10 Ιουν 2016

Η Βενεζουέλα και η οπορτουνιστική θεωρία του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα»

  
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών στη Βενεζουέλα είναι καταιγιστικές. Από την εκλογική νίκη της δεξιάς-αντιδραστικής αντιπολίτευσης τον περασμένο Δεκέμβρη, μέχρι την πρόσφατη δολοφονία του πρώην διοικητή της μπολιβαριανής πολιτοφυλακής παρατηρούμε μια σειρά γεγονότων που...

 οδηγούν στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Μαδούρο. Δεκαοχτώ χρόνια από τον ερχομό του Ούγκο Τσάβες στην εξουσία το 1998, η λεγόμενη «μπολιβαριανή Επανάσταση» τρίζει επικίνδυνα, με την συντηρητική αντιπολίτευση να έχει περάσει στην αντεπίθεση και μια σειρά εξωτερικών παραγόντων (ΗΠΑ, γειτονικές κυβερνήσεις, Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών κλπ.) να επιχειρούν ποικιλοτρόπως παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας.

Η κρίση στη Βενεζουέλα έχει δύο όψεις:  Η μια όψη είναι ότι η κυβέρνηση και ο λαός της χώρας δέχονται μια πολυπλόκαμη επίθεση από ιμπεριαλιστικά κέντρα, με σκοπό την όξυνση της κατάστασης σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί πιθανή στρατιωτική επέμβαση. Η επίθεση στη Βενεζουέλα εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερων ενδοιμπεριαλιστικών-ενδοαστικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών που, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, λαμβάνουν χώρα στη Λατινική Αμερική. Αυτό προκύπτει και από τις εξελίξεις στη Βραζιλία (7η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο), όπου η ενδοαστική «φαγωμάρα» και το όργιο σκανδαλολογίας οδήγησε στην αποπομπή της προέδρου Ντ.Ρούσεφ.

Η δεύτερη (και εξόχως σημαντική) όψη της κρίσης της Βενεζουέλας σχετίζεται με τον ίδιο το χαρακτήρα της «μπολιβαριανής επανάστασης» αλλά και ευρύτερα των αριστερών-προοδευτικών κινημάτων που αναδύθηκαν στη Λατινική Αμερική τις τελευταίες δεκαετίες. Τίθενται, λοιπόν, αυτόματα ορισμένα ερωτήματα: Τι ταξικό πρόσημο είχε η μπολιβαριανή διαδικασία αλλά και ριζοσπαστικά, αριστερά ρεύματα σε χώρες όπως η Βολιβία του Μοράλες;  Πως διαχειρίστηκαν οι δυνάμεις αυτές τα ερείπια της φτώχειας και της εξαθλίωσης που άφησαν πίσω τους δεκαετίες δεξιών-συντηρητικών κυβερνήσεων; Προς τα που οδηγήθηκε πολιτικά και οικονομικά το ριζοσπαστικό κίνημα που αναδείχθηκε στη Λατινική Αμερική στα τέλη του 20ου αιώνα;

Είναι αδιαμφισβήτο, ότι την τελευταία εικοσαετία συνέβησαν θετικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες στη Λατινική Αμερική. Πρόκειται για διεργασίες και αλλαγές που (δικαίως) συνοδεύτηκαν από την προσδοκία και ελπίδα, ότι οι λαοί της καταπιεσμένης και καταληστευμένης αυτής ηπείρου θα μπορούσαν να σπάσουν τα ιμπεριαλιστικά τους δεσμά. Ταυτόχρονα, όμως, οι ίδιες αυτές αλλαγές συνοδεύτηκαν από αυταπάτες και στρεβλώσεις, για το πως θα μπορούσαν τα μαζικά λατινοαμερικάνικα κινήματα να προσεγγίσουν τον σοσιαλισμό. Οι αυταπάτες αυτές βρήκαν πρόσφορο έδαφος, σε μια εποχή που ο μαρξισμός-λενινισμός, ο ιστορικός σοσιαλισμός του 20ου αιώνα, δέχονταν ανηλεή επίθεση από φορείς «ανανεωτικών», οπορτουνιστικών αντιλήψεων. Η ιδεολογική λάσπη που δέχθηκε η σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ου αιώνα πήγε χέρι-χέρι με την ανάδυση ενός νέου «ιδεολογήματος»- του λεγόμενου «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα». Στη θεωρία αυτή βασίστηκαν κινήματα όπως η μπολιβαριανή επανάσταση του Τσάβες, η κυβέρνηση του Έβο Μοράλες στη Βολιβία, η κυβέρνηση του Ράφαελ Κορέα στο Εκουαδόρ και άλλες δυνάμεις στη Λατινική Αμερική, σε μια προσπάθεια να συσπειρώσουν και να κινητοποιήσουν ευρύτερες λαϊκές μάζες.

Το πρόβλημα με τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» συνίσταται σε δύο βασικά πράγματα: Πρώτον, αν και εμφανίζεται ως σχετικά νέα θεωρία, επί της ουσίας είναι ένα σύνολο παλιών, αντιμαρξιστικών ιδεολογημάτων με νέο περιτύλιγμα. Δεύτερον, δεν συνιστά «σοσιαλισμό», αλλά ένα τροποποιημένο είδος σοσιαλδημοκρατίας. Αν και η θεωρία αυτή εισήλθε δυναμικά στο δημόσιο διάλογο με αφορμή την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση (2007-2008), εντούτοις η ιδεολογική της σύλληψη ξεκινά το 1996 από το γερμανό κοινωνιολόγο Χάνς Ντίτριχ Στεφαν.

    Αντιμαρξιστικά ιδεολογήματα με επαναστατικό περιτύλιγμα.
 


Η θεωρία του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» κινείται στις ίδιες ιδεολογικές ράγες με αυτές του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού» (δημοκρατικός δρόμος προς το σοσιαλισμό), επεκτείνοντας τις αυταπάτες και τον οπορτουνισμό ένα βήμα παραπέρα. Ξεκινάει με την παραδοχή, ότι τόσο ο Καπιταλισμός, όσο και ο Σοσιαλισμός που οικοδομήθηκε τον 20ο αιώνα, χαρακτηρίζονται από τεράστιο έλλειμα δημοκρατίας και απέτυχαν να δώσουν λύσεις σε επείγοντα ζητήματα της ανθρωπότητας. Με λίγα λόγια, η θεωρία του Ντίτριχ «τσουβαλιάζει» τις κατακτήσεις του ιστορικού Σοσιαλισμού που γνωρίσαμε με την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Δε μένει, όμως, εκεί. Εμφορούμενη από μια ιδεαλιστική, αντιμαρξιστική αντίληψη της Ιστορίας, η νέα θεωρία συνίσταται επιγραμματικά στα εξής:

        Αρνείται τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου. Προπαγανδίζει δε «το τέλος των βασικών κοινωνικών προγραμμάτων της μεγαλοαστικής τάξης και της ιστορικής εργατικής τάξης»(Ντίτριχ). Ως εκ τούτου, η ταξική πάλη δεν είναι αναγκαία και τη θέση της μπορεί να πάρει ένα είδος συνεργασίας των τάξεων.

        Αρνείται τη δικτατορία του προλεταριάτου. Αντιθέτως, προκρίνει ένα είδος «συμμετοχικής δημοκρατίας» και την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κράτους με θεσμούς (οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς κλπ.) που θα ρυθμίζουν την κοινωνική ζωή. Αποφεύγει να αναφέρει το ποιά τάξη θα βρίσκεται στην εξουσία, αφήνοντας να εννοηθεί (γενικά και αόριστα) την ύπαρξη ενός υποτιθέμενα ανεξάρτητου, αταξικού(!) κράτους προς όφελος όλων.

        Μεικτή οικονομία και αποδοχή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: Σε αυτό το σημείο, αποκαλύπτεται πλήρως (και πέραν πάσης αμφιβολίας) ο σοσιαλδημοκρατικός χαρακτήρας της θεωρίας. Ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται να ανατραπεί, αλλά χρήζει διαχείρισης προς όφελος του… κοινού καλού. Το ιδιωτικό κεφάλαιο, σύμφωνα με τον γερμανό κοινωνιολόγο, θα αναγκαστεί (πως άραγε;) από την κυρίαρχη κρατική παραγωγή, να δουλέψει για την ανάπτυξη του συνόλου του λαού! Ο ίδιος ο Χ.Ντίτριχ παραδέχεται: «Ο μόνος εφικτός τρόπος (για τον σοσιαλισμό) είναι μια μεικτή οικονομία, που θα έχει τρία συστατικά στοιχεία, το Κράτος, την ιδιωτική πρωτοβουλία και τη δημόσια περιουσία στη μορφή συνεταιρισμών».

    Ο περίφημος, λοιπόν, «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από μια θεωρία που ενσωματώνει στοιχεία του ευρωκομμουνισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, διανθισμένη με αντινεοφιλελεύθερη ρητορική. Πρόκειται για θεωρία άκρως βολική για την αστική τάξη και την εξουσία των μονοπωλίων, καθώς λειτούργησε και λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για μεγάλο μέρος των εργατικών-λαϊκών μαζών, τόσο στη Λατινική Αμερική, όσο και στην Ευρώπη.

   
Το αντιμαρξιστικό ιδεολογικό κατασκεύασμα του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» άσκησε τεράστια επιρροή στα λατινοαμερικανικά κινήματα των τελευταίων χρόνων. Υιοθετήθηκε δε, με επι μέρους παραλλαγές, ως εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό από μια σειρά ηγεσίες της λατινοαμερικανικής ηπείρου: Τσάβες, Μοράλες, Κορέα, Λούλα κλπ. Στη Βενεζουέλα, η «μπολιβαριανή επανάσταση» χτίστηκε στις βάσεις αυτής της θεωρίας (ο Χ. Ντίτριχ υπήρξε για ένα διάστημα σύμβουλος του προέδρου Τσάβες), επιχειρώντας να προχωρήσει σε δίκαιη αναδιανομή πλούτου, επιτρέποντας την ύπαρξη και δραστηριοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου.

Δύο εκ των ηγετικών στελεχών του PSUV (Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας), οι Άλι Ροντρίγκες Αράκε και Αλμπέρτο Μούγερ Ρόχας, γράφουν σχετικά με τον «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα»: «είναι μια διαδικασία, που δεν περιορίζει τις οικονομικές ελευθερίες, καθώς θεωρεί, ότι ο ανταγωνισμός είναι δημοκρατικός υπό τον όρο να είναι σαφής και να μην οδηγεί στη δημιουργία ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων», «δεν πέφτει στο λάθος να θεωρεί ότι μπορεί να επιβληθεί μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου», στοχεύει «στη διεύρυνση του δημόσιου χώρου», στην «ανάπτυξη του παραγωγικού μηχανισμού στο πλαίσιο μιας βιώσιμης οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέων -δημόσιων, κοινοτικών και ιδιωτικών- επιχειρήσεων και την ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών». (Α.Ρ. Αράκε – Α.Μ. Ρόχας: «Ο σοσιαλισμός της Βενεζουέλας και το κόμμα που θα τον προωθήσει», εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2009).

Ο παραλληλισμός με τις γνωστές σε Ευρώπη και Ελλάδα δοκιμασμένες σοσιαλδημοκρατικές συνταγές είναι αναπόφευκτος. Ο σοσιαλισμός της μπολιβαριανής επανάστασης (πέραν των όποιων αδιαμφισβήτητων καλών προθέσεων) ήταν και είναι ένας σοσιαλισμός της αγοράς, μια φιλολαϊκή μεταρρυθμιστική προσπάθεια μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Πόσο όμως φιλολαϊκό και κυρίως, για πόσο διάστημα αποτελεσματικό, μπορεί να είναι ένα εγχείρημα που, επί της ουσίας, επιχειρεί να προσεγγίσει τον σοσιαλισμό μέσα από κοινωνικά προγράμματα, ενίσχυση των συνεταιρισμών, κρατικοποιήσεις τομέων της οικονομίας και αναδιανομή εισοδήματος, χωρίς να αγγίζει την ουσία του προβλήματος; Πόσο πραγματικά φιλολαϊκό μπορεί να είναι ένα εγχείρημα, που προσπαθεί να συγκεράσει τις ανυπέρβλητες ταξικές διαφορές, αφήνοντας άθικτη την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και έναν ιδιωτικό τομέα να κυριαρχεί;

Μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη

Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Βενεζουέλα δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Αποτελούν λογική συνέπεια της πορείας που ακολούθησε η μπολιβαριανή επανάσταση, ασχέτως της φυσικής ή μη παρουσίας του Ούγκο Τσάβες. Η αστική τάξη της χώρας (η οποία συνδέεται στενά με αμερικανικά μονοπωλιακά συμφέροντα) έψαχνε την κατάλληλη χρονικά ευκαιρία, ώστε να χτυπήσει. Και το έπραξε αυτό εκμεταλλευόμενη μια σειρά απο παράγοντες (οικονομική κρίση, πολιτική διαφθορά στος κόλπους του PSUV, κλπ.) και μειονεκτήματα της μπολιβαριανής εξουσίας.

Η κρίση της Βενεζουέλας αποδεικνύει, τη λαθεμένη αντίληψη που υπάρχει σε κόλπους της λατινοαμερικάνικης (αλλά και της ευρωπαϊκής) αριστεράς για το ζήτημα του Ιμπεριαλισμού. Πρόκειται για την αντίληψη που θεωρεί τις (πράγματι υπαρκτές) ανισότιμες σχέσεις μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής και των ΗΠΑ ως σχεδόν αποκλειστική αιτία καθυστέρησης και υπανάπτυξης των οικονομιών τους. Έτσι, πολλά απ’ τα λατινοαμερικάνικα κινήματα (συμπεριλαμβανομένου του «τσαβισμού») έδωσαν βάση στο λεγόμενο αντι-αποικιακό, αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα, στην απεξάρτηση δηλαδή από τα δεσμά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, υποβαθμίζοντας το ρόλο των ντόπιων αστικών τάξεων. Ως εκ τούτου, παρατηρήθηκε το φαινόμενο, να διαχωρίζεται η αστική τάξη («ξενόδουλη» ή «πατριωτική») κάθε χώρας, με βάση την στάση που κρατά απέναντι στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Πρόκειται για λαθεμένη αντίληψη που αυτονομεί τις σχέσεις εξάρτησης και αλληλεξάρτησης από τον αγώνα για την ανατροπή των ίδιων των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.


«Η εθνική αστική τάξη είναι ανίκανη να πάρει μια αγωνιστική θέση κατά του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποδεικνύει, πως φοβάται περισσότερο τη λαϊκή επανάσταση, πατά τη δεσποτική πίεση των μονοπωλίων που κακοποιούν τον εθνικό χαρακτήρα, προσβάλουν τα πατριωτικά αισθήματα και αποικιοποιούν την οικονομία. Η υψηλή αστική τάξη (μπουρζουαζία) δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους λατιφουντίστες για να πολεμήσει το λαό και να εμποδίσει το δρόμο του προς την επανάσταση».

    […]

    «Όταν μας μιλούν για την κατάκτηση της εξουσίας με κανονικές εκλογές, η ερώτησή μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα κατακτήσει την εξουσία με μεγάλη πλειοψηφία και αποφασίσει να αρχίσει τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές, κατά το πρόγραμμα, δεν θα βρεθεί αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας;»

    – Τσε Γκεβάρα, Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του Ιμπεριαλισμού; Άρθρο για το περιοδικό Verde Olivo, 9 Απρίλη1961.

Η παραπάνω αντίληψη που αναφέραμε είχε επίπτωση και στην στρατηγική κομμουνιστικών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής, πολλά από τα οποία προέταξαν τη δημιουργία ριζοσπαστικών αστικοδημοκρατικών, αντι-ιμπεριαλιστικών μετώπων δράσης, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την αναγκαιότητα της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Επί της ουσίας, τα λατινοαμερικανικά κινήματα, όπως η μπολιβαριανή επανάσταση, σήκωσαν τα λάβαρα ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα απέναντι στους γιάνκηδες, χαμηλώνοντας όμως ταυτόχρονα- χάρην της εσωτερικής διαταξικής ενότητας- την σημαία του ταξικού αγώνα.

Το κοινωνικό υποκείμενο που ηγήθηκε της μπολιβαριανής διαδικασίας, σημειώνει το ΚΚ Βενεζουέλας (PCV), «αντιστοιχεί σε ένα ταξικό προφίλ μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων, όχι στην εργατική τάξη, που είναι το πραγματικό κοινωνικό υποκείμενο που καλείται ιστορικά να οικοδομήσει το σοσιαλισμό» (14ο Συνέδριο, 2011). Την ίδια στιγμή, η ντόπια αστική τάξη και οι βορειοαμερικανοί σύμμαχοί της συνέχισαν να έχουν επιρροή σε τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας. Να θυμήσουμε, πως η Συνομοσπονδία Εργατών Βενεζουέλας (CTV) ήταν εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ενάντια στον Ούγκο Τσάβες το 2002. Αυτό αποτελεί άλλη μια απόδειξη της έλλειψης ενός κόμματος επαναστατικής πρωτοπορίας, με μαρξιστικά-λενινιστικά χαρακτηριστικά, αντί του πολυσυλλεκτικού και ιδεολογικά νεφελώδους κυβερνητικού συνασπισμού PSUV. Ο πολιτικός χαρακτήρας, η ταξική σύνθεση και η ιδεολογική κατεύθυνση του τσαβικού PSUV αποτελούν ένα ζήτημα ξεχωριστής μελέτης, που, ασφαλώς, δε μπορεί να αναλυθεί εκτενώς στα πλαίσια ενός άρθρου.

Συμπεράσματα



Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση ανέδειξε ακόμη περισσότερο τη Λατινική Αμερική ως πεδίο ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και αντιθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό αναδείχθηκαν περισσότερο από ποτέ άλλοτε οι αδυναμίες της διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος σε μια σειρά χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας. Κανείς δε μπορεί να προβλέψει, πως θα εξελιχθεί η κρίση της μπολιβαριανής επανάστασης. Αυτό που βγαίνει ως καταστάλαγμα τόσο των πρόσφατων γεγονότων, όσο και της συνολικής πορείας της μπολιβαριανής διαδικασίας, είναι, ότι ο λεγόμενος «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» αποδείχθηκε αυτό που, εξ’ αρχής, ήταν: μια λατινοαμερικάνικη έκδοση του «ευρωκομμουνισμού», μια αυταπάτη δηλαδή ότι το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να καλωπιστεί, να εξανθρωπιστεί, να γίνει διαχειρίσιμο προς όφελος των λαϊκών στρωμμάτων. Τα πειράματα των αριστερών, προοδευτικών, σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική ήρθαν να προστεθούν στην συσσωρευμένη ιστορική πείρα, που λέει, ότι δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό δεν υπάρχει. Είχαν προηγηθεί άλλωστε, αρκετές δεκαετίες πριν, η Γουατεμάλα του Χάκομπο Άρμπενς το 1954 και η πικρή εμπειρία της Χιλής του Σαλβαδόρ Αλιέντε το 1971.

Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε και κάτι ακόμη: Η αλληλεγγύη απέναντι στο λαό της Βενεζουέλας (που πρέπει να είναι αυτονόητη για κάθε κομμουνιστή) δε μπορεί παρά να συνοδεύεται από τα αναγκαία συμπεράσματα. Η ξεκάθαρη καταδίκη της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας που «βάζει χέρι» τη Βενεζουέλα, οφείλει να πηγαίνει μαζί με την κριτική, τη διαλεκτική ανάλυση και επεξεργασία των γεγονότων, ώστε να παράγεται εμπειρία και γνώση. Για να διαλύονται οι αυταπάτες.

Η εποχή μας (εποχή κυριαρχίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού) είναι εποχή περάσματος από τον σάπιο καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Είναι εποχή προλεταριακών επαναστάσεων. Σε αυτό δεν χωράνε ούτε «τρίτοι δρόμοι», ούτε απάτες και αυταπάτες.

 

Πηγή: Νίκος Μόττας* //* υποψ. διδάκτωρ πολιτικών επιστημών και ιστορίας – «Ατέχνως»