Παρόντος στην Αθήνα του Μπαράκ Ομπάμα και στη σκιά της πίεσης του αμερικανού προέδρου για «ουσιαστική ελάφρυνση» του χρέους, η κυβέρνηση μπαίνει αυτή την εβδομάδα στα βαθιά νερά της (καθοριστικής) δεύτερης αξιολόγησης.
Η αμερικανική στήριξη και οι θετικοί οιωνοί από το Eurogroup για πιθανό συμβιβασμό...
ως προς τη συμμετοχή του ΔΝΤ και τη συμφωνία για το χρέος είναι ενθαρρυντικοί παράγοντες για το Μαξίμου, δεν αρκούν, όμως, για να εγγυηθούν, ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν κομίζουν μαζί τους νέες νάρκες και παγίδες.
Τι θα ζητήσει το ΔΝΤ;
Η διαπραγμάτευση με τα τεχνικά κλιμάκια ξεκινά από σήμερα, οι ουσιαστικές συνομιλίες όμως με τους επικεφαλής του κουαρτέτου (συμπεριλαμβανομένης και της Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ) αναμένονται από την Τετάρτη. Και εδώ ο μεγάλος «άγνωστος Χ» και, μαζί, και μεγάλη αγωνία του κυβερνητικού επιτελείου είναι, εάν το Ταμείο θα ξαναβάλει στο τραπέζι θέμα περαιτέρω παρεμβάσεων στο ασφαλιστικό (δηλαδή, μείωσης των υφιστάμενων συντάξεων) και νέων περικοπών στο αφορολόγητο ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις δήλωσε την περασμένη εβδομάδα, ότι το Ταμείο «δεν συζητά νέα μέτρα» και «δεν ζητά περισσότερη λιτότητα». Ζητά, ωστόσο, μείωση των στόχων για τα πλεονάσματα στο 1,5% από το 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018 (ένα αίτημα, στο οποίο υπερθματίζει η ελληνική πλευρά, όχι όμως και το Βερολίνο). Κι εάν η πλευρά Σόιμπλε δεν υπαναχωρήσει, ή εάν αποδεχθεί μικρή μόνον μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα, τότε το ΔΝΤ θα ζητήσει να ισοσταθμιστεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα με πρόσθετα μέτρα.
«Δεν συζητάμε κανένα νέο μέτρο»
«Δεν συζητάμε κανένα νέο μέτρο και δεν υπάρχει καμία περίπτωση, να ξανανοίξει θέμα ασφαλιστικού», λέει επ’ αυτού κυβερνητική πηγή κοντά στη διαπραγμάτευση και προσθέτει: «Εάν το ΔΝΤ θέλει να μετάσχει στο πρόγραμμα, θα μετάσχει με τους όρους που προβλέπει η ήδη υφιστάμενη συμφωνία».
Η υφιστάμενη συμφωνία, όμως, προβλέπει ετήσια εξοικονόμηση της τάξης του 1% του ΑΕΠ (1,8 δις ευρώ) στο κόστος του ασφαλιστικού – μια εξοικονόμηση, που το Ταμείο επιμένει, ότι δεν επιτυγχάνεται με τις περικοπές που έχουν γίνει μέχρι τώρα.
Ως εκ τούτου, το στίγμα που θα δώσει η Ντέλια Βελκουλέσκου στις συναντήσεις των επόμενων 24ώρων με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και τη νέα υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου, θα είναι ενδεικτικό, του δρόμου που θα πάρει η διαπραγμάτευση έως το κρίσιμο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Το στοίχημα των εργασιακών
Η Έφη Αχτσιόγλου σηκώνει και το βάρος του πιο κομβικού κεφαλαίου της δεύτερης αξιολόγησης, εκείνου που αφορά τα εργασιακά. Εδώ, υπάρχει ήδη η καταγεγραμμένη, πρώτη άρνηση των δανειστών να αποδεχθούν άμεση επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ενώ στις μεγάλες εκκρεμότητες βρίσκονται τα θέματα των ομαδικών απολύσεων, του λοκ άουτ, της κατάργησης του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής της διαιτησία. Θερμό ανοιχτό ζήτημα υπάρχει επίσης και με το θέμα του κατώτατου μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Ψηλά στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης βρίσκονται και τα κόκκινα δάνεια, τα οποία έχουν περάσει πλέον στα χέρια του νέου υπουργού Οικονομίας Δημήτρη Παπαδημητρίου.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να περάσει άμεσα το θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού, με τους δανειστές όμως να μην έχουν αποδεχθεί μέχρι στιγμής την ένταξη σ’ αυτόν και των ρυθμισμένων οφειλών. Ανοιχτό παραμένει επίσης το εάν ο εξωδικαστικός συμβιβασμός θα «χωρά» και τους ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες, πέρα από τις μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις.
Στα ζητήματα που πρέπει να κλείσουν κατά τη δεύτερη αξιολόγηση, συμπεριλαμβάνονται και τα νομοσχέδια για τις ηλεκτρονικές πληρωμές και την αποκάλυψη των αδήλωτων εισοδημάτων. Το μεν πρώτο εξακολουθεί να κολλάει στην άρνηση των δανειστών να αποδεχθούν τον ακατάσχετο λογαριασμό, το δε δεύτερο στην επιμονή τους να επιβληθεί υψηλή φορολογία στα αδήλωτα εισοδήματα – προοπτική που, στην πράξη θα ακυρώσει κάθε πρόθεση αποκάλυψής τους.
Το δημοσιονομικό κενό
Στα μεγάλα «αγκάθια» της διαπραγμάτευσης παραμένει πάντα και το δημοσιονομικό κενό του 2017, το οποίο οι πιστωτές επιμένουν να τοποθετούν κοντά στα 800 εκατομμύρια ευρώ (400 +400).
Τα πρώτα 400 εκ. ευρώ αφορούν τις δαπάνες του υπουργείου Άμυνας, που ουδέποτε έγιναν και η κυβέρνηση επιμένει ότι υπερκαλύπτονται από το μεγάλο πλεόνασμα του 2016, τα δε άλλα 400 έχουν να κάνουν με την χρηματοδότηση του Εισοδήματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Επ’ αυτού εξετάζεται η κατάργηση άλλων κοινωνικών επιδομάτων και ειδικών φοροαπαλλαγών, που θα μπορούσαν να καλύψουν το δημοσιονομικό κόστος.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr