Όλοι μας έχουμε λίγο πολύ βιώσει την «ευτυχή» εμπειρία μιας ηχογράφησης…
Είτε με συσκευή μαγνητοφώνου, όταν θελήσαμε να δοκιμάσουμε τις φωνητικές μας ικανότητες τραγουδώντας το αγαπημένο μας στιχάκι, είτε με κάμερα, η οποία απαθανάτισε κουβέντες με τους φίλους μας, το οποίο και συνιστά μια αδιάψευστη μαρτυρία για την...
ποιότητα της φωνής μας.
Είτε με συσκευή μαγνητοφώνου, όταν θελήσαμε να δοκιμάσουμε τις φωνητικές μας ικανότητες τραγουδώντας το αγαπημένο μας στιχάκι, είτε με κάμερα, η οποία απαθανάτισε κουβέντες με τους φίλους μας, το οποίο και συνιστά μια αδιάψευστη μαρτυρία για την...
ποιότητα της φωνής μας.
Μια μαρτυρία, ωστόσο, η οποία δεν παύει να μας εκπλήσσει (αν όχι να μας ξενίζει) στη συνέχεια, κάθε φορά που ακούμε την αναμνηστική ηχογράφηση! «Αποκλείεται… δεν είναι αυτή η φωνή μου», είναι η πρώτη έντρομη αντίδραση για να ακολουθήσει μια δεύτερη: «Α..πα..πα! καλά, έτσι ακούγομαι;»
Η απάντηση είναι και «ναι» και «όχι». Σίγουρα δεν ακουγόμαστε όπως ακούγεται η φωνή μας μέσα από τα καλώδια και τα ηχεία του κασετοφώνου ή της τηλεόρασης (στην περίπτωση του βίντεο), αλλά, από την άλλη, η φωνή μας δεν είναι ούτε αυτή που εμείς νομίζουμε ότι είναι, συνηθισμένοι όπως είμαστε να ακούμε τον εαυτό μας, καθώς μιλάμε. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Καταρχήν, το μαγνητόφωνο εγγραφής, η κάμερα που διαθέτουμε ή όποιο άλλο ψηφιακό ή αναλογικό μέσο χρησιμοποιήθηκε για να απαθανατίσει τα ηχητικά μας ντοκουμέντα, όσο προηγμένο κι αν είναι, είτε ψηφιακό είτε αναλογικό, δεν μπορεί να καταγράψει και να αναπαράξει τη φωνή μας απολύτως αξιόπιστα. Το μικρόφωνο που χρησιμοποιείται για την είσοδο του ήχου στη συσκευή εγγραφής, η ίδια η συσκευή εγγραφής (π.χ. η βιντεοκάμερα, το κασετόφωνο κ.τ.λ.), το μέσον που χρησιμοποιείται για εγγραφή και αποθήκευση (π.χ. κασέτα) και, τέλος, τα ηχεία που απαραιτήτως χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή, «φιλτράρουν» αναπόφευκτα τον ήχο της φωνής μας, αλλοιώνοντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο το φάσμα των συχνοτήτων που αυτή φέρει. Έτσι, ο ήχος παραποιείται από ελάχιστα έως πολύ.
Είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος που η φωνή μας ακούγεται περίεργη και διαφορετική ως προϊόν ηχογράφησης; Για την ποιοτική αλλοίωση ευθύνεται, άραγε, μόνο το φιλτράρισμα κάποιων συχνοτήτων του ήχου, που συμβαίνει λόγω του τρόπου λειτουργίας της συσκευής εγγραφής; Η απάντηση είναι «όχι». Κι αυτό γιατί, η πραγματική ακουστική ποιότητα της φωνής μας δεν είναι αυτή, που εμείς νομίζουμε ότι είναι. Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε όταν μιλάμε, οι συνομιλητές μας, δεν ακούνε την φωνή μας με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς. Η φωνή μας δηλαδή, δεν ηχεί στο περιβάλλον έτσι όπως ηχεί στο δικό μας αυτί. Ηχεί διαφορετική!
Γνωρίζουμε, από έρευνες στο χώρο της ακουστικής, ότι ο άνθρωπος ακούει μεν την ομιλία των άλλων ανθρώπων μέσω των πυκνώσεων και αραιώσεων των μορίων του αέρα, αλλά τη δική του φωνή την ακούει τόσο μέσω της μετάδοσης του αέρα, όσο και μέσω της δόνησης – ταλάντευσης των οστών του σώματός του. Όταν μιλούμε δηλαδή, ο ήχος φτάνει στα αυτιά μας μέσω της ταλάντευσης μορίων του αέρα αλλά και μέσω της ταλάντευσης των οστών του κρανίου μας. Η δεύτερη ταλάντευση, των οστών, εμπλέκεται με το ηχητικό σήμα το οποίο πραγματικά εκπέμπουμε μιλώντας, με αποτέλεσμα ο ήχος να φτάνει διαφορετικός στα δικά μας αυτιά από ό,τι στα αυτιά των άλλων ανθρώπων οι οποίοι ακούν την φωνή μας.
Η φωνή μας στα άλλα άτομα μεταδίδεται μόνο μέσω του αέρα, με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που φτάνει και στην συσκευή ηχογράφησης. Μόνη διαφορά, ότι στην περίπτωση της ηχογράφησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ήχος υφίσταται μια κάποια ακουστική επεξεργασία που επιφέρει από μικρές έως μεγάλες αλλοιώσεις στον τελικό ήχο της αναπαραγωγής. Ας μην βιαστούμε λοιπόν να εκπλαγούμε από τον τρόπο που ακούγεται η φωνή μας στην τηλεόραση ή στο κασετόφωνο. Ας μην βιαστούμε να την αποποιηθούμε απορρίπτοντά της! Ας δεχτούμε απλά ότι αυτός είναι περίπου ο τρόπος που ακουγόμαστε στους άλλους, ας ζητήσουμε να μάθουμε την γνώμη τους, και ας προσπαθήσουμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι ποτέ δεν θα έχουμε κι εμείς οι ίδιοι την ευτυχή αυτή εμπειρία, να ακούσουμε την πραγματική μας φωνή.
Η απάντηση είναι και «ναι» και «όχι». Σίγουρα δεν ακουγόμαστε όπως ακούγεται η φωνή μας μέσα από τα καλώδια και τα ηχεία του κασετοφώνου ή της τηλεόρασης (στην περίπτωση του βίντεο), αλλά, από την άλλη, η φωνή μας δεν είναι ούτε αυτή που εμείς νομίζουμε ότι είναι, συνηθισμένοι όπως είμαστε να ακούμε τον εαυτό μας, καθώς μιλάμε. Γιατί συμβαίνει όμως αυτό;
Καταρχήν, το μαγνητόφωνο εγγραφής, η κάμερα που διαθέτουμε ή όποιο άλλο ψηφιακό ή αναλογικό μέσο χρησιμοποιήθηκε για να απαθανατίσει τα ηχητικά μας ντοκουμέντα, όσο προηγμένο κι αν είναι, είτε ψηφιακό είτε αναλογικό, δεν μπορεί να καταγράψει και να αναπαράξει τη φωνή μας απολύτως αξιόπιστα. Το μικρόφωνο που χρησιμοποιείται για την είσοδο του ήχου στη συσκευή εγγραφής, η ίδια η συσκευή εγγραφής (π.χ. η βιντεοκάμερα, το κασετόφωνο κ.τ.λ.), το μέσον που χρησιμοποιείται για εγγραφή και αποθήκευση (π.χ. κασέτα) και, τέλος, τα ηχεία που απαραιτήτως χρησιμοποιούνται για την αναπαραγωγή, «φιλτράρουν» αναπόφευκτα τον ήχο της φωνής μας, αλλοιώνοντας άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο το φάσμα των συχνοτήτων που αυτή φέρει. Έτσι, ο ήχος παραποιείται από ελάχιστα έως πολύ.
Είναι όμως μόνον αυτός ο λόγος που η φωνή μας ακούγεται περίεργη και διαφορετική ως προϊόν ηχογράφησης; Για την ποιοτική αλλοίωση ευθύνεται, άραγε, μόνο το φιλτράρισμα κάποιων συχνοτήτων του ήχου, που συμβαίνει λόγω του τρόπου λειτουργίας της συσκευής εγγραφής; Η απάντηση είναι «όχι». Κι αυτό γιατί, η πραγματική ακουστική ποιότητα της φωνής μας δεν είναι αυτή, που εμείς νομίζουμε ότι είναι. Οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε όταν μιλάμε, οι συνομιλητές μας, δεν ακούνε την φωνή μας με τον ίδιο τρόπο όπως εμείς. Η φωνή μας δηλαδή, δεν ηχεί στο περιβάλλον έτσι όπως ηχεί στο δικό μας αυτί. Ηχεί διαφορετική!
Γνωρίζουμε, από έρευνες στο χώρο της ακουστικής, ότι ο άνθρωπος ακούει μεν την ομιλία των άλλων ανθρώπων μέσω των πυκνώσεων και αραιώσεων των μορίων του αέρα, αλλά τη δική του φωνή την ακούει τόσο μέσω της μετάδοσης του αέρα, όσο και μέσω της δόνησης – ταλάντευσης των οστών του σώματός του. Όταν μιλούμε δηλαδή, ο ήχος φτάνει στα αυτιά μας μέσω της ταλάντευσης μορίων του αέρα αλλά και μέσω της ταλάντευσης των οστών του κρανίου μας. Η δεύτερη ταλάντευση, των οστών, εμπλέκεται με το ηχητικό σήμα το οποίο πραγματικά εκπέμπουμε μιλώντας, με αποτέλεσμα ο ήχος να φτάνει διαφορετικός στα δικά μας αυτιά από ό,τι στα αυτιά των άλλων ανθρώπων οι οποίοι ακούν την φωνή μας.
Η φωνή μας στα άλλα άτομα μεταδίδεται μόνο μέσω του αέρα, με τον ίδιο δηλαδή τρόπο που φτάνει και στην συσκευή ηχογράφησης. Μόνη διαφορά, ότι στην περίπτωση της ηχογράφησης, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ήχος υφίσταται μια κάποια ακουστική επεξεργασία που επιφέρει από μικρές έως μεγάλες αλλοιώσεις στον τελικό ήχο της αναπαραγωγής. Ας μην βιαστούμε λοιπόν να εκπλαγούμε από τον τρόπο που ακούγεται η φωνή μας στην τηλεόραση ή στο κασετόφωνο. Ας μην βιαστούμε να την αποποιηθούμε απορρίπτοντά της! Ας δεχτούμε απλά ότι αυτός είναι περίπου ο τρόπος που ακουγόμαστε στους άλλους, ας ζητήσουμε να μάθουμε την γνώμη τους, και ας προσπαθήσουμε να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι ποτέ δεν θα έχουμε κι εμείς οι ίδιοι την ευτυχή αυτή εμπειρία, να ακούσουμε την πραγματική μας φωνή.
ΠΗΓΗ: eulegein.net