Ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του.
Η τρέχουσα κρίση (από το 2006 - 2008) δεν τον απορρύθμισε, αντιθέτως τον σταθεροποίησε. Και στη συνέχεια τον αποθηρίωσε.
Σε προηγούμενες κρίσεις, όπως του 1929 και έως το 1973, ο καπιταλισμός αντιδρούσε με ρυθμίσεις (New deal στις ΗΠΑ)...
παραχωρήσεις (κοινωνικό κράτος - πάντα σε καπιταλιστικό πλαίσιο - στην Ευρώπη) ακόμα και συμβιβασμούς (Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, αντιναζιστική [εν τέλει] συμμαχία με την ΕΣΣΔ).
Αντιμέτωπος με μια ζωντανή και κατά περιόδους ισχυρή Αριστερά στο εσωτερικό των αστικών κρατών, ο καπιταλισμός, αλλά και με αντίπαλο δέος την ΕΣΣΔ, ήταν υποχρεωμένος να ελίσσεται, να εφαρμόζει κεϋνσιανές συνταγές, να αυτοσυγκρατείται και να παραμένει λελογισμένα επιθετικός.
Πάντα όμως πολεμικός. Και κατά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (όπως ο προπολεμικός αμερικανοϊαπωνικός ανταγωνισμός) και κατά τις επιλογές (φασιστικό και ναζιστικό πείραμα).
Ο καπιταλισμός διαχειρίστηκε τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον ψυχρό πόλεμο και κατίσχυσε. Με την αντεπανάσταση του Ρηγκανοθατσερισμού να θριαμβεύει και την ΕΣΣΔ να καταρρέει, ο καπιταλισμός έμεινε μόνος, κυρίαρχος στ’ αλώνι να αλωνίζει - αυτό που ο Φουκοτέτοιος ονόμασε, πριν να το μετανιώσει, «τέλος της ιστορίας».
Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για το τέλος της εργασίας, κατά την έννοια της πολιτικής και του πολιτισμού που οι εργαζόμενοι άνθρωποι είχαν διεκδικήσει κι επιβάλει κατά τη διάρκεια του «Αιώνα των Ακρων», του φλογερού 20ού αιώνα.
Με την παγκοσμιοποίηση ως στρατηγική, τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία και προπαγάνδα, ο καπιταλισμός μπορούσε τώρα να επιβάλει τη νέα τάξη (εκ νέου) παντού.
Στο εξής οι κρίσεις του θα είχαν μία ειδοποιό διαφορά ως προς όλες τις προηγούμενες: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ. Συνεπώς οι κρίσεις αντί να απορρυθμίζουν το σύστημα, θα μπορούσαν να το ενδυναμώνουν. Προς μια κατεύθυνση ακόμα πιο απάνθρωπη, αποτρόπαιη.
Προς τούτο, η εξουδετέρωση ή η ενσωμάτωση της Αριστεράς που απέμεινε (ή και επέμενε) να σέρνεται στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη ήταν απαραίτητη (συχνά και αναπόδραστη). Με τη σοσιαλδημοκρατία να ρέπει (σχεδόν εγγενώς) προς αυτήν την κατεύθυνση και τα ριζοσπαστικά - ακτιβιστικά αριστερά σχήματα ή κινήματα να μη συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για το σύστημα, η διάλυση και η αυτοδιάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν η τελευταία πράξη του δράματος.
Τώρα ο καπιταλισμός σε ήσσονα προβλήματα μπορούσε να δείχνει ένα πρόσωπο φιλελεύθερο ακόμα και «αριστερό», στα μείζονα όμως το νεοφιλελεύθερο τέρας δεν άφησε τίποτα όρθιο. Απ’ τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα περίσσεψαν ο πόλεμος, η διαρπαγή των πόρων και η αποβλάκωση των κοινωνιών.
Με την κρίση του 2008 (και ως σήμερα) έγινε φανερό, ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να μας τα παίρνει με την πίστωση (τόκους από δάνεια, κάρτες κ.τ.λ.) κι έτσι επέστρεψε στις πηγές: να μας τα παίρνει απ’ την υπεραξία που παράγουμε. Προς τούτο έπρεπε να φθηνύνει η αμοιβή της εργασίας, ώστε τα περιθώρια κέρδους απ’ την υπεραξία να φθάσουν στο μάξιμουμ. Κι έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση έγινε εργαλείο
για τη διαμόρφωση νέων εργασιακών σχέσεων: αυτών που ζούμε. Ταυτοχρόνως, όμως, ο καπιταλισμός διατήρησε προς «όφελος» της διεθνικής αστικής τάξης όλα εκείνα τα χρηματοπιστωτικά χαρακτηριστικά που τον οδήγησαν στην κρίση του. Εξακολουθεί να παράγει τοξικές δοσοληψίες του αέρα, φούσκες, ψευδή πλούτο, ενώ οι αστοί βρίσκονται πλέον σε ανειρήνευτο πόλεμο μεταξύ τους για τη νομή του πραγματικού πλούτου. Με εξασθενημένη την ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο πόλεμος ανάμεσα στους ίδιους τους αστούς έχει αποθηριωθεί, με αποτέλεσμα ο πραγματικός πόλεμος μεταξύ των εθνών να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Εχουμε πλέον να κάνουμε με ένα τέρας!
Τα χαρακτηριστικά του τα βλέπουμε πια παντού, από το Βερολίνο έως την Αθήνα και από τη Μόσχα έως το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον. Η ομογενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Η απονεύρωση (και η απονέκρωση) της δημοκρατίας. Ο κρατικός αυταρχισμός με την αποθέωση της καταστολής (συχνά στα όρια του εκφασισμού, ώσπου να τα υπερβούν κι αυτά). Η επιβολή της α-νόητης γλώσσας (των ευφημισμών) και της ενιαίας σκέψης (διά της προπαγάνδας). Η καθήλωση της τέχνης σε ακίνδυνο κι επιχορηγούμενο πετ. Η εξαγορά και η ενσωμάτωση των διανοουμένων.
Αυτά είναι τα γνωρίσματα και τα έργα του τέρατος. Που πρόκειται να γιγαντωθεί κι άλλο, διότι πλέον το τέρας πιστεύει ότι είναι θεός.
Για αυτό το τέρας η καλβινιστική ύβρις που ακούει στο όνομα Μέρκελ και το αριστεροδεξιό υβρίδιο που ακούει στο όνομα Ενρίκο Λέττα είναι μπιχλιμπίδια
για να τα πασάρει στους ιθαγενείς και να τρώει τις χώρες τους. Και, συνεπώς, τους ίδιους.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, εμείς, τα θύματα του τέρατος, τι κάνουμε; Δύσκολον το ερώτημα. Κατ’ αρχήν (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς ελληνικά) ας μην απορεί η Αριστερά με την αδράνεια του λαού, όσον δεν του προτείνει στόχους, στρατηγική και τακτική, που όχι μόνον να πείθουν τον λαό, αλλά προσέτι να τον ενθουσιάζουν (όπως έγινε σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής). Προς τούτο, ούτε η διστακτικότητα που φαίνεται να κυριαρχεί τον ΣΥΡΙΖΑ έστω προσωρινώς, ούτε πολύ περισσότερο ο αναχωρητισμός (ιδιότυπα αριστοκρατικός) του ΚΚΕ βοηθάνε τον λαό. Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ οι γόνιμες ωσμώσεις φαίνεται να ’χουν ανακοπεί και πάντως να μένουν ακόμα εκκρεμείς, το δε ΚΚΕ με έναν αλαζονικό διδακτισμό πλένει τα χέρια του, για όσους αμαρτωλούς εκ του λαού δεν λένε να δουν το φως το αληθινό.
Ολα αυτά, αν είναι έτσι, επιβαρύνουν τις προοπτικές του λαού να σπάσει, κατ’ αρχήν σε αυτήν εδώ τη χώρα, την αλυσίδα των δεδομένων που παράγει εναντίον του το τέρας.
Διότι το τέρας κάθε μέρα που περνάει δυναμώνει, η διαδικασία προς έναν φασιστικό πλέον καπιταλισμό, με έναν τεχνολογικό «μεσαίωνα» να τον καθιστά όλο και πιο άπληκτον, ανοίγεται μπροστά μας απρόσκοπτη. Το πιο ισχυρό όπλο των Δυνατών σ’ αυτό το προτσές είναι η απογοήτευση των μαζών.
Μπορεί ένα 10% ή και 20% του λαού να μην «παραδέχεται την ήττα». Κι όντως, όσο δεν παραδέχεσαι την ήττα, η ελπίδα δεν χάνεται, ο πόλεμος συνεχίζεται. Κάποτε-κάποτε όμως
αυτό το 10% ή και 20% που δεν παραδέχεται την ήττα, πρέπει να βρίσκει και τον τρόπο της νίκης.
(Προσωπικώς είμαι «ιστορικά αισιόδοξος». Μάλιστα πιστεύω ότι αυτή μου η αίσθηση δεν είναι απλώς «ευσεβής πόθος», αλλά απότοκος λογικής. Ομως, το τι πιστεύει η ταπεινότης μου δεν έχει καμμία σημασία, σημασία έχει τι πιστεύει και τι μπορεί κάθε φορά να πιστεύει η πλειοψηφία του λαού. Αν, δηλαδή, η πολιτική βούληση όσων παράγουν τον πλούτο θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερισχύσει της βούλησης εκείνων που τον τρώνε. Των παράσιτων)...
Του Στάθη
Η τρέχουσα κρίση (από το 2006 - 2008) δεν τον απορρύθμισε, αντιθέτως τον σταθεροποίησε. Και στη συνέχεια τον αποθηρίωσε.
Σε προηγούμενες κρίσεις, όπως του 1929 και έως το 1973, ο καπιταλισμός αντιδρούσε με ρυθμίσεις (New deal στις ΗΠΑ)...
παραχωρήσεις (κοινωνικό κράτος - πάντα σε καπιταλιστικό πλαίσιο - στην Ευρώπη) ακόμα και συμβιβασμούς (Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, αντιναζιστική [εν τέλει] συμμαχία με την ΕΣΣΔ).
Αντιμέτωπος με μια ζωντανή και κατά περιόδους ισχυρή Αριστερά στο εσωτερικό των αστικών κρατών, ο καπιταλισμός, αλλά και με αντίπαλο δέος την ΕΣΣΔ, ήταν υποχρεωμένος να ελίσσεται, να εφαρμόζει κεϋνσιανές συνταγές, να αυτοσυγκρατείται και να παραμένει λελογισμένα επιθετικός.
Πάντα όμως πολεμικός. Και κατά τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις (όπως ο προπολεμικός αμερικανοϊαπωνικός ανταγωνισμός) και κατά τις επιλογές (φασιστικό και ναζιστικό πείραμα).
Ο καπιταλισμός διαχειρίστηκε τα αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με τον ψυχρό πόλεμο και κατίσχυσε. Με την αντεπανάσταση του Ρηγκανοθατσερισμού να θριαμβεύει και την ΕΣΣΔ να καταρρέει, ο καπιταλισμός έμεινε μόνος, κυρίαρχος στ’ αλώνι να αλωνίζει - αυτό που ο Φουκοτέτοιος ονόμασε, πριν να το μετανιώσει, «τέλος της ιστορίας».
Επρόκειτο, στην πραγματικότητα, για το τέλος της εργασίας, κατά την έννοια της πολιτικής και του πολιτισμού που οι εργαζόμενοι άνθρωποι είχαν διεκδικήσει κι επιβάλει κατά τη διάρκεια του «Αιώνα των Ακρων», του φλογερού 20ού αιώνα.
Με την παγκοσμιοποίηση ως στρατηγική, τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία και προπαγάνδα, ο καπιταλισμός μπορούσε τώρα να επιβάλει τη νέα τάξη (εκ νέου) παντού.
Στο εξής οι κρίσεις του θα είχαν μία ειδοποιό διαφορά ως προς όλες τις προηγούμενες: δεν υπήρχε πλέον η ΕΣΣΔ. Συνεπώς οι κρίσεις αντί να απορρυθμίζουν το σύστημα, θα μπορούσαν να το ενδυναμώνουν. Προς μια κατεύθυνση ακόμα πιο απάνθρωπη, αποτρόπαιη.
Προς τούτο, η εξουδετέρωση ή η ενσωμάτωση της Αριστεράς που απέμεινε (ή και επέμενε) να σέρνεται στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη ήταν απαραίτητη (συχνά και αναπόδραστη). Με τη σοσιαλδημοκρατία να ρέπει (σχεδόν εγγενώς) προς αυτήν την κατεύθυνση και τα ριζοσπαστικά - ακτιβιστικά αριστερά σχήματα ή κινήματα να μη συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για το σύστημα, η διάλυση και η αυτοδιάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν η τελευταία πράξη του δράματος.
Τώρα ο καπιταλισμός σε ήσσονα προβλήματα μπορούσε να δείχνει ένα πρόσωπο φιλελεύθερο ακόμα και «αριστερό», στα μείζονα όμως το νεοφιλελεύθερο τέρας δεν άφησε τίποτα όρθιο. Απ’ τη δεκαετία του ’90 κι ύστερα περίσσεψαν ο πόλεμος, η διαρπαγή των πόρων και η αποβλάκωση των κοινωνιών.
Με την κρίση του 2008 (και ως σήμερα) έγινε φανερό, ότι ο καπιταλισμός δεν μπορούσε να μας τα παίρνει με την πίστωση (τόκους από δάνεια, κάρτες κ.τ.λ.) κι έτσι επέστρεψε στις πηγές: να μας τα παίρνει απ’ την υπεραξία που παράγουμε. Προς τούτο έπρεπε να φθηνύνει η αμοιβή της εργασίας, ώστε τα περιθώρια κέρδους απ’ την υπεραξία να φθάσουν στο μάξιμουμ. Κι έτσι η χρηματοπιστωτική κρίση έγινε εργαλείο
για τη διαμόρφωση νέων εργασιακών σχέσεων: αυτών που ζούμε. Ταυτοχρόνως, όμως, ο καπιταλισμός διατήρησε προς «όφελος» της διεθνικής αστικής τάξης όλα εκείνα τα χρηματοπιστωτικά χαρακτηριστικά που τον οδήγησαν στην κρίση του. Εξακολουθεί να παράγει τοξικές δοσοληψίες του αέρα, φούσκες, ψευδή πλούτο, ενώ οι αστοί βρίσκονται πλέον σε ανειρήνευτο πόλεμο μεταξύ τους για τη νομή του πραγματικού πλούτου. Με εξασθενημένη την ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ο πόλεμος ανάμεσα στους ίδιους τους αστούς έχει αποθηριωθεί, με αποτέλεσμα ο πραγματικός πόλεμος μεταξύ των εθνών να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Εχουμε πλέον να κάνουμε με ένα τέρας!
Τα χαρακτηριστικά του τα βλέπουμε πια παντού, από το Βερολίνο έως την Αθήνα και από τη Μόσχα έως το Πεκίνο και την Ουάσιγκτον. Η ομογενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων. Η απονεύρωση (και η απονέκρωση) της δημοκρατίας. Ο κρατικός αυταρχισμός με την αποθέωση της καταστολής (συχνά στα όρια του εκφασισμού, ώσπου να τα υπερβούν κι αυτά). Η επιβολή της α-νόητης γλώσσας (των ευφημισμών) και της ενιαίας σκέψης (διά της προπαγάνδας). Η καθήλωση της τέχνης σε ακίνδυνο κι επιχορηγούμενο πετ. Η εξαγορά και η ενσωμάτωση των διανοουμένων.
Αυτά είναι τα γνωρίσματα και τα έργα του τέρατος. Που πρόκειται να γιγαντωθεί κι άλλο, διότι πλέον το τέρας πιστεύει ότι είναι θεός.
Για αυτό το τέρας η καλβινιστική ύβρις που ακούει στο όνομα Μέρκελ και το αριστεροδεξιό υβρίδιο που ακούει στο όνομα Ενρίκο Λέττα είναι μπιχλιμπίδια
για να τα πασάρει στους ιθαγενείς και να τρώει τις χώρες τους. Και, συνεπώς, τους ίδιους.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, εμείς, τα θύματα του τέρατος, τι κάνουμε; Δύσκολον το ερώτημα. Κατ’ αρχήν (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς ελληνικά) ας μην απορεί η Αριστερά με την αδράνεια του λαού, όσον δεν του προτείνει στόχους, στρατηγική και τακτική, που όχι μόνον να πείθουν τον λαό, αλλά προσέτι να τον ενθουσιάζουν (όπως έγινε σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής). Προς τούτο, ούτε η διστακτικότητα που φαίνεται να κυριαρχεί τον ΣΥΡΙΖΑ έστω προσωρινώς, ούτε πολύ περισσότερο ο αναχωρητισμός (ιδιότυπα αριστοκρατικός) του ΚΚΕ βοηθάνε τον λαό. Στον μεν ΣΥΡΙΖΑ οι γόνιμες ωσμώσεις φαίνεται να ’χουν ανακοπεί και πάντως να μένουν ακόμα εκκρεμείς, το δε ΚΚΕ με έναν αλαζονικό διδακτισμό πλένει τα χέρια του, για όσους αμαρτωλούς εκ του λαού δεν λένε να δουν το φως το αληθινό.
Ολα αυτά, αν είναι έτσι, επιβαρύνουν τις προοπτικές του λαού να σπάσει, κατ’ αρχήν σε αυτήν εδώ τη χώρα, την αλυσίδα των δεδομένων που παράγει εναντίον του το τέρας.
Διότι το τέρας κάθε μέρα που περνάει δυναμώνει, η διαδικασία προς έναν φασιστικό πλέον καπιταλισμό, με έναν τεχνολογικό «μεσαίωνα» να τον καθιστά όλο και πιο άπληκτον, ανοίγεται μπροστά μας απρόσκοπτη. Το πιο ισχυρό όπλο των Δυνατών σ’ αυτό το προτσές είναι η απογοήτευση των μαζών.
Μπορεί ένα 10% ή και 20% του λαού να μην «παραδέχεται την ήττα». Κι όντως, όσο δεν παραδέχεσαι την ήττα, η ελπίδα δεν χάνεται, ο πόλεμος συνεχίζεται. Κάποτε-κάποτε όμως
αυτό το 10% ή και 20% που δεν παραδέχεται την ήττα, πρέπει να βρίσκει και τον τρόπο της νίκης.
(Προσωπικώς είμαι «ιστορικά αισιόδοξος». Μάλιστα πιστεύω ότι αυτή μου η αίσθηση δεν είναι απλώς «ευσεβής πόθος», αλλά απότοκος λογικής. Ομως, το τι πιστεύει η ταπεινότης μου δεν έχει καμμία σημασία, σημασία έχει τι πιστεύει και τι μπορεί κάθε φορά να πιστεύει η πλειοψηφία του λαού. Αν, δηλαδή, η πολιτική βούληση όσων παράγουν τον πλούτο θα μπορέσει κάποια στιγμή να υπερισχύσει της βούλησης εκείνων που τον τρώνε. Των παράσιτων)...
Του Στάθη
ΠΗΓΗ: enikos.gr