Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Αφαντες η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα, οι επενδύσεις όσο μένουν ανέγγιχτες η διαπλοκή, η διαφθορά, η κερδοσκοπία
Η μείωση κατά 35,4% των εισοδημάτων εξώθησε στη φτώχεια το 40% των Ελλήνων, αλλά η ανταγωνιστικότητα έγινε κατά 3,6% χειρότερη...
ΑΝ ΣΗΜΕΡΑ η ελληνική κυβέρνηση έχει φθάσει στο σημείο, να λέει όχι άλλα οριζόντια μέτρα (δηλαδή γενικευμένη μείωση μισθών και συντάξεων), αυτό βεβαίως οφείλεται πρωτίστως στην κοινωνική εξάντληση από την ανισόμετρη και ανισοβαρή περιστολή του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Αλλά επίσης και στο γεγονός της πολιτικής δυσφορίας και οργής για την έλλειψη αναπτυξιακού αποτελέσματος που να υπόσχεται αποκατάσταση των στερήσεων και των αδικιών μελλοντικά.
Γιατί η αλήθεια είναι, πως η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που κατόρθωσε μέσα σε 4 χρόνια (2010-2013) να μειώσει τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων κατά 26% και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κατά 35,4%, εξωθώντας στη φτώχεια πάνω από το 40% της ελληνικής κοινωνίας, δεν πέτυχε να βγάλει την οικονομία από την ύφεση και να ανακόψει την αύξηση της ανεργίας. Με συνέπεια, μετά τη νέα φορολογική επιδρομή, το κούρεμα του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος και τις κατασχέσεις των τραπεζικών καταθέσεων ή και ακινήτων των οφειλετών, να είναι σχεδόν βέβαιο πως η ύφεση και η ανεργία θα συνεχιστούν και το 2014, διαψεύδοντας τις κυβερνητικές προσδοκίες.
Το αναπτυξιακό έλλειμμα της μνημονιακής πολιτικής οφείλεται στο ότι τρόικα και κυβέρνηση εστίασαν τις προσπάθειες προσαρμογής της οικονομίας μονομερώς και αποκλειστικά σχεδόν στη συρρίκνωση της μάζας των μισθών (προκειμένου να τονωθούν τα κέρδη και οι επενδύσεις), όταν βασικός υπαίτιος των ανισορροπιών της οικονομίας δεν ήταν οι υπερβολικοί μισθοί αλλά η κερδοσκοπία της αγοράς, με το ανεξέλεγκτο των ολιγοπωλιακών καταστάσεων και τη στενή διαπλοκή κράτους και ιδιωτικού τομέα (εξ ου και η διαφθορά) στην κατανομή των κοινοτικών πόρων και του κρατικού προϋπολογισμού.
Από το γεγονός αυτό απέρρεε η πρωταρχική ανάγκη των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στις δομές της οικονομίας. Αντ' αυτών, ωστόσο, επιλέχθηκε η εύκολη, βολική και καθ' όλα ταξική λύση της εισοδηματικής λιτότητας, που, όπως διαπιστώνουμε σήμερα, οδηγεί σε ένα νέο φαύλο κύκλο λιτότητας διά της αρπαγής περιουσιών μέσω κατασχέσεων, εκποιήσεων και πλειστηριασμών. Ας δούμε όμως τι πέτυχε με όρους ανταγωνιστικότητας η μνημονιακή πολιτική, αφού αναπτυξιακό αποτέλεσμα δεν έχουμε δει ακόμη.
Εχοντας σαν μέτρο αξιολόγησης της ανταγωνιστικότητας την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (είτε βάσει του δείκτη τιμών κατανάλωσης είτε του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) έναντι 37 χωρών για την περίοδο 2000-2012 (βλ. πίνακα), διαπιστώνουμε τα εξής:
1. Την περίοδο 2000-2009 η κατά 22% αύξηση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών έχει σαν συνακόλουθο την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κατά 16% σε όρους σχετικού κόστους εργασίας και κατά 15% σε όρους τελικών τιμών κατανάλωσης. Δηλαδή η κάμψη της ανταγωνιστικότητας είναι η ίδια όπως και αν μετρηθεί και η αύξηση των πραγματικών αμοιβών συσχετίζεται κάπως μαζί της.
2. Αντίστοιχα, την περίοδο 2009-2012 η μεγάλη συμπίεση των πραγματικών αποδοχών κατά 24% (μαζί με το 2013 φθάνει το 26%) οδηγεί σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που είναι αξιοσημείωτη με όρους κόστους εργασίας (16%), αλλά ελάχιστη με όρους τελικών τιμών (2%). Αυτό σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος της θυσίας των μισθών «πάει στράφι», καθώς την πρόσθετη υπεραξία που χάνουν οι μισθοί δεν την κερδίζουν οι τελικοί καταναλωτές και χάνεται ενδιάμεσα, αντισταθμιζόμενη από αυξήσεις σε άλλα κόστη ή πάει στα εταιρικά κέρδη.
3. Αντίθετα, στην Ευρωζώνη (Ε.Ε.17) την περίοδο 2009-2012 η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι ίδια τόσο με όρους κόστους εργασίας (12,8%) όσο και με όρους τελικών τιμών κατανάλωσης (12,7%), αποδεικνύοντας έτσι τις διαφορετικές οικονομικές δομές στην Ευρωζώνη και την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής μισθολογικής αφαίμαξης στην Ελλάδα όπου έπρεπε τον πρώτο λόγο να είχαν οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της απόδοσης σε άλλους τομείς.
4. Το αποτέλεσμα είναι πως την περίοδο 2000-2012 η μείωση της ανταγωνιστικότητας σε Ευρωζώνη και Ελλάδα είναι 12% και 13% αντίστοιχα με όρους τελικών τιμών, ενώ με όρους κόστους εργασίας είναι 13% και 3% αντίστοιχα! Ετσι, παρά την τεράστια μείωση των πραγματικών αποδοχών και του κόστους εργασίας στην Ελλάδα, συγκριτικά με το 2005 η ελληνική ανταγωνιστικότητα είναι 3,6% χειρότερη σε όρους τιμών (αυτή που μετρά για τις πωλήσεις και την παραγωγή), ενώ η ευρωζωνική ανταγωνιστικότητα είναι αντιστρόφως βελτιωμένη κατά 3,6%.
Οπως επισημαίνει και η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, από το 2009 έως σήμερα οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων σε μονάδες αγοραστικής δύναμης οδηγήθηκαν, από το 84% του μέσου όρου της Ε.Ε.15, στο 65%. Η σύγκλιση των πραγματικών μισθών έναντι του μέσου όρου της Ε.Ε.15 έχει οπισθοχωρήσει περίπου κατά μία τριακονταετία, σε επίπεδα της δεκαετίας του 1980.
Προκύπτει, ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα, κατά το 2013, ανέρχεται στο 69% της αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης στη Γερμανία, είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Κορέα, τη Μάλτα, τη Σλοβενία, την Κύπρο και την Κροατία, ενώ το 2013 είναι το πρώτο έτος που εξισώθηκε με αυτήν της Πορτογαλίας.
Κατά το ΙΝΕ, μεταξύ 1984 και 2013 έχουμε τρεις διακριτές περιόδους:
* Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1984-1996) έχουμε σημαντική μείωση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών κατά 20 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από 100 το έτος 1984 ο δείκτης μειώνεται στο 79,3 το έτος 1993 και διατηρείται στα επίπεδα του 80 μέχρι το έτος 1996).
* Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου (1997-2009) έχουμε ονομαστικές αυξήσεις που υπερβαίνουν σχεδόν συστηματικά το μέσο πληθωρισμό, με αποτέλεσμα μία σταδιακή ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού -που απωλέσθη την προηγούμενη περίοδο- κατά 22 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από το 80, ο δείκτης ανέρχεται στο 102 το 2009).
* Στη διάρκεια της τρίτης περιόδου (2010-2013), η μείωση των κατώτατων πραγματικών αποδοχών ρίχνει το δείκτη στις 75,6 μονάδες, δηλαδή περίπου 25 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1984.
Οπως ορθά τονίζει στην έκθεσή του το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «η Ελλάδα γίνεται η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου παρατηρείται ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού κατά τη διάρκεια της κρίσης, με ευθεία κρατική παρέμβαση. Επιπλέον, οι χαμηλόμισθοι επιβαρύνονται δυσανάλογα από την έμμεση φορολογία, τις αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης και διάφορων ανελαστικών δαπανών, ενώ υφίστανται ήδη και θα υποστούν πιθανότατα και τις μεγαλύτερες συνέπειες από τη συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την παροχή διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών βοηθημάτων (επιδομάτων). Παράλληλα η μείωση του αφορολόγητου ορίου σε συνδυασμό με κατάργηση/μείωση των περισσότερων φοροαπαλλαγών και την αύξηση διάφορων ανελαστικών δαπανών (πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο κ.λπ.) οδηγεί τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα και τους χαμηλόμισθους σε αδιέξοδες καταστάσεις.
Η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% (και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών) είχε ως αποτέλεσμα να συμπαρασύρει ανάλογα και τα επιδόματα ανεργίας, ασθενείας, μητρότητας, τις συντάξιμες αποδοχές και τις αμοιβές για υπερωριακή απασχόληση.
Επίσης, η βίαιη ονομαστική μείωση των κατώτατων αποδοχών, σε συνδυασμό με τις ανατροπές της τελευταίας τριετίας στα εργασιακά (με εμφανή την τάση ευθυγράμμισης των μισθών στις νέες επιχειρησιακές συμβάσεων εργασίας στα επίπεδα του κατώτατου μισθού), οδηγεί με συστηματικό τρόπο σε δραματική μείωση των αποδοχών στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα και καθιστούν πλέον τον κατώτατο μισθό, από εργαλείο προστασίας των χαμηλόμισθων, υποστηρικτικό εργαλείο για τη γενικευμένη μείωση των μισθών που επιδιώκεται στο πλαίσιο υλοποίησης της εσωτερικής υποτίμησης, παραμερίζοντας και αγνοώντας πλήρως το κεντρικό ζήτημα της αναδιανομής του εισοδήματος».
Το ΙΝΕ προειδοποιεί, πως η «στρατηγική» ενσωμάτωσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της πλήρους υποβάθμισης της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί λύση, ούτε σοβαρή βάση για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού, αλλά θα οδηγήσει, αντίθετα, σε ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά αδιέξοδα και πλήρη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Η μείωση κατά 35,4% των εισοδημάτων εξώθησε στη φτώχεια το 40% των Ελλήνων, αλλά η ανταγωνιστικότητα έγινε κατά 3,6% χειρότερη...
ΑΝ ΣΗΜΕΡΑ η ελληνική κυβέρνηση έχει φθάσει στο σημείο, να λέει όχι άλλα οριζόντια μέτρα (δηλαδή γενικευμένη μείωση μισθών και συντάξεων), αυτό βεβαίως οφείλεται πρωτίστως στην κοινωνική εξάντληση από την ανισόμετρη και ανισοβαρή περιστολή του βιοτικού επιπέδου του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Αλλά επίσης και στο γεγονός της πολιτικής δυσφορίας και οργής για την έλλειψη αναπτυξιακού αποτελέσματος που να υπόσχεται αποκατάσταση των στερήσεων και των αδικιών μελλοντικά.
Γιατί η αλήθεια είναι, πως η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που κατόρθωσε μέσα σε 4 χρόνια (2010-2013) να μειώσει τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων κατά 26% και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών κατά 35,4%, εξωθώντας στη φτώχεια πάνω από το 40% της ελληνικής κοινωνίας, δεν πέτυχε να βγάλει την οικονομία από την ύφεση και να ανακόψει την αύξηση της ανεργίας. Με συνέπεια, μετά τη νέα φορολογική επιδρομή, το κούρεμα του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος και τις κατασχέσεις των τραπεζικών καταθέσεων ή και ακινήτων των οφειλετών, να είναι σχεδόν βέβαιο πως η ύφεση και η ανεργία θα συνεχιστούν και το 2014, διαψεύδοντας τις κυβερνητικές προσδοκίες.
Το αναπτυξιακό έλλειμμα της μνημονιακής πολιτικής οφείλεται στο ότι τρόικα και κυβέρνηση εστίασαν τις προσπάθειες προσαρμογής της οικονομίας μονομερώς και αποκλειστικά σχεδόν στη συρρίκνωση της μάζας των μισθών (προκειμένου να τονωθούν τα κέρδη και οι επενδύσεις), όταν βασικός υπαίτιος των ανισορροπιών της οικονομίας δεν ήταν οι υπερβολικοί μισθοί αλλά η κερδοσκοπία της αγοράς, με το ανεξέλεγκτο των ολιγοπωλιακών καταστάσεων και τη στενή διαπλοκή κράτους και ιδιωτικού τομέα (εξ ου και η διαφθορά) στην κατανομή των κοινοτικών πόρων και του κρατικού προϋπολογισμού.
Από το γεγονός αυτό απέρρεε η πρωταρχική ανάγκη των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στις δομές της οικονομίας. Αντ' αυτών, ωστόσο, επιλέχθηκε η εύκολη, βολική και καθ' όλα ταξική λύση της εισοδηματικής λιτότητας, που, όπως διαπιστώνουμε σήμερα, οδηγεί σε ένα νέο φαύλο κύκλο λιτότητας διά της αρπαγής περιουσιών μέσω κατασχέσεων, εκποιήσεων και πλειστηριασμών. Ας δούμε όμως τι πέτυχε με όρους ανταγωνιστικότητας η μνημονιακή πολιτική, αφού αναπτυξιακό αποτέλεσμα δεν έχουμε δει ακόμη.
Εχοντας σαν μέτρο αξιολόγησης της ανταγωνιστικότητας την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (είτε βάσει του δείκτη τιμών κατανάλωσης είτε του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) έναντι 37 χωρών για την περίοδο 2000-2012 (βλ. πίνακα), διαπιστώνουμε τα εξής:
1. Την περίοδο 2000-2009 η κατά 22% αύξηση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών έχει σαν συνακόλουθο την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κατά 16% σε όρους σχετικού κόστους εργασίας και κατά 15% σε όρους τελικών τιμών κατανάλωσης. Δηλαδή η κάμψη της ανταγωνιστικότητας είναι η ίδια όπως και αν μετρηθεί και η αύξηση των πραγματικών αμοιβών συσχετίζεται κάπως μαζί της.
2. Αντίστοιχα, την περίοδο 2009-2012 η μεγάλη συμπίεση των πραγματικών αποδοχών κατά 24% (μαζί με το 2013 φθάνει το 26%) οδηγεί σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που είναι αξιοσημείωτη με όρους κόστους εργασίας (16%), αλλά ελάχιστη με όρους τελικών τιμών (2%). Αυτό σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος της θυσίας των μισθών «πάει στράφι», καθώς την πρόσθετη υπεραξία που χάνουν οι μισθοί δεν την κερδίζουν οι τελικοί καταναλωτές και χάνεται ενδιάμεσα, αντισταθμιζόμενη από αυξήσεις σε άλλα κόστη ή πάει στα εταιρικά κέρδη.
3. Αντίθετα, στην Ευρωζώνη (Ε.Ε.17) την περίοδο 2009-2012 η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας είναι ίδια τόσο με όρους κόστους εργασίας (12,8%) όσο και με όρους τελικών τιμών κατανάλωσης (12,7%), αποδεικνύοντας έτσι τις διαφορετικές οικονομικές δομές στην Ευρωζώνη και την αναποτελεσματικότητα της πολιτικής μισθολογικής αφαίμαξης στην Ελλάδα όπου έπρεπε τον πρώτο λόγο να είχαν οι μεταρρυθμίσεις για τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της απόδοσης σε άλλους τομείς.
4. Το αποτέλεσμα είναι πως την περίοδο 2000-2012 η μείωση της ανταγωνιστικότητας σε Ευρωζώνη και Ελλάδα είναι 12% και 13% αντίστοιχα με όρους τελικών τιμών, ενώ με όρους κόστους εργασίας είναι 13% και 3% αντίστοιχα! Ετσι, παρά την τεράστια μείωση των πραγματικών αποδοχών και του κόστους εργασίας στην Ελλάδα, συγκριτικά με το 2005 η ελληνική ανταγωνιστικότητα είναι 3,6% χειρότερη σε όρους τιμών (αυτή που μετρά για τις πωλήσεις και την παραγωγή), ενώ η ευρωζωνική ανταγωνιστικότητα είναι αντιστρόφως βελτιωμένη κατά 3,6%.
Οπως επισημαίνει και η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, από το 2009 έως σήμερα οι μέσες αποδοχές των εργαζομένων σε μονάδες αγοραστικής δύναμης οδηγήθηκαν, από το 84% του μέσου όρου της Ε.Ε.15, στο 65%. Η σύγκλιση των πραγματικών μισθών έναντι του μέσου όρου της Ε.Ε.15 έχει οπισθοχωρήσει περίπου κατά μία τριακονταετία, σε επίπεδα της δεκαετίας του 1980.
Προκύπτει, ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα, κατά το 2013, ανέρχεται στο 69% της αντίστοιχης αγοραστικής δύναμης στη Γερμανία, είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην Κορέα, τη Μάλτα, τη Σλοβενία, την Κύπρο και την Κροατία, ενώ το 2013 είναι το πρώτο έτος που εξισώθηκε με αυτήν της Πορτογαλίας.
Κατά το ΙΝΕ, μεταξύ 1984 και 2013 έχουμε τρεις διακριτές περιόδους:
* Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου (1984-1996) έχουμε σημαντική μείωση των πραγματικών κατώτατων αποδοχών κατά 20 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από 100 το έτος 1984 ο δείκτης μειώνεται στο 79,3 το έτος 1993 και διατηρείται στα επίπεδα του 80 μέχρι το έτος 1996).
* Στη διάρκεια της δεύτερης περιόδου (1997-2009) έχουμε ονομαστικές αυξήσεις που υπερβαίνουν σχεδόν συστηματικά το μέσο πληθωρισμό, με αποτέλεσμα μία σταδιακή ανάκτηση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού -που απωλέσθη την προηγούμενη περίοδο- κατά 22 περίπου εκατοστιαίες μονάδες (από το 80, ο δείκτης ανέρχεται στο 102 το 2009).
* Στη διάρκεια της τρίτης περιόδου (2010-2013), η μείωση των κατώτατων πραγματικών αποδοχών ρίχνει το δείκτη στις 75,6 μονάδες, δηλαδή περίπου 25 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τα επίπεδα του 1984.
Οπως ορθά τονίζει στην έκθεσή του το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «η Ελλάδα γίνεται η μοναδική χώρα της Ε.Ε. όπου παρατηρείται ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού κατά τη διάρκεια της κρίσης, με ευθεία κρατική παρέμβαση. Επιπλέον, οι χαμηλόμισθοι επιβαρύνονται δυσανάλογα από την έμμεση φορολογία, τις αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης και διάφορων ανελαστικών δαπανών, ενώ υφίστανται ήδη και θα υποστούν πιθανότατα και τις μεγαλύτερες συνέπειες από τη συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών που σχετίζονται με την παροχή διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών βοηθημάτων (επιδομάτων). Παράλληλα η μείωση του αφορολόγητου ορίου σε συνδυασμό με κατάργηση/μείωση των περισσότερων φοροαπαλλαγών και την αύξηση διάφορων ανελαστικών δαπανών (πετρέλαιο θέρμανσης, φυσικό αέριο κ.λπ.) οδηγεί τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα και τους χαμηλόμισθους σε αδιέξοδες καταστάσεις.
Η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% (και 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών) είχε ως αποτέλεσμα να συμπαρασύρει ανάλογα και τα επιδόματα ανεργίας, ασθενείας, μητρότητας, τις συντάξιμες αποδοχές και τις αμοιβές για υπερωριακή απασχόληση.
Επίσης, η βίαιη ονομαστική μείωση των κατώτατων αποδοχών, σε συνδυασμό με τις ανατροπές της τελευταίας τριετίας στα εργασιακά (με εμφανή την τάση ευθυγράμμισης των μισθών στις νέες επιχειρησιακές συμβάσεων εργασίας στα επίπεδα του κατώτατου μισθού), οδηγεί με συστηματικό τρόπο σε δραματική μείωση των αποδοχών στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα και καθιστούν πλέον τον κατώτατο μισθό, από εργαλείο προστασίας των χαμηλόμισθων, υποστηρικτικό εργαλείο για τη γενικευμένη μείωση των μισθών που επιδιώκεται στο πλαίσιο υλοποίησης της εσωτερικής υποτίμησης, παραμερίζοντας και αγνοώντας πλήρως το κεντρικό ζήτημα της αναδιανομής του εισοδήματος».
Το ΙΝΕ προειδοποιεί, πως η «στρατηγική» ενσωμάτωσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μέσω της πλήρους υποβάθμισης της εργασίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί λύση, ούτε σοβαρή βάση για την ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού, αλλά θα οδηγήσει, αντίθετα, σε ακόμη μεγαλύτερα οικονομικά αδιέξοδα και πλήρη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής με απρόβλεπτα αποτελέσματα.