Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Στη θεολογία του καθολικισμού Limbo (= άκρο) σημαίνει τον χώρο μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης, που προορίζεται για τους «Πατέρες της Παλαιάς Διαθήκης» και τα τεθνεώτα αβάπτιστα παιδιά. Δηλαδή, για όσους δεν έχουν απαλλαγεί μέσω βάπτισης από το προπατορικό αμάρτημα.
Οι ένοικοι του Limbo δεν απολαμβάνουν την ευδαιμονία των κατοίκων του παράδεισου, αλλά ούτε τον αβάσταχτο πόνο των κατοίκων της κόλασης. Το Limbo είναι ένας χώρος ατέλειωτης αναμονής μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, οπότε θα κριθεί για καθέναν αν θα ζήσει το υπόλοιπο της αιώνιας ζωής του στην Κόλαση ή στον Παράδεισο.
O μύθος τροφοδοτεί πλήθος ευφάνταστων μεταφορών στη σύγχρονη πραγματικότητα. Προ ημερών ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της FED, περιέγραψε την κατάσταση Limbo στην οποία βρίσκονται ΗΠΑ, Ευρώπη και παγκόσμιος καπιταλισμός, λόγω του καταστροφικού συνδυασμού μακρόχρονης χαμηλής παραγωγικότητας, ασθενούς ανάπτυξης (κάτω του 2%) και διόγκωσης «ώριμων απαιτήσεων» ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας από έναν πληθυσμό που γερνάει, αλλά ταυτόχρονα ανανεώνεται από μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα. Φυσικά, ο Γκρίνσπαν υπαινίσσεται, ότι η λύση βρίσκεται στην αθέτηση των «ώριμων απαιτήσεων» και συστήνει σε αυτό να στραφεί ο πολιτικός διάλογος στις ΗΠΑ, και όχι μόνον εκεί.
Αυτό που λέει ο Γκρίνσπαν, το υπονοούν πολλοί οργανισμοί επιτήρησης του διεθνούς καπιταλισμού, όπως το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ, η ΕΚΤ. Οι ανεπτυγμένες οικονομίες είναι εγκλωβισμένες σε αναπτυξιακό Limbo, σε μια μακρόχρονη στασιμότητα σε οριακούς ρυθμούς μεγέθυνσης, κάτω του 2%, που, χωρίς τα επεκτατικά νομισματικά και τα περιοριστικά δημοσιονομικά εργαλεία, μπορεί να ήταν μηδενικός ή καθαρή ύφεση. Αποφεύγουν, φυσικά, να πουν, πως πυρήνας της ανησυχίας τους δεν είναι η ασθενής ανάπτυξη καθεαυτή, αλλά η πίεση που ασκεί στα περιθώρια κέρδους.
Η πιο ζοφερή κατάσταση Limbo για τα δεδομένα ανεπτυγμένης χώρας περιγράφεται για την Ελλάδα, μέσα από όσα λέει η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ (και άλλα think tank, νεοφιλελεύθερης ή νεοκεϋνσιανής κοπής), αλλά και από όσα δεν λένε τα επίσημα όργανα των Ευρωπαίων δανειστών. Η περίληψη της απαισιόδοξης αφήγησης είναι, ότι μια οικονομία που διανύει τον ένατο χρόνο ύφεσης, έχει απολέσει το 30% της ισχύος της, έχει χάσει μεγάλο μέρος της παραγωγικής της βάσης και απαξιώνει το μισό εργατικό δυναμικό της, το οποίο εναλλάσσεται στην (ονομαστική) ανεργία 25%, δεν έχει ορατές πηγές βιώσιμης ανάκαμψης, δηλαδή ενός μακρόχρονου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ αρκετά πάνω από το 2%.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, όταν όση παραγωγική ικμάδα απομένει σε μια συντετριμμένη οικονομία, διοχετεύεται στη μακρόχρονη εξυπηρέτηση του χρέους. Κατά το ΔΝΤ οι χωρίς ελάφρυνση χρέους ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησής του (GFN) κινούνται για δεκαετίες μεταξύ 15% και 30% του ΑΕΠ, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά για τις υπερχρεωμένες χώρες της Ε.Ε. είναι 14% - 20% (για Ιταλία, Βέλγιο, Γαλλία, Πορτογαλία) και για τις υπόλοιπες κάτω του 10% του ΑΕΠ. Ακόμη και το «ιδεώδες» (κατά ΔΝΤ) σενάριο ελάφρυνσης του χρέους, έτσι ώστε οι ανάγκες αναχρηματοδότησης να πέσουν κάτω του 15%, με ταυτόχρονο συμβιβασμό σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%, οδηγεί σε έναν μέσο ρυθμό πραγματικής αύξησης του ΑΕΠ οριακά πάνω από το 1% το 2030. Κι οι προβλέψεις συρρικνώνονται ακόμη περισσότερο για τις επόμενες δεκαετίες ή βάσει των μη «ιδεωδών» σεναρίων.
Γι' αυτό και το ΔΝΤ, που θεωρεί μη βιώσιμες αυτές τις επιδόσεις ακόμη και για ισχυρές οικονομίες, το μόνο που έχει να προτείνει για την Ελλάδα είναι μια συντηρητική παραλλαγή του νεοφιλελεύθερου σχεδίου: ένα είδος Limbonomics (σ.σ.: μην αναζητήσετε τον όρο, είναι επινόηση), που αναλύεται στο τρίπτυχο «βιώσιμο» χρέος, «βιώσιμη» λιτότητα και «βιώσιμη» ανάπτυξη.
Αυτή η συνταγή, για την οποία μόνο ως προς τις αναλογίες των υλικών διαφωνεί το ευρω-ιερατείο, αποτελεί ομολογία αποτυχίας της πολυδιαφημισμένης «εσωτερικής υποτίμησης» ως εφαλτηρίου αναπτυξιακής απογείωσης. Αντί απογείωσης, η μόνη φιλοδοξία που διατυπώνεται για οικονομίες σαν την ελληνική, είναι η συντήρησή τους σε Limbo στασιμότητας, ίσα για να εξυπηρετείται ένα χρέος, απαλλαγμένο τεχνητά από το προπατορικό αμάρτημα της μη βιωσιμότητας, ακόμη κι αν είναι 140% του ΑΕΠ το 2030.
Η κυβέρνηση, έχοντας αντικαταστήσει όλη την ιδεολογικοπολιτική της οικοσκευή (η «σταθερότητα» εκτόπισε την «ανατροπή», η «δίκαιη κατανομή των βαρών» την «αναδιανομή του πλούτου», η «βιωσιμότητα» του χρέους τη «διαγραφή» του κ.ο.κ.), κηρύσσει το κλείσιμο της αξιολόγησης ως σημείο στροφής στον «ενάρετο κύκλο».
Αγνοώ, ποιο είναι το μέτρο της νέας «αρετής». Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική από το να υιοθετήσεις το σχέδιο των δανειστών και να προσχωρήσεις στο κλασικό (νεο)φιλελεύθερο τρικ «ας αυξήσουμε την πίτα και μετά συζητάμε για τη μοιρασιά της», εδώ το πρόβλημα είναι, ότι δεν προκύπτει ούτε αυτή.
Τα Limbonomics των δανειστών την αναβάλλουν μέχρι Δευτέρας Παρουσίας.