτό μπορεί να φαίνεται ως ένα είδος «αναπόφευκτης» «παράπλευρης απώλειας» στον, κατά τα άλλα, ευγενή αγώνα για την τροφοδοσία του παγκόσμιου πληθυσμού και η εντατική γεωργία φαίνεται να είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γίνει αυτό. Και αν ισχύει αυτό, φαίνεται σχεδόν αδύνατο να εκπληρώσουμε τους κλιματικούς στόχους μας παράλληλα με την παραγωγή αρκετών τροφίμων για να τροφοδοτήσουμε τον κόσμο. Ωστόσο, δεδομένου ότι περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι εξακολουθούν να υποσιτίζονται, το παραπάνω επιχείρημα καταρρίπτεται. Ευτυχώς, υπάρχει μια λύση. Βασίζεται, σύμφωνα με το Foreign Policy, στην αναγνώριση, ότι μια σημαντική ποσότητα βιομηχανικής γεωργίας στην πραγματικότητα δεν είναι απαραίτητη για τις ανθρώπινες ανάγκες.
Σύμφωνα με την IPCC, περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων χάνεται κάθε χρόνο, κυρίως σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Βάζοντας τέλος στο πέταγμα τροφίμων στα σκουπίδια και με σωστότερη κατανομή των πλεονασμάτων τροφίμων, μπορούμε να τερματίσουμε την πείνα μειώνοντας στην πραγματικότητα την παγκόσμια γεωργική παραγωγή. Οι επιστήμονες εκτιμούν, ότι αυτό θα μπορούσε να ελευθερώσει αρκετά εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια γης και να μειώσει τις παγκόσμιες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 8 - 10%, μειώνοντας σημαντικά την πίεση στο κλίμα.
Αυτό δεν είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Στη Νότια Κορέα, τα νοικοκυριά υποχρεούνται να πληρώνουν ένα τέλος για κάθε κιλό τροφής που πετάνε. Η Γαλλία και η Ιταλία απαγόρευσαν τα σκουπίδια τροφίμων από τα σούπερ μάρκετ. Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και για τα αγροκτήματα.
Κόκκινο κρέας... ο «εξολοθρευτής»
Η αντιμετώπιση των απορριμμάτων τροφίμων είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα για να καταστούν τα γεωργικά συστήματα περισσότερο κλιματικώς ορθολογικά. Αλλά υπάρχει μια άλλη, ίσως και πιο απλή, παρέμβαση που επίσης πρέπει να βρίσκεται στο τραπέζι. Σχεδόν το 60% της παγκόσμιας γεωργικής γης χρησιμοποιείται για ένα μόνο προϊόν διατροφής: το βόειο κρέας. Ωστόσο, το βόειο κρέας αντιπροσωπεύει μόνο το 2% των θερμίδων που καταναλώνουν οι άνθρωποι.
Η παραγωγή του είναι η πιο αναποτελεσματική και οικολογικώς καταστροφική στον πλανήτη και η πίεση για εξεύρεση νέων εκτάσεων για βοσκότοπους και ζωοτροφές είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος παράγοντας αποψίλωσης των δασών. Όσον αφορά το συνολικό αντίκτυπο στο κλίμα, κάθε κιλό βόειου κρέατος συνεπάγεται καθαρές εκπομπές ρύπων που ισοδυναμούν με μία υπερατλαντική πτήση μετ’ επιστροφής.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Climatic Change», η μείωση της κατανάλωσης βοδινού κρέατος υπέρ άλλων κρεάτων ή φυτικών πρωτεϊνών, όπως τα όσπρια, θα μπορούσε να απελευθερώσει σχεδόν 11 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια γης, δηλαδή το μέγεθος των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Κίνας, μαζί.
Αυτή η απλή αλλαγή στη διατροφή θα μας επέτρεπε να επιστρέψουμε τεράστιες εκτάσεις του πλανήτη στο φυσικό περιβάλλον, στα δάση και στην άγρια πανίδα, δημιουργώντας νέους φυσικούς αποθετήρες άνθρακα και μειώνοντας τις καθαρές εκπομπές αερίων έως και 8 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα ετησίως, σύμφωνα με την IPCC. Αυτό είναι περίπου το 20% των σημερινών ετήσιων εκπομπών.
Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Ένα πρώτο βήμα θα ήταν να σταματήσουμε τις επιδοτήσεις που δίνουν οι περισσότερες χώρες υψηλού εισοδήματος στην βιομηχανοποιημένη παραγωγή βόειου κρέατος. Υπάρχουν επίσης προτάσεις για επιβολή φόρου επί του κόκκινου κρέατος, εκτιμώντας ότι αυτό θα περιορίσει τις εκπομπές και θα επιφέρει ένα ευρύ φάσμα από οφέλη για τη δημόσια υγεία, μειώνοντας και τις ιατρικές δαπάνες.
Μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση θα ήταν η σταδιακή κατάργηση των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, ακριβώς όπως επιδιώκουμε τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα και άλλων ορυκτών καυσίμων. Υπάρχει ένα προηγούμενο για μια τέτοια κίνηση: Φάλαινα και πτερύγιο καρχαρία είναι εκτός μενού για περιβαλλοντικούς λόγους. Ουσιαστικά, θα πρόκειται για μια επέκταση της απαγόρευσης των ναρκωτικών και των όπλων, στο πεδίο των επικίνδυνων, περιβαλλοντικά, τροφών.
Εκτός από τις διατροφικές αλλαγές και τη μείωση των απορριμμάτων τροφίμων, η IPCC διαπιστώνει ότι η ταχεία απομάκρυνση από τις συμβατικές μεθόδους βιομηχανικής καλλιέργειας προς νέες τεχνικές - αγροτικά δάση, πολυκαλλιέργεια κ.ά - θα επιτάχυνε κατά πολύ την αποκατάσταση των εδαφών και την απομάκρυνση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, βελτιώνοντας, ταυτόχρονα, τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις και καθιστώντας τις καλλιέργειες πιο ανθεκτικές στην αλλαγή του κλίματος.
Εκτός εάν οι μεγάλες πολυεθνικές των τροφίμων αποφασίσουν να κερδοσκοπήσουν και από την αποκατάσταση της ζημιάς που προκάλεσαν. Ίσως τότε, η υπόθεση της παραγωγής ποιοτικής τροφής για όλους, με σεβασμό στο περιβάλλον, θα πρέπει να περάσει στα χέρια της κοινωνίας.