Της Βασιλικής Σιούτη
Δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού ανανέωσε την εντολή που είχε λάβει τον περασμένο Ιανουάριο, ετοιμάζεται να κυβερνήσει.
Αυτή τη φορά σκοπεύει να το κάνει λένε τα στελέχη της, καθώς το προηγούμενο επτάμηνο...
ισχυρίζονται ότι τους εμπόδιζε η διαπραγμάτευση και η απειρία τους, την οποία ως ένα βαθμό παραδέχονται.
Σκοπεύουν μάλιστα να κυβερνήσουν για μια ολόκληρη τετραετία, όπως είναι το κανονικό, το οποίο όμως οι Έλληνες έχουν ξεχάσει τα τελευταία πέντε χρόνια, αφού το μνημόνιο κατάπινε κάθε νέα κυβέρνηση, πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη θητεία της.
Θα καταφέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να πετύχει τον στόχο της τετραετίας; Εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα εμπόδιο για αυτό. Διαθέτει άνετη πλειοψηφία και δεν μεσολαβούν άλλες εκλογές μέχρι τη λήξη της θητείας της. Δεν έχει δηλαδή μπροστά της κάποιο σκόπελο, όπως είχε ο Αντώνης Σαμαράς με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει επίσης την τύχη να μην διαθέτει ουσιαστική αντιπολίτευση. Το μνημόνιο, το οποίο αποτελεί βασικό κυβερνητικό πρόγραμμα πλέον, δεν αμφισβητείται από την αξιωματική αντιπολίτευση και τα περισσότερα κόμματα, που εκ των πραγμάτων θα περιοριστούν να την αντιπολιτευθούν στα δευτερεύοντα.
Όσο για την περίπτωση (η οποία δεν είναι ορατή για την ώρα) που εξεγερθούν κάποιοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και αρνηθούν να ψηφίσουν τους αντιλαϊκούς νόμους που θα έρχονται στη Βουλή, υπάρχει πλήθος προθύμων βουλευτών από τη Ν.Δ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που θα σπεύσουν να συνδράμουν, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η δουλειά.
Οι δανειστές, αν και το περασμένο επτάμηνο ήταν απέναντι βάζοντας συνεχώς εμπόδια, αυτή τη φορά βρίσκονται στην ίδια πλευρά με την κυβέρνηση. Λογικό, αφού όλα άλλαξαν από την στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας υποχώρησε, αποδεχόμενος τους δικούς τους κανόνες. Ας μην ξεχνάμε, ότι το μόνο ενδιαφέρον της Γερμανίας και των δανειστών στην προεκλογική περίοδο ήταν, να συμμετάσχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην νέα κυβέρνηση που θα εκλέγονταν, για να είναι εκείνος που θα εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο, το δικό του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσέφεραν στη γερμανική κυβέρνηση ένα πολύτιμο δώρο. Διαβεβαίωσαν, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και ότι η πολιτική λιτότητας που τόσα χρόνια επιβάλλουν στην Ελλάδα είναι μονόδρομος.
Μέχρι τώρα, είτε με την κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, είτε του Λουκά Παπαδήμου, είτε των Σαμαρά-Βενιζέλου, υπήρχαν πάντα κάποιοι, που διαφωνούσαν και ισχυρίζονταν ότι ένας άλλος δρόμος ήταν δυνατός. Όταν νικήθηκε ο Σαμαράς και τα Ζάππεια, βρέθηκε ο Τσίπρας και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Σήμερα στην ελληνική Βουλή δεν ακούγεται άλλη πρόταση.
Οι μεγάλοι νικητές αυτών των εκλογών ήταν αναμφισβήτητα οι δανειστές και η γερμανική κυβέρνηση, αφού το δικό τους πολιτικό πρόγραμμα κέρδισε. Οι δανειστές πέτυχαν επίσης να διαλύσουν το αντιμνημονιακό μέτωπο και να διώξουν από τη Βουλή κάθε φωνή που αντιστάθηκε σθεναρά. Αυτό δεν θα το πετύχαιναν φυσικά χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς στο τέλος υπήρξε κοινός τους στόχος και επιδίωξη. Για αυτό άλλωστε έγιναν οι εκλογές.
Η νίκη είναι λοιπόν μόνο των δανειστών; Όχι, βεβαίως είναι και του Αλέξη Τσίπρα. Παρά την έλλειψη γενναιοδωρίας μερικών πολιτικών του αντιπάλων, η οποία τους εμποδίζει να το παραδεχθούν, ο Αλέξης Τσίπρας, όπως και να ’χει, κέρδισε. Πήρε ξανά την εξουσία και αυτός ήταν όπως φάνηκε ο μοναδικός του στόχος. Πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, από εκείνα που ανήκουν στον κύκλο των λεγόμενων προεδρικών, το έλεγαν πολύ πριν από τις εκλογές, όταν υποστήριζαν, ότι μοναδική κόκκινη γραμμή ήταν να μην απολέσουν την εξουσία.
Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα ως τώρα για την αριστερά, αλλά ποιος λέει, άλλωστε, ότι κέρδισε η αριστερά ; Ο Τσίπρας και ο κύκλος του κέρδισαν. Η αριστερά ηττήθηκε όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος σύντομα, μετά από τις αλλαγές που δρομολογούνται, δεν θα θυμίζει σε τίποτα αυτό που ήταν μέχρι πρότινος.
Η αριστερά ηττήθηκε βαριά, αφού δεν κατάφερε να πείσει, ότι ο άλλος δρόμος που πρότεινε είναι εφικτός και βρέθηκε ξανά στην εξουσία μόνο το τμήμα εκείνο του κόμματος που δέχθηκε να μεταλλαχθεί, αποδεχόμενο να εφαρμόσει την νεοφιλελεύθερη πολιτική που μέχρι τότε κατήγγειλε.
Το αριστερό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πετάχτηκε από την ηγεσία του στο καλάθι των αχρήστων, όπως και το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Αριστερή πολιτική είναι η πολιτική που ανατρέπει τις ανισότητες υπέρ των αδυνάμων. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να κυβερνήσει διαιωνίζοντας και εντείνοντας τις ανισότητες και αυτό δεν έχει σχέση με την αριστερά.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όμως, έχει (άλλο) ένα πλεονέκτημα έναντι των προηγούμενων κυβερνήσεων, το οποίο αρκετά στελέχη έχουν σχεδόν κυνικά ομολογήσει. Σε αυτές τις εκλογές ο κόσμος γνώριζε, ότι αν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ, θα εφαρμοστεί το μνημόνιο. Επαίρονται, λοιπόν, ότι αυτή τη φορά το μνημόνιο έχει και λαϊκή νομιμοποίηση. Είναι όμως έτσι; Και ναι και όχι. Γιατί όταν ρώτησαν τον ελληνικό λαό αν το θέλει, τους είπε όχι. Στις εκλογές μπορεί να είχε προηγηθεί η υπερψήφιση του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του όμως προεκλογικά υπόσχονταν, ότι δεν θα το εφαρμόσουν, αφού δεν θα αυξήσουν τον ΦΠΑ, ούτε θα κόψουν μισθούς και συντάξεις όπως ψήφισαν, γιατί θα βρουν ισοδύναμα. Άρα, αν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν κι αυτή τη φορά τις υποσχέσεις του, δεν ψήφισαν ακριβώς την εφαρμογή του μνημονίου, αλλά την αντικατάστασή του διά των ισοδυνάμων.
Πέρα από αυτό όμως, αν δει κανείς τους απόλυτους αριθμούς των αποτελεσμάτων των εκλογών, θα διαπιστώσει, ότι επί της ουσίας ούτε το μνημόνιο, ούτε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν η Βουλή αυτή έχουν ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση. Η πρωτοφανής για τη μεταπολίτευση αποχή σε βουλευτικές εκλογές (56,57% από 63,62% τον Ιανουάριο) αδυνατίζει το δικαίωμα αυτού του ισχυρισμού.
Οι 898.506 πολίτες που ψήφισαν τον Ιανουάριο, αλλά αρνήθηκαν να προσέλθουν στις κάλπες του Σεπτεμβρίου, δείχνουν το μέγεθος της απογοήτευσης που υπήρξε αυτό το επτάμηνο. Το ίδιο μαρτυρά και η απώλεια ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο (320.074). Αν υπολογίσει, λοιπόν, κανείς την πρωτοφανή αποχή, που προφανώς εμπεριείχε το μήνυμα της απαξίωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίστηκε παρά μόνο από ένα 18%-20% των ψηφοφόρων. Ποτέ πριν από το μνημόνιο το κυβερνών κόμμα δεν είχε τόσο μικρή αποδοχή. Την κυβέρνηση όμως δεν μοιάζει να την απασχολεί αυτό, αφού η επιδίωξή της ήταν η κατάκτηση της εξουσίας με κάθε τρόπο.
Το καλό σενάριο για την κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου είναι, οι απελπισμένοι πολίτες να συνηθίσουν αυτήν την κατάσταση και να εγκαταλείψουν κάθε ελπίδα για να την αλλάξουν. Αυτό θα εξασφάλιζε στην κυβέρνηση ενδεχομένως την ολοκλήρωση της θητείας της, καθώς μόνο η λαϊκή αντίδραση αν εκδηλωνόταν, θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία ανατροπής της.
Η άλλη πιθανότητα πτώσης αυτής της κυβέρνησης (στην οποία όμως δεν στοιχηματίζουν πολλοί) είναι να δηλώσει αδυναμία εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων μέτρων που ψήφισε, καθώς σχεδόν κανείς δεν πιστεύει ότι θα τα καταφέρει να βρει φιλολαϊκά ισοδύναμα. Αυτό θα της στερούσε τη δυνατότητα εκταμίευσης των δόσεων και θα οδηγούσε σε νέο αδιέξοδο.
Η Βουλή που προέκυψε μετά τις εκλογές, κατά γενική ομολογία, είναι μια υποβαθμισμένη βουλή και αντικειμενικά, καθώς δεν επιτελεί η ίδια το νομοθετικό της καθήκον, αλλά και υποκειμενικά. Η Βουλή αυτή πάντως, ακόμα και αν η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου για δικούς της λόγους δεν αντέξει, δίνει τη δυνατότητα πολλών εναλλαγών στην σύνθεση, αν χρειαστεί.
Σε αυτό το παρακμιακό σκηνικό, η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να μοιάζει αποκομμένη από την κοινωνία και να αδυνατεί να διαβάσει το αποτέλεσμα των εκλογών.
Στη Συγγρού ψάχνουν να βρουν τον αρχηγό «που θα κερδίσει τον Τσίπρα», χωρίς να έχουν καταλάβει γιατί τους κέρδισε. Η Νέα Δημοκρατία εισπράττει συνεχώς μηνύματα απόρριψης, αλλά αρνείται πεισματικά να αλλάξει. Στο μεταξύ, ο Αλέξης Τσίπρας που έχει μετακινηθεί στο χώρο του κέντρου, συνεχίζει να απλώνεται προς τα δεξιά, επιχειρώντας να καταλάβει όλο και περισσότερο (και από τον δικό της) χώρο.
Η Νέα Δημοκρατία δεν αντιλαμβάνεται ακόμα τα αυτονόητα, ότι η βασική αιτία της εκλογικής εκτόξευσης του ΣΥΡΙΖΑ, που τον έφερε στην εξουσία, ήταν ότι οι πολίτες έπαψαν να εμπιστεύονται την ίδια και το ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κόμματα δηλαδή, που εναλλάσσονταν στην εξουσία τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ο ελληνικός λαός προτίμησε τον άπειρο και ανέτοιμο ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως επειδή δεν είχε κυβερνήσει και άρα δεν είχε συμμετοχή στο «έγκλημα».
Φυσικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά το Ιανουάριο, πολλοί ήλπιζαν να ανατρέψει την άδικη πολιτική του μνημονίου. Αλλά ακόμα και όταν ο Τσίπρας υποχώρησε σε αυτό, τους υποσχέθηκε: α) ότι δεν θα εφαρμόσει πολλά από αυτά που ψήφισε, γιατί θα βρει ισοδύναμα και β) θα εφαρμόσει ένα παράλληλο πρόγραμμα, που θα ακυρώνει κατά κάποιον τρόπο το μνημόνιο.
Ακόμα και στην περίπτωση που είχαν να επιλέξουν ποιος «μνημονιακός» πρωθυπουργός θα κυβερνήσει την χώρα, όπως το έθεσε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ, ήταν λογικό να προτιμήσουν τον λιγότερο φθαρμένο.
Το επτάμηνο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν βέβαια ένα θετικό επτάμηνο. Δεν έγινε το παραμικρό για να ανακουφιστούν από την φτώχεια και την αδικία όσοι υπέφεραν αυτά τα πέντε χρόνια. Αντιθέτως, έφεραν άλλο ένα βαρύ μνημόνιο και αύξησαν κατά πολύ τον λογαριασμό που θα πάει και πάλι στον λαό για να τον πληρώσει.
Αλλά ο Τσίπρας μπορούσε να ισχυρίζεται ότι δεν προκάλεσε αυτός το πρόβλημα και ότι είναι λιγότερο φθαρμένος από αυτούς που κυβέρνησαν σαράντα χρόνια. Όπως τα είπε δηλαδή και είναι και αλήθεια. Τους έταξε βέβαια «το παράλληλο πρόγραμμα» και τα ισοδύναμα που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρει, όμως ο ελληνικός λαός σταθερά τα τελευταία χρόνια, ψηφίζει όποιον του τάζει τα περισσότερα. Και τα περισσότερα -συν τοις άλλοις- τα έταξε ο Αλέξης Τσίπρας.
Υπάρχει βέβαια σοβαρό ενδεχόμενο τα «ισοδύναμα» και το «παράλληλο πρόγραμμα» να αναδειχθούν σύντομα στο νέο «λεφτά υπάρχουν». Αλλά μέχρι τότε…
Η επιλογή του λαού, λοιπόν, ήταν πάνω κάτω η αναμενόμενη. Γιατί να προτιμούσαν τη Ν.Δ και τον Βαγγέλη Μειμαράκη που κυβερνούσαν εναλλάξ με το ΠΑΣΟΚ επί σαράντα χρόνια, φέρουν τεράστια ευθύνη για το χάλι της χώρας και κρύβουν ένα σωρό σκελετούς στις ντουλάπες τους;
Η Ν.Δ θέλει να πάρει πίσω την εξουσία, χωρίς να αλλάξει το παραμικρό. Σε όλη την προεκλογική περίοδο δεν παρουσίασε κανένα σχέδιο εξόδου από την κρίση, κανένα σχέδιο ανάπτυξης της οικονομίας, κανένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων. Ήταν φανερό πως πέρα από το μνημόνιο, η Ν.Δ δεν είχε τίποτα άλλο να παρουσιάσει. Μάλιστα ο Β. Μειμαράκης παραδέχθηκε (με ειλικρίνεια ή κυνισμό;) ότι αν κέρδιζε, δεν θα άλλαζε τίποτα από το μνημόνιο, γιατί αυτά ψηφίστηκαν και πρέπει να εφαρμοστούν.
Το άλλο, που είναι προφανές σήμερα, είναι, ότι πέρα από τα τζάκια, τους βαρόνους, τους συγγενείς και τους προστατευόμενους, δεν έχουν σκοπό να αφήσουν κανέναν άλλον να πάρει τα σκήπτρα του κόμματος. Καμία ανανέωση, καμία συζήτηση για θέσεις, καμία συναίσθηση των αναγκών της κοινωνίας και της χώρας. Προτιμούν να χάνουν μέχρι να εξαφανιστούν, παρά να αλλάξουν.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πολιτικά αποτελεί έναν σταθμό μίας μεταβατικής κατάστασης, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί το νέο και αυτό φαίνεται από το ανύπαρκτο έργο της και την φτώχεια ιδεών και προτάσεων. Η Νέα Δημοκρατία όμως, αποτελεί οπωσδήποτε τμήμα του παλιού και ξεπερασμένου, που δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις απαιτήσεις της εποχής. Το πιο θλιβερό από όλα είναι, που ούτε καν το αντιλαμβάνονται.
Οι δανειστές έχουν ηρεμήσει προς το παρόν και δεν ανησυχούν όπως πριν. Απέδειξαν άλλωστε, ότι ακόμα και ο «έλληνας Τσάβες» (όπως αποκαλούσαν κάποιοι τον Τσίπρα) να γίνει πρωθυπουργός στην Ελλάδα, δεν θα παρεκκλίνει από τον πολιτικό δρόμο που αυτοί χάραξαν.
Το δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας απογοητευμένο συνεχίζει να εγκαταλείπει τη χώρα και το κινηματικό για την ώρα είναι ηττημένο.
Από τη στάση και τις πρωτοβουλίες του λαϊκού παράγοντα θα κριθούν πολλά τα επόμενα χρόνια, καθώς μόνο αυτός θα μπορεί να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση.
ΠΗΓΗ: thepressproject